- «Του αλλοιώσαι καιρούς και νόμους»
- «Μνημονεύετε της Γυναικός Λώτ...»
- «Κατά Ενωτικών»: Ένα σπουδαίο βιβλίο κατά του Οικουμενισμού και της Ενώσεως των Εκκλησιών!
- Σημεία των Καιρών: Θεομηνίες, Πυρκαγιές, Καταστροφές, Πόλεμοι, ακοές πολέμων, Λιμοί, Λοιμοί, Σεισμοί...
- CNN: «Η Χώρα που βρίσκεται ακόμη στο Έτος 2016»
- Η Αμφίεση των Γυναικών
- Οι σημερινοί διάδοχοι του... Χριστού!
- π. Αθανάσιος Μυτιληναίος: «Ζούμε σε ημέρες Νώε και του ερχομού της Δευτέρας Παρουσίας»!
- Περί Σεισμών: Φυσικά Φαινόμενα ή Θεομηνίες;
- Η προς Διόγνητον Επιστολή
- Διάλογος για θέματα Πίστεως, μεταξύ του Αγίου Μαξίμου και του Αιρετικού Επισκόπου Θεοδοσίου
- Η Αποτείχιση Ορθοδόξων Πιστών από τους Αιρετικούς Επισκόπους
- Η ασέβεια των σημερινών κληρικών στα Δόγματα και τις Παραδόσεις της Εκκλησίας
- Ο «ευσεβισμός» της υποκρισίας
- Η ψήφιση του Νόμου για τον «γάμο» των ομοφυλοφίλων
- «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι». Γιατί ο Θεός στέλνει πνεύμα πλάνης στους ανθρώπους;
- Η έσχατη μάχη
- Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;
- Μία μεγάλη σύγχρονη Πλάνη σχετικά με την εορτή και την <εικόνα> της Αγίας Τριάδος
- Η Άλωσις της Πόλεως 29/5/1453
- Ο Ιορδάνης Ποταμός (ομιλία Αυγ. Καντιώτη)
- «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ! ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»!
- Τι κρύβεται πίσω από την επίσημη επίσκεψη του Πρίγκιπα Ουίλλιαμ εις το Ισραήλ, την Ιορδανία, και την Παλαιστίνη;
- Όταν τα φαινόμενα απατούν... (Μέρος Β΄)
- Τρεις Προφητείες του Αγίου Κοσμά για τον Αντίχριστον την Δευτέρα Παρουσία και το πότε θα γίνει το Τέλος του Κόσμου
- Όταν τα φαινόμενα απατούν... (Μέρος Α΄) «Τί κρύβεται πίσω από την «αντίθεση» της Γραφής για την εορτή της Μεταμορφώσεως;»
- 2018 Το Τέλος του Κόσμου - Η Δευτέρα Παρουσία (ολόκληρο το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή)
- Η απάντηση σε όσους ισχυρίζονται, ότι κανείς -ακόμη και ο Χριστός ως άνθρωπος- δεν γνωρίζει πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία.
- Πέντε προφητείες των Εβραίων για τον ερχομό του μεσσία τους που εκπληρώθηκαν μέσα στο έτος 2016
- Γιατί ο Ιησούς Χριστός αποκαλύφθηκε στην Αγία Φωτεινή και όχι στο ιερατείο της εποχής εκείνης;
- Οι αποφάσεις της Ι. Συνόδου είναι πάντοτε αλάθητες; Τι διδάσκει η ιστορία της Εκκλησίας μας;
- Κορυφώνεται η παγκόσμια εκστρατεία επιβολής της έλευσης του Αντιχρίστου
- Θα μας ενημερώσει άραγε ο Θεός στα έσχατα χρόνια, ότι έρχεται ο Αντίχριστος και το Τέλος του Κόσμου; ή θα μας αφήσει στο σκοτάδι;
- Τα ψέματα, οι συκοφαντίες, οι πλάνες και η παραπληροφόρηση της Ο.Ο.Δ.Ε. και των ομοίων της
- Πρέπει να μιλάμε για τον Αντίχριστο και τα έσχατα χρόνια;
- Απάντηση σε όσους λένε ότι κανείς δεν γνωρίζει την ημέρα της Β΄Παρουσίας
- Η Ημέρα της Περιτομής προτύπωση της Β΄ Παρουσίας
- ΟΟΔΕ: Μια Αιρετική Ομάδα
- Η δήθεν καταδίκη του βιβλίου του π. Μαξίμου υπό της Δ.Ι.Σ.
