- 6 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 1 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 2 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 3 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 5 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- Το Σύμβολον της Πίστεώς μας και η Ερμηνεία του
- 12 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 9 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 4 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 8 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 10 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 11 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
- 7 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία
Το Σύμβολον της Πίστεώς μας
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
23/11 Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Ικονίου *
ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Άγιος Αμφιλόχιος, υπήρξε στενός φίλος του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου και διετέλεσε Επίσκοπος Ικονίου.Όταν διαβάζουμε τις Επιστολές μεταξύ των αγίων αυτών ανδρών, βλέπουμε - καλύτερα σ’ αυτές, παρά στα άλλα θεολογικά τους έργα - την καλωσύνη και την αγιότητα, την αγνή φιλία και την αγάπη που ενώνει τους ανθρώπους του Θεού. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει σε μία του Επιστολή στον Άγιο Αμφιλόχιο: "πάσα ημέρα γράμματα έχουσα της θεοσεβείας σου εορτή ημίν εστί και εορτών μεγίστη".Μεγάλη εορτή και πανήγυρη ήταν, να παίρνη γράμμα ο Μέγας Βασίλειος από τον Άγιο Αμφιλόχιο.Και δεν είναι υπερβολή ούτε απλή φιλοφροσύνη, γιατί, καθώς λέει ένας αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας, στα συγγράμματα του...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
10/11 Ολυμπάς, Ηρωδίων, Έραστος, Σωσίπατρος, Τέ
ΑΓΙΟΙ ΟΛΥΜΠΑΣ, ΗΡΩΔΙΩΝ, ΕΡΑΣΤΟΣ, ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ, ΤΕΡΤΙΟΣ ΚΑΙ ΚΟΥΑΡΤΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Μέσα στο νέφος των Μαρτύρων και μέσα στο ανώνυμο πλήθος των Αγίων, η Εκκλησία με στοργή κι ευγνωμοσύνη φύλαξε όσα μπόρεσε από τα ονόματά τους. Για τους ασεβείς λέει ο Θεός· "ου μη μνησθώ των ονομάτων αυτών", μα για τους αξίους, που είναι όλοι γραμμένοι στο βιβλίο του Θεού, η θεία Γραφή λέει ότι είναι "έντιμον το όνομα αυτών".Χρέος της λοιπόν το θεωρεί η Εκκλησία να τιμά και να μνημονεύη τους Αγίους με τα ονόματά τους και να τους εγκωμιάζη. Όποιος πιστεύει πως η Εκκλησία είναι μια μεγάλη οικογένεια εκείνων που έφυγαν και εκείνων που μένουν, καταλαβαίνει την ιερή σημασία της εκκλησιαστικής αυτής πράξεως, μα και την ενί...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Το Σύμβολον της Πίστεώς μας και η Ερμηνεία του
Κυριακή, 19 Ιουνίου 2022 - 14077 εμφανίσεις άρθρου
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΣ
ΠΙΣΤΕΥΩ
1. ΠΙΣΤΕΥΩ εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων.
2. Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο.
3. Τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα.
4. Σταυρωθέντα τε ὑπέρ ἡμῶν ἐπί Ποντίου Πιλάτου καί παθόντα καί ταφέντα.
5. Καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς.
6. Καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
7. Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
8. Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν.
9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν.
10. Ὁμολογῶ ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
12. Καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Άρθρον 1ον
«Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων»
Το πρώτο άρθρο της Πίστεώς μας, είναι συνοπτικότατο θα έλεγε κανείς, διότι με ελάχιστες λέξεις, εκφράζεται η μεγαλοπρέπεια και η δύναμις του Θεού.
Ξεκινά το άρθρο με την παραδοχή της Πίστεως μας εις «Ένα Θεόν». Ο Θεός που πιστεύει ο άνθρωπος είναι «Ένας» και μοναδικός, δεν υπάρχουν πολλοί θεοί. Καταρρίπτεται με αυτόν τον τρόπο ο μύθος της ειδωλολατρείας και η ιδέα της πολυθεΐας εμφανίζεται ως ψεύδος.
Εξάλλου και στο Σινά ο Θεός δήλωσε στον Μωϋσή «...ουκ έσονταί σοι Θεοί έτεροι πλην εμού». (Έξοδ. κ , 3)
Ο Θεός είναι «Πατέρας» και «Παντοκράτορας».
Εδώ γίνεται φανέρωσις του πρώτου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, ο οποίος έχοντας την ιδιότητα της πατρότητος, μεριμνά και φροντίζει για όλα Του τα δημιουργήματα. Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να του ανοίγει την καρδιά του, να τον παρακαλεί, να τον ευχαριστεί και να προσεύχεται. Να καταθέτει ολόκληρη την ύπαρξη και την ζωή του υπό την Θεία προστασία και μέριμνα, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι εισακούγεται, διότι ο Θεός είναι αληθινός Πατέρας. Και όπως κάθε γήϊνος πατέρας δεν εγκαταλείπει ποτέ τα παιδιά του, είτε είναι καλά είτε όχι, αλλά τα αγαπά και τα φροντίζει, έτσι και ο ουράνιος Πατέρας μας, αλλά φυσικά ασυγκρίτως περισσότερο.
Ο Θεός είναι ο Κύριος και ο εξουσιαστής όλης της κτίσεως και των δημιουργημάτων. Είναι δηλαδή «Παντοκράτωρ». Φανερώνεται εδώ η Παντοδυναμία του Θεού που συνέχει και διέπει τα πάντα.
Ο Θεός όμως, είναι «Ποιητής» και δημιουργός των «πάντων». Είναι αυτός που από το μηδέν εδημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες, ήτοι (δηλαδή) σε έξι μεγάλα, απεριόριστα χρονικά διαστήματα. Κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα εδημιουργήθησαν ολόκληρος ο υλικός κόσμος που φαίνεται, αλλά και ο πνευματικός που δεν φαίνεται.
Όλα όσα υπάρχουν, όλα όσα ζουν και αναπνέουν και όλα όσα γνωρίζει ο άνθρωπος με την βοήθεια και συμβολή της επιστήμης, με μία λέξη, τα πάντα, μα απολύτως τα πάντα, είναι αποτέλεσμα της Θείας θελήσεως και επιθυμίας να συμβαίνουν και να υπάρχουν!
Άρθρον 2ον
«Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο»
Από το άρθρο αυτό μέχρι και το έβδομο, παρατίθεται η Πίστις της Εκκλησίας μας στο Πρόσωπο και το έργο του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Περιέχεται δηλαδή σε γενικές γραμμές, η Χριστολογία της Ορθοδόξου Δογματικής μας.
Ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και» αναφέρεται στο ρήμα πιστεύω. Δηλαδή, «πιστεύω και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν...».
Ο Ιησούς Χριστός είναι «Κύριος». Ο Ένας Κύριος και Θεός, όπως και ο Πατήρ.
Παρατηρούμε στα δύο πρόσωπα (του Πατέρα και του Υιού), απόλυτη ενότητα και κυριότητα.
Το όνομα «Ιησούς», σημαίνει Σωτήρ, Λυτρωτής. Είναι αυτός που θα σώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο από την φθορά και την αμαρτία. Είναι ο κεχρισμένος, ο «Χριστός», του Θεού.
Στην παλαιά εποχή η χρίσις των προσώπων με έλαιο, τούς καθιέρωνε επίσημα στην διακονία του Θεού, ως υπηρέτες και Λειτουργούς του Υψίστου (π.χ. Βασιλείς και Αρχιερείς).
Στην περίπτωση του Υιού και Λόγου του Θεού, η χρίσις αυτή έγινε υπό του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος, που είναι το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, για να φανεί η σύμπνοια και ενότητα των τριών Προσώπων της Θεότητος, αλλά και για να φανερωθεί και επίσημα το Διακονικό Του αξίωμα, ως «Υιός του Ανθρώπου».
Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού ο Μονογενής», ο οποίος «γεννήθηκε εκ του Πατρός προ πάντων των αιώνων».
Στο σημείο αυτό βλέπουμε τα υποστατικά ιδιώματα των δύο προσώπων της Τριαδικής Θεότητος.
