- Θαύματα της Παναγίας στον Πόλεμο του 1940
- Η Αποτείχιση Ορθοδόξων Πιστών από τους Αιρετικούς Επισκόπους
- Η προς Διόγνητον Επιστολή
- Περί Σεισμών: Φυσικά Φαινόμενα ή Θεομηνίες;
- Οι λίγοι καθυστερημένοι ανάμεσα στους σημερινούς ανθρώπους (Φώτη Κόντογλου)
- Σημεία των Καιρών: Θεομηνίες, Πυρκαγιές, Καταστροφές, Πόλεμοι, ακοές πολέμων, Λιμοί, Λοιμοί, Σεισμοί...
- «Του αλλοιώσαι καιρούς και νόμους»
- «Μνημονεύετε της Γυναικός Λώτ...»
- «Κατά Ενωτικών»: Ένα σπουδαίο βιβλίο κατά του Οικουμενισμού και της Ενώσεως των Εκκλησιών!
- Η Αμφίεση των Γυναικών
- Οι σημερινοί διάδοχοι του... Χριστού!
- π. Αθανάσιος Μυτιληναίος: «Ζούμε σε ημέρες Νώε και του ερχομού της Δευτέρας Παρουσίας»!
- Διάλογος για θέματα Πίστεως, μεταξύ του Αγίου Μαξίμου και του Αιρετικού Επισκόπου Θεοδοσίου
- Η ασέβεια των σημερινών κληρικών στα Δόγματα και τις Παραδόσεις της Εκκλησίας
- Ο «ευσεβισμός» της υποκρισίας
- Η ψήφιση του Νόμου για τον «γάμο» των ομοφυλοφίλων
- «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι». Γιατί ο Θεός στέλνει πνεύμα πλάνης στους ανθρώπους;
- Η έσχατη μάχη
- Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;
- Μία μεγάλη σύγχρονη Πλάνη σχετικά με την εορτή και την <εικόνα> της Αγίας Τριάδος
- Η Άλωσις της Πόλεως 29/5/1453
- Ο Ιορδάνης Ποταμός (ομιλία Αυγ. Καντιώτη)
- «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ! ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»!
- Τι κρύβεται πίσω από την επίσημη επίσκεψη του Πρίγκιπα Ουίλλιαμ εις το Ισραήλ, την Ιορδανία, και την Παλαιστίνη;
- Όταν τα φαινόμενα απατούν... (Μέρος Β΄)
- Τρεις Προφητείες του Αγίου Κοσμά για τον Αντίχριστον την Δευτέρα Παρουσία και το πότε θα γίνει το Τέλος του Κόσμου
- Όταν τα φαινόμενα απατούν... (Μέρος Α΄) «Τί κρύβεται πίσω από την «αντίθεση» της Γραφής για την εορτή της Μεταμορφώσεως;»
- 2018 Το Τέλος του Κόσμου - Η Δευτέρα Παρουσία (ολόκληρο το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή)
- Η απάντηση σε όσους ισχυρίζονται, ότι κανείς -ακόμη και ο Χριστός ως άνθρωπος- δεν γνωρίζει πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία.
- Πέντε προφητείες των Εβραίων για τον ερχομό του μεσσία τους που εκπληρώθηκαν μέσα στο έτος 2016
- Γιατί ο Ιησούς Χριστός αποκαλύφθηκε στην Αγία Φωτεινή και όχι στο ιερατείο της εποχής εκείνης;
- Οι αποφάσεις της Ι. Συνόδου είναι πάντοτε αλάθητες; Τι διδάσκει η ιστορία της Εκκλησίας μας;
- Κορυφώνεται η παγκόσμια εκστρατεία επιβολής της έλευσης του Αντιχρίστου
- Θα μας ενημερώσει άραγε ο Θεός στα έσχατα χρόνια, ότι έρχεται ο Αντίχριστος και το Τέλος του Κόσμου; ή θα μας αφήσει στο σκοτάδι;
- Τα ψέματα, οι συκοφαντίες, οι πλάνες και η παραπληροφόρηση της Ο.Ο.Δ.Ε. και των ομοίων της
- Πρέπει να μιλάμε για τον Αντίχριστο και τα έσχατα χρόνια;
- Απάντηση σε όσους λένε ότι κανείς δεν γνωρίζει την ημέρα της Β΄Παρουσίας
- Η Ημέρα της Περιτομής προτύπωση της Β΄ Παρουσίας
- ΟΟΔΕ: Μια Αιρετική Ομάδα
- Η δήθεν καταδίκη του βιβλίου του π. Μαξίμου υπό της Δ.Ι.Σ.
- Ο Χριστιανός οφείλει να είναι πάντα έτοιμος και δεν του χρειάζεται να γνωρίζει τον χρόνο της Β΄Παρουσίας
- VIDEO από εκπομπές του π. Μαξίμου
Κόντογλου Φώτης
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
1/11 Κοσμάς & Δαμιανός, Ανάργυροι *
ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Μεγάλη είναι η διαμάχη των σοφών για να καθορίσουν τι αντιπροσωπεύει το χρήμα στη ζωή των ανθρώπων. Εκείνο, όμως που μένει πάντα σαν γεγονός είναι ότι το χρήμα διευθύνει τον κόσμο.Οι άνθρωποι προσκυνούν τη θεότητα του χρήματος και στην ουσία είναι ειδωλολάτρες κι όταν ακόμη πιστεύουν πως είναι Χριστιανοί. Όποιος πραγματικά μπόρεσε να απαλλαγεί από την αγάπη προς το χρήμα, από την φιλαργυρία, ενίκησε το πρώτο και μεγάλο κακό στη ζωή, ξερίζωσε από μέσα του τη ρίζα "πάντων των κακών". Το χρήμα, καθώς κι η λέξη φανερώνει, δεν είναι παρά ένα μέσον "εις χρήσιν" του ανθρώπου. Από τη στιγμή όμως που το μέσον θα γίνει σκοπός, το χρήμα διευθύνει τον άνθρωπο κι όχι ο άνθρωπος το χρήμα.Γι’ αυτό η...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
19/10 Ιωήλ ο Προφήτης *
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Τέταρτος στη σειρά των δώδεκα "ελασσόνων" Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο Προφήτης Ιωήλ, του οποίου η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει την μνήμη. Ο Ιωήλ είναι ο Προφήτης, που μαζί με άλλα επροφήτεψε για την ημέρα της Πεντηκοστής με αυτά τα λόγια· "Εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι ενύπνια ενυπνιασθήσονται και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται". Αυτή την προφητεία χρησιμοποίησε ο Απόστολος Πέτρος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος έκαμε την πρώτη του ομιλία κι επίστεψαν τρεις χιλιάδες λαός. Το Άγιον Πνεύμα είναι ο ποταμός, που αρδεύει την Εκκλησία, όπως ακριβώς το επροφήτεψε ο Προφήτης Ιωήλ· "εκχεώ από του ...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Ο Γιάννης ο Βλογημένος (Φώτη Κόντογλου)
Δευτέρα, 15 Ιανουαρίου 2024 - 10672 εμφανίσεις άρθρου
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΒΛΟΓΗΜΕΝΟΣ
(Φώτη Κόντογλου)
Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:
«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.
Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.
Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».
Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος:
«Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος:
«Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Φώτης Κόντογλου