- Ο Χριστιανός οφείλει να είναι πάντα έτοιμος και δεν του χρειάζεται να γνωρίζει τον χρόνο της Β΄Παρουσίας
- VIDEO από εκπομπές του π. Μαξίμου
Επικαιρότητα
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
9/10 Ιάκωβος ο του Αλφαίου, Απόστολος *
ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΟΥ ΑΛΦΑΙΟΥ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Άγιος Ιάκωβος, ο γιός του Αλφαίου, ο Απόστολος, ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, και αδελφός του Ματθαίου του Ευαγγελιστή. Ο Ιάκωβος, αφού αγωνίστηκε για την αλήθεια του Χριστού στην Ιερουσαλήμ, έπειτα πήγε και σε άλλες χώρες για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Εκεί, κατέστρεφε τους βωμούς των ειδώλων και με τη χάρη του Θεού γιάτρευε αρρώστιες και εξεδίωκε τα ακάθαρτα πνεύματα. Γι’ αυτό και οι ειδωλολάτρες τον ονόμαζαν θείο σπέρμα.Ο ίδρωτας, οι μόχθοι και οι κίνδυνοι που υπέστη για τη διάδοση του Ευαγγελίου, ήταν πολλοί. Ο θάνατος πολλές φορές τον πλησίασε, αλλά στη σκέψη του Ιακώβου κυριαρχούσαν ενθα...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
26/9 Ιωάννης ο Θεολόγος, Απόστολος και Ευαγγελιστής*
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β΄.Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος. Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε, τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν,...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Η προς Διόγνητον Επιστολή
Τετάρτη, 14 Αυγούστου 2024 - 4927 εμφανίσεις άρθρου
Η ΠΡΟΣ ΔΙΟΓΝΗΤΟΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
(2ου αἰῶνος μ.Χ.)
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Η Επιστολή προς Διόγνητον
Η Προς Διόγνητον Επιστολή είναι μια άγνωστης προελεύσεως απολογητική επιστολή του 2ου αιώνα. Αποτελεί ένα σύντομο κείμενο που συνήθως χαρακτηρίζεται ως επιστολή, αλλά ουσιαστικά αποτελεί πραγματεία.[1] Η πραγματεία αυτή, παρά την αποσιώπησή της μέσα από τις ιστορικές πηγές, αποτελεί μία σημαντική χριστιανική μαρτυρία, η οποία απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο, υποτιθέμενο ή τουλάχιστον άγνωστο προς εμάς και χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικός αδάμαντας.[2]
Το ιστορικό εύρεσης της Επιστολής
Η Επιστολή προς Διόγνητον δεν παρουσιάζεται σε αρχαίες πηγές, εμφανίζεται δε στο προσκήνιο σε νεώτερους χρόνους και ιδίως περί τον 15ο αιώνα και προ της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Διασώστης του χειρογράφου αυτού είναι ο λατίνος κληρικός Thomas d’ Arrezzo, ο οποίος το βρήκε στην Κωνσταντινούπολη όταν την επισκέφτηκε κατά το 1436. Ο Κώδικας που διέσωσε είναι ο Argentoratensis Gr. 9, που χρονολογήθηκε τον 14ο αιώνα και ο οποίος τοποθετήθηκε στη Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου. Ο Arrezzo ισχυρίστηκε πως βρήκε το χειρόγραφο αυτό σε ένα ιχθυοπωλείο, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν απηχεί στην πραγματικότητα, όχι μόνο διότι την εποχή εκείνη σπάνιζε το χαρτί και λόγω της αγάπης των Βυζαντινών προς τα βιβλία, αλλά και λόγο της γνωστής περίστασης της υπεξαίρεσης πολύτιμων χειρογράφων από δυτικούς οι οποίοι συνήθως κατέφευγαν στον ισχυρισμό ότι κάπου τα βρήκαν. Εν πάση περιπτώσει το κείμενο διαφυλάχθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου, αλλά τελικώς καταστράφηκε μετά από το βομβαρδισμό του Πρωσικού στρατού το 1870. Ο Κώδικας μάλιστα δεν περιείχε μόνο την πραγματευόμενη επιστολή, αλλά συνολικά 22 απολογητικά και αντιαιρετικά τεμάχια.
Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης της Επιστολής
Μέχρι και σήμερα ερευνητές και θεολόγοι δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε και από ποιόν γράφτηκε η επιστολή αυτή, αλλά και προς ποιόν παραδόθηκε με βεβαιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα, πρέπει να στηριχθούμε εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που παίρνουμε από την επιστολή και οι οποίες μόνο με έμμεσο τρόπο μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Οι μαρτυρίες όμως αυτές κρίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς.[3] Το κείμενο στο χειρόγραφο του Arezzo κατείχε την πέμπτη θέση μετά από τέσσερα έργα που ψευδεπιγράφως αποδίδονταν στον Ιουστίνον. Ο Ιουστίνος όμως απορρίπτεται ως συγγραφέας, διότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα μνημονευόταν στα ιστορικά ντοκουμέντα. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε ο Ιουστίνος, η σκέψη των ερευνητών κινήθηκε ανάμεσα σε πολλούς συγγραφείς, χωρίς να επέλθει μία οριστική συμφωνία. Με βάση τη συνολική εικόνα που λαμβάνουμε από το σύγγραμα, η επιστολή πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200.[4] Ο συγγραφέας μέσα από την επιστολή διαφαίνεται να έχει γνώση της απολογίας του Αριστείδη του Αθηναίου, αλλά και του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας, ο οποίος προερχόταν από την Αθήνα, κάτι που ίσως να σημαίνει ότι ο συγγραφέας της απολογίας ήταν Αθηναίος, ενώ δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μαθητή του Αριστείδη ή του Αθηναγόρα ή ακόμα και διδάσκαλο του Κλήμεντος.[5]
Το έτερο σημείο της ιστορικής έρευνας περί της επιστολής, είναι το ποιος τελικώς ήταν ο αποδέκτης. Η επιστολή απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές να θεωρούν πως αυτή αποδόθηκε στο δάσκαλο του Μάρκου Αυρηλίου. Όμως υπάρχουν και πολλοί σκεπτιστικές. Αφενός το όνομα Διόγνητος ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα στην εποχή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε ιστορικά ντοκουμέντα περισσότεροι από 10 επίσημοι γνωστοί άνθρωποι που φέρουν το όνομα Διόγνητος, αφετέρου η αναφορά "κράτιστος Διόγνητος" υποστηρίζεται ότι πιθανώς αναφέρεται σε πρόσωπο που κατείχε επίσημη θέση. Άλλοι ερευνητές θεωρούν πως το Διόγνητος είναι μία γενική αναφορά προς κάθε ειδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τη στιγμή που μέσα από την επιστολή διαφαίνεται πως ο παραλήπτης έχει ζητήσει μία σχετική ενημέρωση περί της χριστιανικής διδασκαλίας, κάτι που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε αν όντως συνέβη από το δάσκαλο του Αυρηλίου. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι σχετικά επισφαλές να συμπεράνουμε στον ποιόν τελικά παραδόθηκε αυτή η επιστολή.
Το περιεχόμενο της Επιστολής
Στην εισαγωγή της επιστολής τίθενται επιγραμματικά τα ζητήματα τα οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται κατά την ανάπτυξη της πραγματείας του. Έτσι αναφέρει πως σκοπό έχει να καταδείξει σε ποιόν Θεό πιστεύουν οι χριστιανοί, γιατί περιφρονούν τον κόσμο και το θάνατο, γιατί απορρίπτουν τους ξένους Θεούς, ποια φιλοστοργία τρέφουν προς αλλήλους και για ποιο λόγο το σύστημα αυτό εισήλθε αργά στον κόσμο. Οι απαντήσεις αυτές δίνονται στο κείμενο, αλλά λόγο της έλλειψης κάποιων κομματιών, δε δύναται να λάβουμε όλες τις προεκτάσεις όπως ο συγγραφέας τις παρουσίασε.