Ο Πατέρας Θεός, ο οποίος είναι Άναρχος και Αγέννητος, γεννά τον Υιόν, ο οποίος είναι γεννητός. Ο Πατήρ δηλαδή είναι ο Γεννήτωρ του Υιού και ο Υιός είναι ο γεννηθείς εκ του Πατρός.
Η «Γέννησις», αποτελεί το υποστατικό ιδίωμα του Υιού, το οποίο είναι αποκλειστικά δικό Του.
Ενώ το «Αγέννητος» αποτελεί το υποστατικό ιδίωμα του Πατρός, το οποίο και είναι αποκλειστικά δικό Του.
Ενώ δηλαδή ο Υιός είναι Θεός, σε ίσο βαθμό με τον Πατέρα και τα έχει όλα κοινά με Αυτόν (την ουσία, την βούλησιν, τις ενέργειες, τις ιδιότητες, τις δυνάμεις), το «Γεννητόν» είναι ο τρόπος υπάρξεώς Του, αποκλειστικό ιδίωμά Του και δεν το μοιράζεται με κανένα άλλο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
Όπως και ο Πατέρας είναι ο μόνος Αγέννητος και ο μόνος Γεννήτωρ. Και κανένα από τα υπόλοιπα Πρόσωπα δεν έχει αυτό το ιδίωμα που είναι αποκλειστικό ιδίωμα του Πατρός.
Φυσικά, η Γέννησις του Υιού εκ του Πατρός δεν υπόκειται στους φυσικούς νόμους που εμείς γνωρίζουμε, αλλά είναι Γέννησις ανεξιχνίαστος και ανερμήνευτος που μόνον ο Θεός γνωρίζει και είναι ένα από τα «μυστήρια» της Πίστεώς μας, που δεν επιδέχεται έρευνα, όπως και το Δόγμα της υπάρξεως της Αγίας Τριάδος.
Η Γέννησις του Υιού έγινε «προ πάντων των αιώνων», πριν από κάθε χρονική αφετηρία και πριν από κάθε δημιουργία του ορατού και αοράτου κόσμου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπήρχε κάποια περίοδος η κάποιος καιρός όπου δεν υπήρχε, όπως έλεγε εσφαλμένα ο αιρετικός Άρειος, ότι «ην καιρός ότε ουκ ην».
Ως προς την χρονική δηλαδή προέλευσιν Του, ο Υιός είναι Συνάναρχος του Πατρός και υπήρχε πάντοτε μαζί με τον Πατέρα, όπως ομολογούν οι Άγιοί μας, ότι: «Ουκ ην καιρός ότε ουκ ην». Δηλαδή ότι δεν υπήρξε ΠΟΤΕ καιρός και χρόνος που ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν υπήρχε, αλλά υπήρχε πάντοτε.
«Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού».
Τονίζεται στο σημείο αυτό, η ταυτότητα της θείας ουσίας.
Η θεϊκή ουσία του Πατρός, είναι ίδια και απαράλλακτη με την θεϊκή ουσία του Υιού και το αντίθετο, με αποτέλεσμα να μην θεωρείται ο Υιός κατώτερος από τον Πατέρα.
Η ταυτότητα της ουσίας παρομοιάζεται με το φως. Με το φως π.χ. ενός κεριού που προέρχεται από κάποιο άλλο κερί, όμως η λάμψη και η φύσις του φωτός είναι η ίδια και στα δύο κεριά.
Ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, που προέρχεται από Θεό αληθινό. Δεν είναι Θεός κατώτερος και ξένος από τον Πατέρα, αλλά μετέχει της ουσίας του Πατρός και φέρει όλες τις ιδιότητες που φέρει και ο Πατέρας.
Δεν παραδεχόμεθα δύο διαφορετικούς Θεούς, αλλά δύο διαφορετικά Πρόσωπα, τον Γεννήτορα Πατέρα και τον Γεννητόν Υιόν, τα οποία Πρόσωπα είναι μέτοχοι της μίας Θεότητος. Αυτό εξάλλου δεν είναι και το ακατάληπτον μυστήριον της Αγίας Τριάδος μας; «Εις Θεός, εν τρισί Προσώποις»!
Δηλαδή, ομολογούμε Ένα και μοναδικό Θεόν, που είναι Τρισυπόστατος, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα και που δεν είναι βέβαια τρεις θεοί, αλλά Ένας, αφού Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, έχουν μία φύση, μία ουσία, μία δύναμη, μία δόξα, μία τιμή, μία εξουσία, μία ενέργεια και είναι «Τριάδα ομοούσιος και αχώριστος».
Εφόσον λοιπόν ο Υιός είναι «ομοούσιος», της αυτής, της ίδιας δηλαδή ουσίας με τον Πατέρα, και όχι «ομοιούσιος», ότι ομοιάζει δηλαδή με την ουσία του Πατρός, όπως υποστήριζε ο αιρεσιάρχης Άρειος, δεν μπορεί να είναι κτίσμα και ποίημα Αυτού, αλλά τέλειος Θεός, όπως λέγει και το Σύμβολο:
«Γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί δι’ ου τα πάντα εγένετο».
Εδώ πλήττεται η αρειανική κακοδοξία, αφού ο Υιός δεν επλάσθη, ούτε εποιήθη, αλλά εγεννήθη από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων και είναι «ομοούσιος» του Πατρός Του.
Στο σημείο αυτό θα λέγαμε πως συνοψίζεται η Ορθόδοξος διδασκαλία περί της Θεότητος του Χριστού.
«Δι’ ου τα πάντα εγένετο».
Το άρθρο εδώ μας λέγει ότι δια μέσου του Υιού εγένοντο τα πάντα και μας υπενθυμίζει τούς λόγους του Ευαγγελίου: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. α , 1), καθώς επίσης και τη φράση «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιω. α , 3).
Συνεπώς λοιπόν, ο Υιός είναι Θεός που συμμετείχε στην Δημιουργία του κόσμου, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα.
Με άλλα λόγια, ο κόσμος δημιουργήθηκε και πλάστηκε «εκ του Πατρός, δια του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι».
Και φυσικά, ο Θεός αυτός Λόγος, που αναφέρεται και στο ιερό Ευαγγέλιο, ως γνωστόν, είναι το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος έλαβε σάρκα, «ο Λόγος σαρξ εγένετο» και έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και την εξουσία του Διαβόλου.
Άρθρον 3ον
«Τον δι’ ημάς τούς ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα»
Το παρόν άρθρο αναφέρεται στο έργο του Χριστού, το οποίον επιτεύχθη με την ενανθρώπησή Του και που αποσκοπούσε εις την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Ο Χριστός από τούς ουρανούς οπού ευρίσκετο, ως Υιός και Λόγος του Θεού, εκατέβη εις την γη για να πραγματοποιήσει την σωτηρία του ανθρώπου, ο οποίος μετά την παρακοή των Πρωτοπλάστων είχε κυριευθεί από την αμαρτία και τον θάνατο.
Η ενσάρκωσις του Θεού Λογου επραγματοποιήθει με την Χάρη και την υπερφυσική επέμβαση του Παναγίου Πνεύματος στο πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας, από την οποία και γεννάται ο Θεάνθρωπος Ιησούς, ως ο Λυτρωτής και ο Μεσσίας στην ιστορία της ανθρωπότητος.
«Τον δι’ ημάς τούς ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν».
Ο άνθρωπος μετά την πτώση του, έχασε τον Παράδεισο και όλα τα αγαθά που απολάμβανε σ’ αυτόν, μαζί με τα δώρα της λεγομένης αρχέγονης δικαιοσύνης, ήτοι: αθωότητα, ακακία, αμεριμνισία, αθανασία, αφθαρσία κλπ.
Η αμαρτία που εισήλθε στην ζωη του έφθειρε την ανθρωπίνη του φύση και αποτελούσε μία μόνιμη απειλή πνευματικού θανάτου, μακριά από τον Θεο.
Για τον λόγο αυτό, για να γλιτώσει ο άνθρωπος από την αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο που τον απειλούσε, ήρθε ο Θεός στην γη, για να σώσει το πλάσμα Του και να το ξαναφέρει κοντα Του.
«Κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου».
Ο Υιός και Λογος του Θεού εκατέβη από τον ουρανό και ήλθε να κατοικήσει εις την γη! «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». (Ιω. α , 14)
Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως έλαβε χώρα με την επέμβαση του Αγίου Πνεύματος, εις την Παρθένο Μαρία. Ο Θεός δηλαδή, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο κατεδέχθει (!) να κατέβει εις την γη και να χωρέσει, Αυτός, ο αχώρητος, εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου Μαρίας!