Έτσι ξεκινά την ανάπτυξη της πραγματείας του επισημαίνοντας την αναξιότητα των εθνικών θεών, οι οποίοι είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα για τα οποία ακόμα και εθνικοί δεν αισθάνονταν υπερήφανοι. Οι Ιουδαίοι παρότι πιστεύουν στον ένα Θεό, ουσιωδώς λατρεύουν κατά τον ίδιο τρόπο με τους εθνικούς, προσφέροντας θυσίες και επιδεικνύοντας δεισιδαιμονικές τάσεις. Συνεχίζει περιγράφοντας τον υπερκόσμιο βίο των χριστιανών και θεωρεί πως οι χριστιανοί αποτελούν το "άλλο γένος", που προέρχεται από τον άλλο κόσμο. Για αυτό και η περιφρόνηση του θανάτου είναι φυσικό αποτέλεσμα αυτής της προέλευσης, αφού μέσω αυτών δρα η δύναμη του Θεού. Σε αυτό το σημείο ακολουθεί έκθεση περί της πίστεως των χριστιανών. Αυτή η πίστη για το συγγραφέα είναι κάτι το μυστηριώδες, το οποίο ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα διότι είναι θεϊκής προελεύσεως. Ο Θεός προ της ελεύσεως του Υιού διατηρούσε μυστηριώδη τη βουλή του και φερόταν σαν να περιφρονούσε τον κόσμο, αποκάλυψε όμως το σχέδιο του αποστέλλοντας τον Υιό του, ο οποίος έκτισε το σύμπαν και απεστάλλει για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο χριστιανισμός, απαντώντας στις κατηγορίες του περιβάλλοντος περί νέας θρησκείας, δεν είναι νέα θρησκεία, αλλά παλαιά και η βάση της τοποθετείται από την εποχή του Μωυσή. Η εμφάνιση της θείας ενέργειας άργησε να εμφανιστεί στον άνθρωπο διότι έπρεπε να αισθανθεί η ανθρωπότητα την αναξιότητά της και να αποδεχτεί την βοήθεια του Θεού, όταν πια η αδικία και ο θάνατος είχαν φανερωθεί και κυριεύσει πλήρως. Στον επίλογο συνιστά στον αποδέκτη να δεχθεί την χριστιανική πίστη, διότι έτσι θα δοκιμάσει ανέκφραστη χαρά και θα καταστεί μιμητής του Θεού, αγαπώντας τον συνάνθρωπό του αφού "τότε μυστήρια Θεού λαλείν άρξη, τότε τους κολαζομένους επί τω μη θέλειν αρνήσασθαι Θεόν και αγαπήσεις και θαυμάσεις". [6]
Η αξιολόγηση της Επιστολής
Σκοπός του συγγραφέα ήταν να παρουσιάσει την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστεως έναντι των υπολοίπων θρησκειών. Μία ανωτερότητα που ευρίσκει ο συγγραφέας στην ηθική, με αποτέλεσμα άξονας όλου του έργου να είναι η ηθικολογία. Για έργο του 2ου αιώνος η χριστολογία θεωρείται πολύ φτωχή, με αποτέλεσμα να εικάζουμε πως πρόκειται για νεοφώτιστο χριστιανό,[7] αφού είναι εμφανές πως δεν του λείπει η φιλοσοφική μόρφωση, η φιλολογική ευαισθησία και το λογοτεχνικό ταλέντο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μιλάμε για ένα έξοχο λογοτεχνικό κείμενο, αλλά πολύ φτωχό θεολογικά. Χαρακτηριστικό επίσης είναι πως τα μεγάλα προβλήματα της εκκλησίας της εποχής αγνοούνται αν και έχουμε σαφή νύξη για την ανάπτυξη του χριστιανισμού μέσω των δύσκολων συνθηκών της εποχής.[8] Η επιστολή θα λέγαμε πως παρουσιάζει ομοιότητες με το "Κήρυγμα του Πέτρου" και την απολογία του Αριστείδη. Παρόλα αυτά παρατηρούνται και διαφορές, όπως η έμφαση του χριστιανισμού ως το "αλλο γένος" και όχι ως "τρίτο γένος" που αναφέρεται στις προαναφερθείσες επιστολές, ενώ προτάσσεται η ηλικία του χριστιανισμού η οποία έχει τη βάση της από την εποχή του Μωυσή, μια σχεδόν κοινή γραμμή σε όλους τους απολογητές, που αγνοείται όμως από τον Αριστείδη.
Τέλος πρέπει να αναφερθεί, πως στην επιστολή επισυνάπτονται και δύο πρόσθετα κεφάλαια το 11 και 12. Η έρευνα έχει καταλήξει σήμερα πως αυτά είναι εμβόλιμα [9] [10] αφού το ύφος αλλάζει απότομα, η αναφορά φαίνεται να γίνεται προς το εσωτερικό της εκκλησίας και με στόχο πολλαπλούς παραλήπτες.
Υποσημειώσεις
- Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
- Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
- Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
- Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
- Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619-620
- Προς Διόγνητον 10
- Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 310
- Προς Διόγνητον 7, 8
- Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τομος Β΄, σελίς 620
- Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 311
Βιβλιογραφία
- Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
- Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.
(Το κείμενο παρατίθεται πρώτα σε πολυτονική γραφή, έπειτα σε μονοτονική γραφή και μετά η μετάφραση σε μονοτονική γραφή)
Ἐπιστολὴ ὁρῶ, κράτιστε Διόγνητε, ὑπερεσπουδακότα σε τὴν θεοσέβειαν τῶν Χριστιανῶν μαθεῖν καὶ πάνυ σαφῶς καὶ ἐπιμελῶς πυνθανόμενον περὶ αὐτῶν, τίνι τε θεῷ πεποιθότες καὶ πῶς θρησκεύοντες αὐτὸν τόν τε κόσμον ὑπερορῶσι πάντες καὶ θανάτου καταφρονοῦσι καὶ οὔτε τοὺς νομιζομένους ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων θεοὺς λογίζονται οὔτε τὴν Ἰουδαίων δεισιδαιμονίαν φυλάσσουσι, καὶ τίνα τὴν φιλοστοργίαν ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους, καὶ τί δή ποτε καινὸν τοῦτο γένος ἢ ἐπιτήδευμα εἰσῆλθεν εἰς τὸν βίον νῦν καὶ οὐ πρότερον· ἀποδέχομαί γε τῆς προθυμίας σε ταύτης καὶ παρὰ τοῦ θεοῦ, τοῦ καὶ τὸ λέγειν καὶ τὸ ἀκούειν ἡμῖν χορηγοῦντος, αἰτοῦμαι δοθῆναι ἐμοὶ μὲν εἰπεῖν οὕτως, ὡς μάλιστα ἂν ἀκούσαντά σε βελτίω γενέσθαι, σοί τε οὕτως ἀκοῦσαι, ὡς μὴ λυπηθῆναι τὸν εἰπόντα.