Εδώ παρατηρούμε ότι, η φθαρτη ανθρωπίνη φύσις, η οποία ευρίσκετο εις πτώσιν, έπρεπε να συμβάλλει και η ίδια στην σωτηρία της.
Γι’ αυτό προσφέρει την σεμνή και ταπεινή και άσπιλη κόρη της Ναζαρέτ, η οποία θα εδάνειζε στον Θεο την σάρκα της, για να μπορέσει να έλθει ως άνθρωπος στην γη!
«Και ενανθρωπήσαντα».
Η Θεία ενανθρώπησις είναι γεγονός πραγματικό, αδιαμφισβήτητο και ιστορικό.
Ο Λόγος του Θεού γίνεται άνθρωπος, λαμβάνει σάρκα και οστά. Στο πρόσωπό Του ενώθησαν δύο πλήρεις φύσεις, η θεία φύσις και η ανθρωπίνη φύσις.
Η ένωσις αυτή των δύο φύσεων του Χριστού, ονομάζεται υποστατική ένωσις και εγένετο «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». (Δ Οἰκουμενική Σύνοδος)
Έχοντας ο Χριστός δύο φύσεις, θεία και ανθρωπίνη, έχει και δύο φυσικές θελήσεις, καθώς και δύο φυσικές ενέργειες, την θεία και την ανθρωπίνη.
Η υποστατική ένωσις των δύο φύσεων είναι ακόμη ένα μυστήριο της Πιστεως μας, που το πτωχό και αδύνατο μπροστά στα μεγαλεία του Θεού μυαλό μας, δεν μπορεί να αντιληφθεί και να συλλάβει, αλλά ούτε και να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο έγινε η ένωσις αυτή.
Οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας ανέπτυξαν θεολογικά όλα αυτά και πολλά περισσότερα και εμείς οι μικροί και ταπεινοί, αυτούς μελετούμε, ακολουθούμε και εμπιστευόμεθα.
Άρθρον 4ον
«Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα»
Στο άρθρο αυτό περιγράφεται το Πάθος και η Ταφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
«Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου».
Ο Θεός τόσο πολύ ηγάπησε το πλάσμα Του, ώστε προσέφερε τον Υιόν Του τον μονογενή θυσία, προς «εξιλέωσιν» και σωτηρίαν των αμαρτωλών ανθρώπων.
Ο Χριστός επάνω στον Σταυρόν υπήρξε συγχρόνως θύτης και θύμα. Ο ίδιος δεν έφταιξε σε τίποτα, προσέφερε όμως από αγάπη για τον άνθρωπο τον εαυτό Του θυσία, για να εξαγοράσει με το αίμα Του, την λύτρωση του ανθρώπου από την φθορά και τον θάνατο.
Η Σταύρωσίς Του έγινε σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο κατά την οποία ηγεμόνας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξε ο Ποντιος Πιλάτος.
Ο Πιλάτος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μία τραγική φιγούρα, η οποία εάν και πεπεισμένη για την αθωότητα του Ιησού, «ουδέν ευρίσκω αίτιον εν τω ανθρώπω τούτω» (Λουκ. κγ , 4), παρά ταύτα νίπτει απλώς τας χείρας του και Τον παραδίδει στον φθονερό όχλο των Εβραίων, που ζητούσαν την Σταύρωσή Του, επειδή δεν ήθελε να στερηθεί, ως κενόδοξος, την φιλία του Καίσαρος!
«Και παθόντα και ταφέντα».
Το Πάθος του Κυρίου ήταν Πάθος πραγματικό και υπαρκτό. Φυσικά δεν έπαθε η Θεία Του Φυσις, η οποία ήταν άφθαρτος και απαθής, αλλά η Ανθρωπίνη η οποία υπόκειτο στούς φυσικούς νόμους, ήταν δηλαδή τρεπτή, παθητή και αλλοιωτή.
Ο θάνατος του Ιησού επάνω στον Σταυρό, χάρισε στον άνθρωπο την λύτρωση και την σωτηρία, έχοντας σαν αποτέλεσμα την κατάργηση του θανάτου.
Ο θάνατος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, εθανάτωσε τον θάνατο! «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει η Εκκλησία μας. Ο εχθρός συντρίβεται και το πλάσμα του Θεού, ο άνθρωπος, με άπειρη ευγνωμοσύνη συναντά ξανά τον Δημιουργό του!
Τον Σταυρικό θάνατο, ακολούθησε η Ταφή.
Το Σώμα του Ιησού ενταφιάσθηκε σε καινό μνημείο, όπου έμεινε τρεις ημέρες και τρεις νύκτες.
Μετά τον χωρισμό της ψυχής εκ του Σώματος, το Σώμα δεν εγνώρισε φθορά, διότι η Θεότητα δεν το εγκατέλειψε λόγω της ενώσεως των δύο Φύυσεων στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, όπως ήδη ετονίσθη, η οποία ένωσις είναι αδιάσπαστος.
Άρθρον 5ον
«
Όπως πολύ καλά όλοι μας γνωρίζουμε, για την Ορθόδοξη Εκκλησία η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις, αποτελούν την γνήσια και αυθεντική μορφή της υπάρξεώς της.
Πάνω στους δύο αυτούς στύλους, την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, στηρίζεται και εκφράζεται ολόκληρος η Πίστις και η αυτοσυνειδησία της.
Ακριβώς αυτόν τον αυθεντικό και αλάθητο λόγο των Γραφών επικαλείται το παρόν άρθρο και διακηρύττει περίτρανα την Ανάσταση του Σταυρωθέντος Χριστού.
Η Ανάστασις του Κυρίου αποτελεί την πιστοποίησιν της Θεότητος και της Παντοδυναμίας Του.
Στο αφθαρτοποιημένο πλέον, Σώμα του Χριστού, η φθορά του θανάτου παύει να έχει ισχύ και ο θάνατος που τόσους αιώνες τυραννούσε το πλάσμα του Θεού, καταντροπιάζεται!
Το δόγμα της Αναστάσεως ξεπερνά την φυσική διάνοια του ανθρώπου. Σε αυτό το δόγμα, ο άνθρωπος ξαναβρίσκει το νόημα της υπάρξεώς του και ο κόσμος όλος ανακαινίζεται! Όλα ανακαινίζονται, όλα ζωογονούνται!
Ο Ιησούς Χριστός θριαμβεύει επί του θανάτου απελευθερώνοντας τον άνθρωπο από τα δεσμά της αμαρτίας, προσφέροντάς του την Βασιλεία των Ουρανών στην αιωνιότητα μαζί Του!
Άρθρον 6ον
«
Μετά την Ανάστασή Του ο Κύριος και αφού παρέμεινε για σαράντα ακόμη ημέρες κοντά στους μαθητές Του, προς ενίσχυση και στερέωσή τους, έως ότου πέμπψει το Πνεύμα το Άγιον να τούς καθοδηγεί, «Ανελήφθει εις τούς ουρανούς» απ’ όπου είχε έλθει και κατέλθει.
Μόλις ο Θεός Λόγος περάτωσε την αποστολή που του είχε αναθέσει ο Πατήρ, για την σωτηρία του ανθρώπου, δεν υπήρχε πια λόγος να παρατείνει την παρουσία Του στον κόσμο και επέστρεψε εις τούς κόλπους του Πατρός.
Το Σύμβολο στο σημείο αυτό, χρησιμοποιεί γλώσσα ανθρωπομορφική.
Παρουσιάζεται ο Υιός να κάθεται σε θρόνο «εκ δεξιών του Πατρός», δηλώνοντας έτσι ισότιμη δόξα και εξουσία.
Με την επαναφορά του Υιού στους Πατρικούς κόλπους, φανερώνεται πλέον όλη η δόξα Του, που προαιωνίως μεν είχε, έπρεπε όμως να την κρατά κρυφή από τούς ανθρώπους κατά την σωτήρια δράση Του στην γη.
Επανέρχεται λοιπόν σε αυτό που ήταν πριν την ενανθρώπησίν Του, με μία όμως διαφορά πλέον. Την Υπόσταση και την Θεότητά Του, συνοδεύει τώρα η θεωμένη ανθρωπίνη φύσις Του, η οποία δεν θα πάψει ούτως να υπάρχει εις τους αιώνας των αιώνων.