II
1. Ἄγε δή, καθάρας σεαυτὸν ἀπὸ πάντων τῶν προκατεχόντων σου τὴν διάνοιαν λογισμῶν καὶ τὴν ἀπατῶσάν σε συνήθειαν ἀποσκευασάμενος καὶ γενόμενος ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς καινὸς ἄνθρωπος, ὡς ἂν καὶ λόγον καινοῦ, καθάπερ καὶ αὐτὸς ὡμολόγησας, ἀκροατὴς ἐσόμεονος· ἴδε μὴ μόνον τοῦς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ καὶ τῇ φρονήσει, τίνος ὑποστάσεως ἢ τίνος εἴδους υγχάνουσιν, οὓς ἐρεῖτε καὶ νομίζετε θεούς. 2. οὐχ ὁ μέν τις λίθος ἐστίν, ὅμοιος τῷ πατρουμένῳ, ὁ δ’ ἐστὶ χαλκός, οὐ κρείσσων τῶν εἰς τὴν χρῆσιν ἡμῖν κεχαλκευμένων σκευῶν, ὁ δὲ ξύλον, ἤδη καὶ σεσηπός, ὁ δὲ ἄργυρος, χρῄζων ἀνθρώπου τοῦ φυλάξαντος, ἵνα μὴ κλαπῇ, ὁ δὲ σίδηρος, ὑπὸ ἰοῦ διεφθαρμένος, ὁ δὲ ὄστρακον, οὐδὲν τοῦ κατεσκευασμένου πρὸς τὴν ἀτιμοτάτην ὑπηρεσίαν εὐπρεπέστερον; 3. οὐ φθαρτῆς ὕλης ταῦτα πάντα; οὐχ ὑπὸ σιδήρου καὶ πυρὸς κεχαλκευμένα; οὐχ ὃ μὲν αὐτῶν λιθοξόος, ὃ δὲ χαλκεύς, ὃ μὲν αὐτῶν λιθοξόος, ὃ δὲ χαλκεύς, ὃ δὲ αργυροκόπος, ὃ δὲ κεραμεὺς ἔπλασεν; οὐ πρὶν ἢ ταῖς τέχναις τούτων εἰς τὴν μορφὴν τούτων ἐκτυπωθῆναι, ἦν ἕκαστον αὐτῶν ἑκάστῳ, ἔτι καὶ νῦν, μεταμεμορφωμένον; οὐ τὰ νῦν ἐκ τῆς αὐτῆς ὕλης ὄντα σκεύη γένοιτ’ ἄν, εἰ τύχοι τῶν αὐτῶν τεχνιτῶν, ὅμοια γενέσθαι τοῖς λοιποῖς; οὐ κωφὰ πάντα; οὐ τυφλά; οὐκ ἄψυχα; οὐκ ἀναίσθητα; οὐκ ἀκίνητα; οὐ πάντα σηπόμενα; οὐ πάντα φθειρόμενα; 5. ταῦτα θεοὺς καλεῖτε; τούτοις δουλεύετε; τούτοις προσκυνεῖτε, τέλεον δ’ αὐτοῖς ἐξομοιοῦσθε. 6. διὰ τοῦτο μισεῖτε Χριστιανούς, ὅτι τούτους οὐχ ἡγοῦνται θεούς; 7. ὑμεῖς γὰρ αἰνεῖν νομίζοντεσ καὶ οἰόμενοι, οὐ πολὺ πλέον αὐτῶν καταφρονεῖτε; οὐ πολὺ μᾶλλον αὐτοὺς χλευάζετε και ὑβρίζετε, τοὺς μὲν λιθίνους καὶ ὀστρακίνους σέβοντες ἀφυλάκτους, τοὺς δὲ ἀργυρέους καὶ χρυσοῦς ἐγκλείοντες ταῖς νυξὶ καὶ ταῖς ἡμέραις φύλακας παρατιμαῖς προσφέρειν, εἰ μὲν αἰσθάνονται, κολάζετε μᾶλλον αὐτούς· εἰ δὲ ἀναισθητοῦσιν, ἐλέγχοντες αἵματι καὶ κνίσαις αὐτοὺς θρησκεύετε. 9. ταῦθ’ ὑμῶν τις ὑπομεινάτω, ταῦτα ἀνασχέσθω τις ἑαυτῷ γενέσθαι. ἀλλὰ ἄνθρωπος μὲν οὐδὲ εἷς ταύτης τῆς κολάσεως ἑκὼν ἀνέξεται, αἴσθησιν γὰρ ἔχει καὶ λογισμόν· ὁ δὲ λίθος ἀνέχεται, ἀναισθητεῖ γάρ. οὐκ οὖν τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ ἐλέγχετε; 10. περὶ μὲν οὖν τοῦ μὴ δεδουλῶσθαι Χριστιανοὺς τοιούτοις θεοῖς πολλὰ μὲν ἂν καὶ ἄλλα εἰπεῖν ἔχοιμι· εἰ δέ τινι μὴ δοκοίη κἂν ταῦτα ἱκανά, περισσὸν ἡγοῦμαι καὶ τὸ πλείω λέγειν.