Με άλλα λόγια πιο απλά, η Υπόστασις του Θεού Λόγου φέρει ενωμένη μαζί Της την θεωμένη ανθρωπίνη φύση μας. Αυτήν δηλαδή, την ανθρώπινη φύση μας, που έκανε και δική Του ο Ιησούς Χριστός, με την θεία Του ενανθρώπηση.
Συνεπώς μετά την Ανάληψη του Κυρίου μας, στην Αγία Τριάδα υπάρχει πλέον ο Πατήρ, ο Υιός μαζί με την ανθρωπότητά Του, την θεωμένη δηλαδή ανθρώπινη φύση Του και το Άγιον Πνεύμα!
Άρθρον 7ον
«Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης».
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αναμένεται να έρθει για δεύτερη φορά στην γη όχι όμως ως ταπεινός και καταφρονεμένος, όπως παρουσιάστηκε στην πρώτη Του έλευση, αλλά ως ένδοξος Βασιλεύς, «μετά δόξης» και δίκαιος Κριτής, ενώ «χίλιαι χιλιάδες και μύριαι μυριάδες άγγελοι» θα είναι δίπλα Του μετά δόξης μεγάλης και θα Τον υπηρετούν.
Το Ιερό Ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει πως ο ερχομός του Χριστού για δεύτερη φορά στην γη, η Δευτέρα Παρουσία Του δηλαδή, θα γίνει αντιληπτή απ ὅλους τους ανθρώπους της γης. «Ώσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου» (Ματθ. κδ , 27).
Σύμφωνα με τις Ιερές Γραφές η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα αποτελέσει και θα συντελέσει το Τέλος του παρόντος κόσμου. Ο υλικός αυτός κόσμος θα πάψει να έχει την ισχύουσα μορφή.
Αυτό διακηρύττει και ο μεγάλος Απόστολος των Εθνών Παύλος εις την προς Κορινθίους Επιστολή του:
«Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. ζ , 31).
Θα προσλάβει δε ο κόσμος ένα καινούριο σχήμα, θα υποστεί μία καθολική ανακαίνιση και θα μετατραπούν όλα σύμφωνα και με την Αποκάλυψη, εις «καινούς ουρανούς και καινή γη» (Αποκ. κα , 1).
Πότε όμως θα συμβούν αυτά;
Όλα αυτά θα συμβούν εφόσον προηγηθούν κάποια Σημεία των Καιρών, ως προάγγελοι της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, που ο ίδιος ο Κυριος μας, μας απεκάλυψε και που επιγραμματικά μόνον εδώ θα αναφέρουμε.
Αυτά είναι: Ο ερχομός του Αντιχρίστου ως οργάνου του Σατανά, η ανακήρυξίς του ως Παγκοσμίου βασιλέως-πλανητάρχη, το κτίσιμο του Ναού του Σολομώντος από τον ίδιο, η θεοποίησις του προσώπου του ως επί Ναβοχουδονόσορος σε χειρότερη έκδοση και οι διωγμοί που θα κινήσει εναντίον της Εκκλησίας του Θεού.
Λίγο πριν η λίγο μετά την εμφάνιση-φανέρωση του Αντιχρίστου θα εμφανιστούν οι δύο Μάρτυρες και Προφήτες του Θεού, προς ενίσχυση, ενδυνάμωση και πληροφόρηση των πιστών ότι έρχεται η Συντέλεια, τούς οποίους τελικά Μάρτυρες, μετά από 3,5 χρόνια κηρύγματος, κατά παραχώρηση του Θεού θα θανατώσει ο ίδιος ο Αντίχριστος.
Κατά την περίοδο αυτή η Εκκλησία του Χριστού θα αναδείξει τούς πιο λαμπρούς και ένδοξους Μάρτυρες που πέρασαν ποτέ από την Οικουμένη.
Επίσης θα έχει προηγηθεί η κήρυξις του Ευαγγελίου σε ολόκληρη τη γη, ως μαρτυρία σε όλα τα έθνη και για να είναι οι πάντες αναπολόγητοι, θα έλθει η μεγάλη και πλήρης αποστασία των ανθρώπων από τον Θεόν αλλά και μεταξύ τους, η ανηθικότητα θα κυριαρχεί παντού, καθώς και η αναισχυντία, θα σημειωθεί μεγάλη αύξησις των διαφόρων πλάνων και ψευδοπροφητών, θα λαμβάνουν χώρα φοβεροί πόλεμοι, θα αλλοιώνεται η όψις της φύσεως από τούς σεισμούς, τις πλημμύρες και όλες γενικά τις θεομηνίες που θα γίνονται σε βαθμό και μέγεθος που δεν θα έχει προηγούμενο και άλλα πολλά.
Όταν όλα αυτά αρχίσουν να συμβαίνουν σιγά σιγά,το ένα μετά το άλλο, τότε οι πιστοί πρέπει να αφυπνιστούν και να εννοήσουν, πως η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία είναι πλέον πολύ κοντά, «επί θύραις», φροντίζοντας με επιμέλεια (όπως άλλωστε έχουν χρέος να κάνουν πάντοτε), να ετοιμαστούν για την υποδοχή της.
«Κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα αρχίσει και η διαδικασία της Κρίσεως.
Ο Θεός θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους που έζησαν από την αρχή του κόσμου έως και την ημέρα της Συντελείας.
Όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι θα λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους πάνω στη γη και βάση αυτών θα κριθούν από τον Δικαιοκρίτη Κύριο.
Την Κρίση θα υποστούν όχι μόνον οι νεκροί αλλά και οι ζώντες, δηλαδή όσοι θα είναι εν ζωή κατά τον ερχομό του Κυρίου για δεύτερη φορά.
Επειδή όμως όλο το ανθρώπινο γένος πρέπει να υποστεί τη διαδικασία του θανάτου σύμφωνα με το παράδειγμα του Αρχηγού της Ζωής που κατέβηκε στον Άδη και καταπάτησε τον θάνατο, γι’ αυτό και οι ζώντες κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα υποστούν ακαριαίο θάνατο, «εν ριπή οφθαλμού» και αμέσως θα αναστηθούν λαμβάνοντας άφθαρτο σώμα, για να πραγματοποιηθεί η τελική Κρίσις.
Αλλά, γιατί λέμε Τελική Κρίσις;
Επειδή οι νεκροί προγεύονται τα υποσχόμενα σ’ αυτούς αγαθά, όσοι φυσικά ανήκουν στον Παράδεισο, η τα μελλούμενα βάσανα, όσοι ανήκουν στην Κόλαση.
Μόλις η ψυχή αποχωριστεί από το γήϊνο σώμα περνάει στη λεγομένη «Μέση Κατάσταση» των ψυχών, όπου γίνεται κάποια «μερική κρίσις» της ψυχής από τον Θεόν και προγεύεται μέρος της δόξας η των κολαστηρίων, σύμφωνα με αυτά που έχει διαπράξει κατά τον επίγειο βίο της και σύμφωνα με την αγάπη που είχε στον Θεὀν και στον συνάνθρωπό της.
Η Τελική Κρίσις και η ολοκληρωτική απόλαυσις των αγαθών, η η καταδίκη και ο πνευματικός θάνατος μιας ψυχής, θα σημειωθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία και την Συντέλεια του κόσμου.
Βλέπετε θείο Μεγαλείο, θεία Παρόνοια και Σοφία;
Ο Φιλάγαθος Θεός δεν επιτρέπει στούς Δικαίους που απεβίωσαν να απολαύσουν ολοκληρωτικά και να μετέχουν της θείας δόξης που τούς αναλογεί, αλλά όρισε αυτό να γίνει όταν πια δεν θα υπάρχει επίγειος κόσμος και όλες οι ψυχές των Δικαίων και Αγίων ανθρώπων θα συναντηθούν με τούς απ’ αιώνων κοιμηθέντες αδελφούς τους, ώστε όλοι μαζί να χαίρονται και να συμμετέχουν το ίδιο, στη χαρά που τούς υποσχέθηκε ο Θεός και μαζί να απολαμβάνουν τη μετοχή τους στη Θεία Δόξα.
Θαυμάστε Δικαιοσύνη!
Ο Θεός τη μεγάλη χαρά του Παραδείσου θέλει οι άγιοί Του από κοινού να αρχίσουν να την γεύονται!
Στούς ήδη νεκρούς, μόνο μία «πρόγευση μικρή» σημειώνεται.
Φυσικά ο νους μας αδυνατεί να συλλάβει αυτά τα νοήματα που ούτε ο Απόστολος μπόρεσε να εκφράσει μετά την αρπαγή του στούς ουρανούς. Το βέβαιο είναι πως το Δόγμα της Πίστεώς μας περί Παραδείσου και Κολάσεως είναι αληθέστατο και ας ευχηθούμε να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο στον καθένα μας, που θα μας οδηγήσει σε μετάνοια και επιστροφή στο Θεόν, όσο ακόμη βρισκόμαστε εν ζωή, γιατί ως γνωστόν, «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια» και εκεί θα είναι πλέον πολύ αργά.
«Ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος».
Ο Θεός είναι αιώνιος και από αυτήν την αιωνιότητα θα τροφοδοτείται ο κόσμος μετά την Δευτέρα Παρουσία, ήτοι οι δίκαιοι αιώνια θα απολαμβάνουν τον Παράδεισο κοντά στο Θεό και τούς αγγέλλους και οι αμαρτωλοί αιώνια θα τιμωρούνται στην κόλαση μαζί με τα ακάθαρτα πνεύματα και τον αρχηγό τους τον Διάβολο.
Κάποιοι -μέχρι και σήμερα, κυρίως σήμερα- αδυνατούν να παραδεχθούν αυτήν την αδιάψευστη αλήθεια της Γραφής και φτιάχνουν μία θεωρία στα μέτρα τα δικά τους, σύμφωνα με την οποία, επειδή ο Θεός είναι Θεός της αγάπης, θα επιτρέψει μεν να κολαστούν οι αμαρτωλοί, αλλά μόνον για κάποιο διάστημα και για παιδαγωγικούς λόγους. Όταν δε υποστούν την τιμωρία, τότε θα έχουν καθαρθεί και ο Θεός θα τούς βάλει στον Παράδεισο μαζί με τούς δαίμονες που επίσης θα έχουν καθαρθεί και έτσι δεν θα υπάρχει πλέον η κόλαση, αλλά όλοι θα ζουν στον Παράδεισο.
Αυτή η θεωρία περί αποκαταστάσεως των πάντων -έτσι ονομάζεται- όσο ελκυστική και να είναι για όλους μας, έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία, κυρίως με την Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, το 531 μ.Χ., ως πλάνη και όλοι οι εκφραστές της ως αιρετικοί.
Η αλήθεια του Ευαγγελίου ξεκάθαρα ομολογεί πως στην άλλη ζωή, δεν υπάρχει τέλος, «ουκ έσται τέλος» είτε πρόκειται για την Βασιλεία των Ουρανών, τον Παράδεισον, είτε για την Κόλαση.
Καλά θα κάνουμε λοιπόν να την ασπαστούμε όλοι μας, γιατί η αναφορά μας σε άλλου είδους θεωρίες που ικανοποιούν τα πάθη μας και τις εγωϊστικές φιλοδοξίες μας, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον πνευματικό θάνατο και την αιώνια κόλαση.
Άρθρον 8ον
«Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών»
Εις το σημείο αυτό, η Πίστις της Εκκλησίας μας αναφέρεται στο τρίτο Πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητος, στο Άγιον Πνεύμα.
«Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν».
Το Πνεύμα είναι άγιον. Η αγιότητα είναι κορυφαία και κυριολεκτική ιδιότητα του Θεού και συνεπώς το Πνεύμα ως Άγιον είναι ομοούσιον με τον Πατέρα. Ως ομοούσιον δε, το Πνεύμα είναι τέλειος Θεός.
Η Θεότητα του Αγίου Πνεύματος θεσπίζεται από την Β’ Οικουμενική Συνοδο το 381 μ.Χ. στην Κων/πολη και απορρίπτει την κακοδοξία του Πνευματομάχου Μακεδονίου -Πατριάρχου Κων/λεως- ο οποίος υποστήριζε πως το Άγιον Πνεύμα είναι κτίσμα του Πατρός και αρνείτο τη θεότητά Του. (Όπως ακριβώς έπραξε νωρίτερα και ο Άρειος για το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος).
Με την ιδιότητα της αγιότητος, το Πνεύμα αγιάζει με τη χάρη του όλα τα όντα. Είναι αυτό που ζωοποιεί και αναζωογονεί τα πάντα. Με άλλα λόγια, η φυσική και η πνευματική ύπαρξη, με το Πνεύμα το Άγιον τελειώνονται.
Η αγιαστική χάρις του Πνεύματος, συγκροτεί και συγκρατεί την αγιότητα του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, αγιάζοντας τούς πιστούς και την συμμετοχή τους στα Μυστήρια. Είναι δηλαδή η χάρις του Πνεύματος που αγιάζει την μυστηριακή λειτουργική ζωή της εκκλησίας, καθώς και την συμμετοχή των πιστών σε αυτήν.
Το Πνεύμα ως Θεός είναι «Κύριον και ζωοποιόν».
Φανερώνεται και πάλι η ταυτότητα ουσίας του Πνεύματος με τα έτερα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τον Πατέρα και τον Υιόν.
Πιο πάνω το Σύμβολο παραδέχεται πίστη «εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν». Είναι λοιπόν ολοφάνερη η ισοτιμία του Πνεύματος προς τον Υιόν και τον Πατέρα.
Αξιοθαύμαστοι ύμνοι της Εκκλησίας μας που ψάλλονται στον όρθρο κάθε Κυριακή, εκφράζουν πολύ χαρακτηριστικά την αρμονία αυτή στις σχέσεις των τριών Προσώπων καθώς και την ισοτιμία τους: «Αγίω Πνεύματι, τιμή και δόξα, ώσπερ Πατρί, άμα και Υιώ∙ δια τούτο άσωμεν τη Τριάδι μονοκρατορία».
Δηλαδή: Στο Άγιο Πνεύμα αρμόζει τιμή και δόξα, όπως αρμόζει στον Πατέρα και τον Υιόν. Γι’ αυτό ας υμνήσουμε το ένα και μοναδικό κράτος της Αγίας Τριάδος.
Και∙ «Αγίω Πνεύματι, το βασιλεύειν πέλει, το αγιάζειν, το κινείν την κτίσιν∙ Θεός γαρ εστιν, ομοούσιος Πατρί και Λογω».
Δηλαδή: Στο Άγιο Πνεύμα υπάρχει η δύναμη να βασιλεύει, να αγιάζει και να θέτει σε κίνηση την κτίση. Και αυτό, γιατί είναι τέλειος Θεός, ομοούσιος με τον Υιὀν και τον Πατέρα. (Αναβαθμοί Α και Β’ Ήχου).
«Το εκ του Πατρός εκπορευόμενον».
Το υποστατικό ιδίωμα του Πνεύματος, είναι η εκπόρευσις. Το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Η εκπόρευσις αυτή εκφράζει απλώς τον τρόπο, δηλαδή το πως της υπάρξεως του Παναγίου Πνεύματος και παραμένει για τον ανθρώπινο νου υπόθεση το ίδιο ανεξιχνίαστη και μυστηριώδης, όσο και η Γέννησις του Υιού από τον Πατέρα, αλλά και γενικότερα το όλον Μυστήριον της «υπάρξεως» της Αγίας Τριάδος.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται αϊδίως μόνον εκ του Πατρός και αποστέλλεται στον κόσμο δια μέσου του Υιού. Την αλήθεια αυτή την συναντά κανείς και στο Ιερό Ευαγγέλιο: «Όταν έλθει ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιω. ιε , 26). Στο χωρίο αυτό -το κλασσικό της Αγίας Γραφής για την ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος- γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος μόνον εκ του Πατρός και της εν χρόνω αποστολής Του από τον Υιόν.
«Το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον».