III
1. Ἑξῆς δὲ περὶ τοῦ μὴ κατὰ τὰ αὐτὰ Ἰουδαίοις θεοσεβεῖν αὐτοὺς οἶμαι σε μάλιστα ποθεῖν ἀκοῦσαι. 2. Ἰουδαῖοι τοίνυν, εἰ μὲν ἀπέχονται ταύτης τῆς προειρημένης λατρείας, καλῶς θεὸν ἕνα τς͂ν πάντων σέβειν καὶ δεσπότην ἀξιοῦσι φρονεῖν· εἰ δὲ τοῖς προειρημένοις ὁμοιοτρόπως τὴν θρησκείαν ροσάγουσιν αὐτῷ ταύτην, διαμαρτάνουσιν. 3. ἃ γὰρ τοῖς ἀναισθήτοις καὶ κωφοῖς προσφέροντες οἱ Ἕλληνες ἀφροσύνης δεῖγμα παρέχουσι, ταῦθ’ οὗτοι καθάπερ προσδεομένῳ τῷ θεῷ λογιζόμενοι παρέχειν μωρίαν εἰκὸς μᾶλλον ἡγοιντ’ ἂν, οὐ θεοσέβειαν. 4. ὁ γὰρ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ πᾶσιν ἡμῖν χορηγῶν, ὧν προσδεόμεθα, οὐδενὸς ἂν αὐτὸς προσδέοιτο τούτων ὧν τοῖς οἰομένοις διδόναι παρέχει αὐτός. 5. οἱ δέ γε θυσίας αὐτῷ δι’ αἵματος καὶ κνίσης καὶ ταύταις ταῖς τιμαῖς αὐτὸν γεραίρειν, οὐδέν μοι δοκοῦσι διαφέρειν τῶν εἰς τὰ κωφὰ τὴν αὐτὴν ἐνδεικνυμένων φιλοτιμίαν· τῶν μὲν μὴ δυναμένοις τῆς τιμῆς μεταλαμβάνειν, τῶν δὲ δοκούντων παρέχειν τῷ μηδενὸς προσδεομένῳ.
IV
1. Ἀλλὰ μὴν τό γε περὶ τὰς βρώσεις αὐτῶν ψοφοδεὲς καὶ τὴν περὶ τὰ σάββατα δεισιδαιμονίαν καὶ τὴν τῆς περιτομῆς ἀλαζονείαν καὶ τὴν τῆς νηστείας καὶ νουμηνίας εἰρωνείαν, καταγέλαστα καὶ οὐδενὸς ἄξια λόγου, οὐ νομίζω σε χρῄζειν παρ’ ἐμοῦ μαθεῖν. 2. τό τε γὰρ τῶν ὑπὸ τοῦ θεοῦ κτισθέντα παραδέχεσθαι, ἃ δ’ ὡς ἄχρηστα καὶ περισσὰ παραιτεῖσθαι θεοῦ ὡς κωλύοντος ἐν τῇ τῶν σαββάτων ἡμέρᾳ καλόν τι ποιεῖν, πῶς οὐκ ἀσεβές; 4. τὸ δὲ καὶ τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι ὡς διὰ τοῦτο ἐξαιρέτως ἠγαπημένους ὑπὸ θεοῦ, πῶς οὐ χλεύης ἄξιον; 5. τὸ δὲ παρεδρεύοντας αὐτοὺς ἄστροις καὶ σελήνῃ τὴν παρατήρησιν τῶν μηνῶν καὶ τῶν ἡμερῶν ποιεῖσθαι καὶ τὰς οἰκονομίας θεοῦ καὶ τὰς τῶν καιρῶν ἀλλαγὰς καταδιαιρεῖν πρὸς τὰς αὐτῶν ὁρμάς, ἃς μὲν εἰς ἑορτάς, ἃς δὲ εἰς πένθη· τίς ἂν θεοσεβείας καὶ οὐκ ἀφροσύνης πολὺ πλέον ἡγήσαιτο δεῖγμα; 6. τῆς μὲν οὖν κοινῆς εἰκαιότητος καὶ ἀπάτης καὶ τῆς Ἰουδαίων πολυπραγμοσύνης καὶ ἀλαζονείας ὡς ὀρθῶς ἀπέχονται Χριστιανοί, ἀρκούντως σε νομίζω μεμαθηκέναι· τὸ δὲ τῆς ἰδίας αὐτῶν θεοσεβείας μυστήριον μὴ προσδοκήσῃς δύνασθαι παρὰ ἀνθρώπου μαθεῖν.