Τα τρία Πρόσωπα, συμπροσκυνούνται και συνδοξάζονται από την Εκκλησία και τους πιστούς, ως ισότιμα και ομοούσια. Το ότι ο Πατήρ είναι Γεννήτωρ του Υιού και Προβολεύς του Πνεύματος, δεν σημαίνει πως είναι ανώτερος αυτών. Ούτε πάλι, επειδή ο Υιός και το Πνεύμα προέρχονται από τον Πατέρα σημαίνει ότι είναι κατώτερα Πρόσωπα και υποτάσσονται σ’ Αυτόν. Στον Τριαδικό Θεο υπάρχει ισοτιμία προσώπων απόλυτη, η οποία οδηγεί σε συνδοξασία και συμπροσκύνηση.
«Το λαλήσαν δια των προφητών».
Το Πνεύμα είναι αυτό που φωτίζει τον ανθρώπινο νου ώστε να αντιλαμβάνεται τα κεκρυμμένα μυστήρια και να προλέγει τα μέλλοντα προς όφελος και σωτηρία των πιστών.
Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής εκδηλώθηκε φανερά η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, εν είδει πυρίνων γλωσσών, στούς Αποστόλους που ήσαν συγκεντρωμένοι και άρχισαν να ομιλούν στα πλήθη που ευρίσκοντο στα Ιεροσόλυμα για την εορτή της Ιουδαϊκής Πεντηκοστής.
Αλλά και παλαιότερα στην Παλαιά Διαθήκη, το ίδιο αυτό Πνεύμα ομιλούσε δια στόματος των Προφητών, προετοιμάζοντας και καθοδηγώντας τον κόσμο για την υποδοχή του Μεσσία και Σωτήρα Ιησού Χριστού.
Άρθρον 9ον
«Εις μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν»
Ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει, συναθροίζω (εκ του εκκαλώ).
Η Εκκλησία αποτελεί μία πνευματική σύναξη και κοινωνία. Με την ενσωμάτωσή τους σ’ αυτήν οι πιστοί τρέφονται πνευματικά και συνδέονται με την αόρατη κεφαλή της, το Χριστό, αλλά και μεταξύ τους, δια αγάπης και πίστεως.
Η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός, επειδή ο ιδρυτής της είναι Θεάνθρωπος. Υπάρχουν δηλαδή δύο αλληλένδητα στοιχεία, το θείο και το ανθρώπινο και άνευ του ενός δεν μπορεί να υπάρξει το άλλο.
Ο Χριστός ίδρυσε μία κοινωνία πραγματική, αποτελούμενη από ανθρώπους έχοντες την ίδια πίστη, την ίδια ελπίδα, τον ίδιο σκοπό, με κοινό τόπο προσέλευσης προς πραγματοποίησιν της λατρείας του Θεού και με συγκεκριμένο τρόπο και παρέθεσε όλα τα μέσα που οδηγούν τον άνθρωπο στην σωτηρία.
Η Εκκλησία που έχει για Κεφαλή Της τον Ιησού Χριστό, φέρει δύο όψεις. Την αόρατη (θριαμβεύουσα εκκλησία) που δεν υποπίπτει στην εξωτερική αίσθηση και αντίληψη του ανθρώπου και την ορατή (στρατευομένη εκκλησία) που είναι αισθητή και αντιληπτή από τον άνθρωπο.
Την αόρατη πλευρά της Εκκλησίας αποτελούν όλος ο πνευματικός αόρατος κόσμος (Άγγελοι) μαζί με όλους τους Αγίους και Δικαίους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που έχουν κοιμηθεί, αλλά που όμως, χάριτι Θεού, προγεύονται μέρος της θείας μακαριότητος, μεσιτεύουν και πρεσβεύουν στον Θεό δια των προσευχών τους, για την σωτηρία των ανθρώπων επί της γης και του κόσμου γενικώτερα.
Την ορατή πλευρά της Εκκλησίας αποτελούν τα μέλη της, που απαρτίζονται από τον κλήρο και το λαό, καθώς και η λατρεία, που λαμβάνει χώρα με μυστήρια και τελετές στις οποίες μετέχει αισθητά ο άνθρωπος.
Σημειώνεται εδώ, ότι μεταξύ θριαμβεύουσας και στρατευομένης Εκκλησίας υπάρχει δυνατός δεσμός και άρρηκτος σχέση, καθότι όχι μόνον ο αόρατος πνευματικός κόσμος βοηθά και ενισχύει τον ορατό με τις δεήσεις και τις προσευχές του, αλλά το ίδιο πράττει και η στρατευομένη του Χριστού Εκκλησία με τις προσευχές και τα μνημόσυνα που τελεί υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών της.
Είναι δε η Εκκλησία ως θεανθρώπινος οργανισμός, αιώνια και ακατάλυτη και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ’ ,18).
«Μίαν».
Ο ιδρυτής της, ο Χριστός, είναι ένας, δεν έχει πολλά σώματα και επομένως ΜΙΑ είναι και η Εκκλησία Του και όχι πολλές, (σύμφωνα με νεώτερες και σύγχρονες αντιλήψεις και θεωρίες, εν όψει του Οικουμενισμού, του Συγκρητισμού και της Πανθρησκείας).
Το φαινόμενο των πολλών εκκλησιών που εμφανίζεται σήμερα, οφείλεται στην αμαρτία του ανθρώπου που οδηγήθηκε μακριά από τον Θεόν, σκοτίστηκε ο νους του δια των πολλών συγκεχυμένων απόψεων, θεωριών και εννοιών που επικρατούν, με αποτέλεσμα να πλανηθεί και να δημιουργήσει πολλές «εκκλησίες» με πολλά δόγματα και πολλές ομολογίες καθόλα διάφορες από την Μια του Χριστού Εκκλησίαν, στην οποία Θεός και άνθρωπος μετέχουν σε μία κοινωνία αγάπης, ενότητος και αληθείας.
Αυτή η ενότητα φαίνεται στο δόγμα, το ήθος, τη λατρεία, την πίστη, την αλήθεια και την παράδοση.
Κέντρο δε της Θείας Λατρείας της Εκκλησίας είναι η τέλεσις της Θείας Λειτουργίας, όπου βιώνεται το όλο λυτρωτικό έργο της Σταυρικής θυσίας του Χριστού.
«Αγίαν».
Η Εκκλησία είναι Αγία καθότι Αγία είναι και η Κεφαλή της, ο Χριστός, καθώς Άγιο είναι και το Πνεύμα που την ζωοποιεί, όπως Αγία είναι και η χάρις του Θεού που την συγκροτεί. Επίσης άγιος είναι και ο σκοπός υπάρξεώς της, η αγιοποίησις δηλαδή των μελών της και η ένωσή τους με τον Θεό.
Όμως επειδή όπως είπαμε η στρατευομένη Εκκλησία εξελίσσεται στη γη, οπωσδήποτε ανάμεσα στα μέλη της (κλήρο και λαό), υπάρχουν πολλοί αδύναμοι και αμαρτωλοί, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο και θα εξακολουθούν να υπάρχουν και εδώ ακριβώς καθίσταται φανερός ο σκοπός υπάρξεως της Εκκλησίας, που αγκαλιάζει με αγάπη στους κόλπους της όλους όσους αποφασίζουν με έμπρακτη μετάνοια να επιστρέψουν κοντά στο Θεό, αγωνιζόμενοι με μεγαλυτέραν θέρμη και δύναμη.
Γι’ αυτό καλό είναι να μην σκανδαλιζόμαστε και ούτε να απιστούμε εύκολα, αλλά να κατανοούμε απόλυτα, ότι όλοι όσοι φέρουν ανθρώπινη σάρκα, έχουν πάθη και αδυναμίες πολλές και ως άνθρωποι όλοι περίκεινται ασθένειαν.
«Καθολικήν».
Η Εκκλησία είναι Καθολική, δηλαδή έχει όλη την Αλήθεια και οφείλει να εξαπλωθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, για να μην αποκλειστεί κανένα έθνος και κανένας λαός από την σωτηρία που οικονόμησε ο Θεός με τόση αγάπη για τον άνθρωπο.
«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη’, 19), είναι η εντολή από τον ίδιο τον Χριστό, προς συνάντηση του κόσμου που βρίσκεται μακριά από την αλήθεια.
Αυτά, ως προς την καθολικότητα της Εκκλησίας γεωγραφικά.
Όσον αφορά τον τρόπο υπάρξεως της Εκκλησίας καθολικά, παρατηρείται ταυτότητα και ενότητα στο ορθόδοξο πνεύμα και την Ορθόδοξη Παράδοση. Έτσι μπορεί να έχει ιδρυθεί μία εκκλησία στο πιο απόμακρο σημείο του πλανήτη και να υπάρχουν σ’ αυτή τα στοιχεία της εκκλησιαστικής ενότητας (δόγμα, πίστις, ήθος κλπ.).
Η διασπορά της Εκκλησίας μ’ άλλα λόγια, δεν μειώνει την ενότητά της, αλλά εκφράζει την Ορθοδοξία της. Περιττό δε να σημειωθεί, ότι μόνον η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι Καθολική και καμμία άλλη ψευτοεκκλησία επί της γης.
«Αποστολικήν».
Η Εκκλησία είναι Αποστολική, διότι ιδρύθηκε από τούς Αποστόλους που επέλεξε ο ίδιος ο Χριστός, ως συνεχιστές του έργου Του.
Οι Απόστολοι με τη σειρά τους εχειροτόνησαν και άλλους Επισκόπους για την συνέχιση του έργου τους κ.ο.κ.
Όπου υπάρχει αδιάκοπη διαδοχή των Αποστόλων, εκεί υπάρχει και η αληθινή Εκκλησία.
Η Αποστολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται όμως όχι μόνο με την Αποστολική Διαδοχή, αλλά και με την Αποστολική Διδαχή. Δηλαδή με ο,τι παρέλαβαν οι Άγιοι Απόστολοι από τον Κύριο και το παρέδωσαν στην Εκκλησία ως ιερά παρακαταθήκη πίστεως, χωρίς αυτό να νοθευτεί από αιρετικές κακοδοξίες και διαστροφές.
Ο, τι έρχεται σε αντίθεση και σύγκρουση με την Αποστολική Διδασκαλία, θεωρείται και είναι επικίνδυνο, κακόδοξο, απορριπτέο και δεν εκφράζει την Αλήθεια της Εκκλησίας.
Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε πως η Αποστολική Διαδοχή και Διδαχή αποτελεί το βασικό κριτήριο γνησιότητος της Εκκλησίας
Άρθρον 10ον
«Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών»
Λέγει το Άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον: «Εάν μη τις γεννηθεί άνωθεν εξ ύδατος και πνεύματος ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. γ’, 3).
Τα λόγια αυτά που ο ίδιος ο Κύριος μας εξέφρασε, φανερώνουν την αναγκαιότητα του βαπτίσματος για την σωτηρία του ανθρώπου. Η πραγματικότητα αυτή καθιστά το Βάπτισμα κορυφαίο Μυστήριο, το οποίο ανοίγει την θύρα που θα εισαγάγει τον άνθρωπο στην Ουράνια Βασιλεία.
Είναι Μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο που συντελείται μία και μόνη φορά.
Τελείται εις το Όνομα της Αγίας Τριάδος δια τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως σε αγιασμένο ύδωρ και όχι δια τριπλής επιχύσεως ύδατος στην κεφαλή και το σώμα του βαπτιζομένου.
Η τριπλή κατάδυσις και ανάδυσις συμβολίζει την τριήμερη ταφή και την έγερση του Κυρίου μας.
Όπως δηλαδή ο Χριστός ενταφιάστηκε σε μνήμα και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε, έτσι και ο άνθρωπος με την κατάδυση στο ύδωρ συνθαπτόμενος μυστικά με τον Χριστό, θάπτει την φθαρτή και αμαρτωλή του φύση και δια της αναδύσεως, οφείλει πλέον να ακολουθεί μία νέα ζωή, εν Χριστώ, ανακαινισμένη και άφθαρτη. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε αλληλούϊα», ψάλλει η Εκκλησία μας.
Να σημειωθεί ακόμη, πως δια της καταδύσεως στο αγιασμένο ύδωρ ο άνθρωπος απαλλάσσεται από όλες τις προσωπικές του αμαρτίες, αλλά και από το προπατορικό αμάρτημα (τα αποτελέσματα δηλαδή του προπατορικού αμαρτήματος), που κληροδοτείται σε όλους τούς ανθρώπους και απαλλαγμένος πλέον βιώνει την πνευματική του αναγέννηση κοντά στον Χριστό.
Για την εγκυρότητα δε του μυστηρίου θεωρείται και είναι απαραίτητη και αναγκαία η κατάδυση (κατά το κοινώς λεγόμενον «βουτιά») και όχι απλώς ο «ραντισμός», όπως ισχύει στούς αιρετικούς Παπικούς.
Με το άγιο Βάπτισμα συνδέεται και το Μυστήριο του Χρίσματος.
Το Χρίσμα τελείται μετά το Μυστήριο του Βαπτίσματος και σφραγίζει τη νέα ζωή του βαπτισθέντος με τα χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος.
Ορατό σημείο του Μυστηρίου είναι η χρίσις των μελών του σώματος του βαπτισθέντος με Άγιο Μύρο, δια του Σημείου του Σταυρού και κάθε χρίσις ακολουθείται από τα λόγια του ιερέως: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Αμήν».
Ας σημειωθεί επεξηγηματικά, ότι τα συστατικά του Αγίου Μύρου αποτελούνται από μίγμα ελαίου και σαράντα άλλων αρωματικών ουσιών που συμβολίζουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Άρθρον 11ον
«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών»
Η όλη ουσία της Πίστεώς μας, ο σκοπός της υπάρξεως και της ζωής μας, η αυτοσυνειδησία μας ολόκληρη, σε αυτήν την προσδοκία οφείλονται, στην ανάσταση των νεκρών, διότι μόνο τότε θα είμαστε μαζί με τον Χριστό διαρκώς ενωμένοι και αχώριστοι, μετά την ανάσταση των νεκρών.
Η ανάστασις των νεκρών ταυτίζεται με την Ανάσταση του Χριστού και σημαίνει το τέλος του παρόντος κόσμου όπως τον γνωρίζουμε σήμερα και την αρχή μιας καινούριας ζωής.
Η Ανάστασις αναφέρεται στα νεκρά σώματα των ανθρώπων και όχι στις ψυχές, που άλλωστε είναι πλασμένες να είναι αθάνατες από τον Δημιουργό.
Το σώμα όμως φθείρεται και κάποτε πεθαίνει. Μέλλει όμως το ίδιο σώμα να αναστηθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία και την Συντέλεια του Κόσμου, όχι βέβαια με την μορφή την σαρκική που γνωρίζουμε, αλλά θα είναι ένα νέο σώμα άϋλο και άφθαρτο, το οποίο θα ενωθεί με την ψυχή που είχε στη γη, για να βιώσουν μαζί (αναστημένο σώμα και ψυχή) την νέα εν Χριστώ καινή πραγματικότητα.
Τα νέα σώματα δεν θα υπόκεινται στους γνωστούς νόμους της βαρύτητος που ισχύουν σήμερα και δεν θα έχουν την ανάγκη της διατροφής, της αναπαύσεως, του ύπνου κλπ., αλλά θα είναι εντελώς απαλλαγμένα από κάθε γνωστή υλική ανάγκη που ισχύει μέχρι σήμερα.
Τα μεν αναστημένα σώματα των δικαίων θα είναι εύμορφα και λαμπερά, ως απόδειξη αγιότητος και συμμετοχής τους στην κοινωνία του Θεού όσο ήταν εν ζωή, των δε αμαρτωλών και αδίκων αντίθετα, θα είναι σκοτεινά και απαίσια, αναλόγως του βαθμού της αμαρτίας που ακολουθούσαν όσο ήταν στη ζωή, μακριά από τον δρόμο και τις εντολές του Θεού.
Αυτές οι αλήθειες, που σε μερικούς φαίνονται παραμύθια και ανοησίες ίσως -και είναι γεγονός πως κάθε σκεπτόμενος νους υλιστικά με βάση τούς κανόνες της κοινής και μόνον λογικής, η οποία αποδεικνύει πάντοτε το κάθε συμβάν με ακλόνητα επιχειρήματα, αδυνατεί να συλλάβει τις θείες αποκαλύψεις- αυτές οι αλήθειες, λοιπόν είναι αδύνατον να γίνουν αποδεκτές από ανθρώπους που στερούνται πίστεως, αγαθής προαιρέσεως και πνευματικής παιδείας και κατάρτισης.
Το Δόγμα της Αναστάσεως ξεπερνά τον πεπερασμένο σε λογική και γνώση νου του ανθρώπου. Πρέπει κανείς να αφήσει στην ψυχή του τον Θεόν να του μιλήσει και να θελήσει να ακούσει αυτά που θα του πει, για να μπορέσει να καταλάβει και την Ανάσταση που είναι η κορύφωση της Ορθοδόξου Πίστεως.
Για όλους τούς Ορθοδόξους ισχύει οπωσδήποτε το ευαγγελικό: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α Κορ. ιε , 14)
Η Ανάστασις του Χριστού νίκησε και κατήργησε τον θάνατο∙ «θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει η Εκκλησία.
Αυτό που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να έχει αιώνια ζωή είναι το εξής απλό. Να αγαπήσει τον Θεο και τον πλησίον του πραγματικά και με όλη την δύναμη της ψυχής του.
«Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. αύτη πρώτη εντολή. και δευτέρα ομοία, αύτη∙ αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν. μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι». (Μαρκ. ιβ , 30-31)
Μόνο τότε θα μπορέσει να υπακούσει τις εντολές Του, να ακολουθήσει την οδό Του και να εισέλθει «εις την χαράν του Κυρίου Του».
Άρθρον 12ον
«Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν»
«Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου». (Ματθ. κε , 14)
Αυτό θα είναι το κάλεσμα του Χριστού την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας και της Κρίσεως σε όλους όσους τον αγάπησαν και βίωσαν τον Νόμο Του.
Η μεγάλη απορία όλων μας, αναφέρεται στο είδος της μέλλουσας ζωής. Πως ακριβώς θα είναι δηλαδή αυτή η καινούρια ζωή που θα βιώσει ο άνθρωπος μετά την Κρίση.
Το ερώτημα είναι δύσκολο, η απορία εύλογη, και επαρκής απάντηση, ξεκάθαρη, δεν υπάρχει. Ούτε ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος που έλαβε μία μικρή γεύση της μακαριότητος του Παραδείσου, όταν ηρπάγη έως τρίτου ουρανού, δεν μπόρεσε να μας περιγράψει την μακαριότητα αυτή, όχι επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος η δεν είχε την δυνατότητα αυτή, αλλά επειδή γενικά ο κάθε άνθρωπος, δεν έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις της άλλης ζωής και γι αυτό αδυνατεί να συλλάβει την εικόνα και την πραγματικότητά της.
Το βέβαιον είναι πως η ζωή στην Βασιλεία του Θεού, θα είναι αδιάκοπη∙ δεν θα υφίσταται χρόνος, ούτε μεταπτώσεις η μεταλλαγές, όπως υπάρχουν και παρατηρούνται σήμερα στη ζωή μας, αλλά τα πάντα θα κινούνται μέσα σε μία αστείρευτη και ατελείωτη χαρά, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρχει και μία έντονη επιθυμία αυξήσεως αυτής της χαράς.
Αυτήν την εικόνα, μας την περιγράφει πολύ όμορφα και χαρακτηριστικά, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Λέγει, λοιπόν ο Άγιος:
«Το αγαθόν είναι το μόνο που αληθινά υπάρχει (το κακόν είναι μη ον) και από τη φύση του είναι αόριστο (χωρίς όρια) και αδιεξόδευτο. Όταν, λοιπόν, το ον βρίσκεται στο αγαθό και το απολαμβάνει, δεν μπορεί να το εξαντλήσει, φθάνοντας στο πέρας της απολαύσεως, επειδή τέτοιο πέρας δεν υπάρχει, μια και το αγαθόν -όπως είπαμε- δεν έχει όρια, δεν περατούται. Διοδεύοντας, λοιπόν, το αγαθό, παρακαλεί τον Θεόν να του χορηγήσει μεγαλύτερη δόση της μακαρίας απολαύσεως∙ και όταν ο Θεός, ανταποκρινόμενος στο αίτημα, του χορηγήσει, το ον ζητά νέα χορήγηση κ.ο.κ. Επειδή δε η δίψα του αγαθού είναι ακόρεστη, το πράγμα θα προβαίνει επ’ άπειρον, χωρίς ποτέ ο κόρος να σφραγίσει την κινητικότητα αυτήν ούτε και να λήξει η μακαρία απόλαυση του αγαθού».
(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Ομιλία Η’, P.G. 44, 888 Α και
Αυτά ασφαλώς ισχύουν για τούς εντίμους και δικαίους.
Στον μέλλοντα αιώνα όμως, δεν θα υπάρχει μόνον η χαρά, αλλά και ο πόνος και η θλίψη, για όλους όσους εκούσια επέλεξαν να ζήσουν μακριά από τον Θεό.
Έτσι, όπως οι δίκαιοι θα απολαμβάνουν αιωνίας μακαριότητος και ευτυχίας, οι άδικοι και αμαρτωλοί, θα βασανίζονται από τις τύψεις και τον πόνο, την λύπη και τούς στεναγμούς και αυτό χωρίς ανάπαυλα και χωρίς τέλος.
Επίσης εδώ πρέπει να πούμε πως ο Θεός που εδημιούργησε τα πάντα εν Σοφία, δεν θα μπορούσε να μην μεριμνήσει και σε αυτήν την φάση, της αιωνιότητος, για κάτι ακόμη. Τι δηλαδή;
Θα μπορούσε κάποιος πολύ εύλογα να εκφράσει την απορία για το εάν όλοι οι δίκαιοι στον Παράδεισο θα απολαμβάνουν τα αγαθά στον ίδιο βαθμό και ας υπάρχουν κάποιοι εξ αυτών που έζησαν κάνοντας μεγαλύτερο πνευματικό αγώνα και άσκηση, απ’ ό,τι κάποιοι άλλοι.
Η ίδια απορία θα μπορούσε αντίστοιχα να ισχύει και για τούς κολασμένους.
Κάποιος που επί παραδείγματι φόνευσε και πέθανε αμετανόητος και κάποιος που επέλεξε να είναι άθεος, αλλά δεν πείραξε ποτέ κανέναν, θα τιμωρηθούν στον ίδιο βαθμό; Θα ήταν δίκαιο κάτι τέτοιο; Ασφαλώς και δεν θα ήταν δίκαιο.
Ο Θεός μας λοιπόν, επειδή δεν είναι μόνον Αγάπη, αλλά και Δικαιοσύνη όρισε να υπάρχουν τόσο στον Παράδεισο, όσο και στην Κόλαση, ανάλογες βαθμίδες «αγιότητος» και «κολάσεως» αντίστοιχα. Όσο υψηλότερη βαθμίδα ανεβαίνει κανείς στον Παράδεισο, τόσο η χαρά και η μακαριότητα είναι μεγαλυτέρα. Το ίδιο και στην Κόλαση. Όσο πιο χαμηλά στέκεται κάποιος στην βαθμίδα της Κολάσεως, τόσο η τιμωρία του είναι μεγαλύτερη.
Όλα αυτά γράφτηκαν από τούς Αγίους μας Πατέρες όχι για να φοβίσουν και να τρομάξουν τον άνθρωπο, αλλά για να τον αφυπνίσουν. Για να καταλάβει επιτέλους πως ο ίδιος επιλέγει εάν θα σωθεί η θα χαθεί. Αυτός παίρνει την απόφαση, ο Θεός δεν βιάζει κανέναν, εξ’ άλλου Αυτός δώρησε στο πλάσμα Του την ελευθέρα βούληση και το αυτεξούσιο, το οποίο σέβεται πάντοτε και ουδέποτε καταργεί.
Εναπομένει στον άνθρωπο να κάνει μεγαλύτερη προσπάθεια για μια νέα καλύτερη πνευματική αρχή, παρά τις δυσκολίες της σύγχρονης ζωής και του διεφθαρμένου αυτού κόσμου, που βιώνει. Έτσι σίγουρα θα καταφέρει να ελκύσει το θείο Έλεος και να το κάνει σύμμαχο σ’ αυτήν εδώ την ζωή, για να έλθει ουσιαστικά και αληθινά πιο κοντά στον Θεόν, πριν «φύγει» για την άλλη ζωή.
Ό, τι κάνουμε όλοι μας, εδώ, αδελφοί μου, τώρα. Γιατί εκεί, μετά θάνατον, δυστυχώς δεν υπάρχει μετάνοια.
«Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».