V
1. Χριστιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων. 2. οὔτε γάρ που πόλεις ἰδίας κατοικοῦσι οὔτε διαλέκτῳ τινὶ παρηλλαγμένῃ χρῶνται οὔτε βίον παράσημον ἀκοῦσιν. 3. οὐ μὴν ἐπινοίᾳ τινὶ καὶ φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μάθημα τοῦτ’ αυτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδὲ δόματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν, ὥσπερ ἔνιοι. 4. κατοικοῦντες δὲ πόλεις ἑλληνίδας τε καὶ βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καὶ τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθῆτι καὶ διαίτῃ καὶ τῷ λοιπῳ βίῳ θαυμαστὴν καὶ ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τὴν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. 5. πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αυτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη. 6. γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν· ἀλλ’ οὐ ῥίπτουσι τὰ γεννώμενα. 7. τράπεζαν κοινὴν παρατίθενται, ἀλλ’ οὐ κοίτην. 8. ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν. 9. ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. 10. πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καὶ τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόμους. 11. ἀγαπῶσι πάντας, καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται. 12. ἀγνοοῦνται, καὶ τατακρίνονται· θανατοῦνται, καὶ ζωοποιοῦνται. 13. πτωχεύουσι, καὶ πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καὶ ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. 14. ἀτιμοῦνται, καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. βλασφημοῦνται, καὶ δκιαιοῦνται. 15. λοιδοροῦνται, καὶ εὐλογοῦσιν· ὑβρίζονται, καὶ τιμῶσιν. 16. ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοὶ κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. 17. ὑπὸ Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται καὶ ὑπὸ Ἑλλήνων διώκονται· καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν.
VI
1. Ἁπλῶς δ’ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστὶν σώματι ψυχή, τοῦτ’ εἰσὶν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί. 2. ἔσπαρται κατὰ πάντων τῶν τοῦ σώματος μελῶν ἡ ψυχή, καὶ Χριστιανοὶ κατὰ τὰς τοῦ κόσμου πόλεις. 3. οἰκεῖ μὲν ἐν τῷ ἐν τῷ σώματι ψυχή, οὐκ ἔστι δὲ ἐκ τοῦ σώματος· καὶ Χριστιανοὶ ἐν κόσμῳ οἰκοῦσιν, οὐκ εἰσὶ δὲ ἐκ τοῦ κόσμου. 4. ἀόρατος ἡ ψυχὴ ἐν ὀρατῷ φρουρεῖται τῷ κόσμῳ, ἀόρατος δὲ αὐτῶν ἡ θεοσέβεια μένει. 5. μισεῖ τὴν ψυχὴν ἡ σὰρξ καὶ πολεμεῖ μηδὲν ἀδικουμένη, διότι ταῖς ἡδοναῖς κωλύεται· μισεῖ καὶ Χριστιανοὺς ὁ κόσμος μηδὲν ἀδικούμενος, ὅτι ταῖς ἡδοναῖς ἀντιτάσσονται. 6. ἡ ψυχὴ τὴν μισοῦσαν ἀγαπᾷ σάρκα καὶ τὰ μέλη· καὶ Χριστιανοὶ τοὺς μισοῦντας ἀγαπῶσιν. 7. ἐγκέκλεισται μὲν ἡ ψυχὴ τῷ σώματι, συνέχει δὲ αὐτὴ τὸ σῶμα· καὶ Χριστιανοὶ κατέχονται μὲν ὡς ἐν φρουρᾷ τῷ κόσμῳ, αὐτοὶ δὲ συνέχουσι τὸν κόσμον. 8. ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ἐν θνητῷ σκηνώματι κατοικεῖ· καὶ Χριστιανοὶ παροικοῦσιν ἐν φθαρτοῖς, τὴν ἐν οὐρανοῖς ἀφθαρσίαν προσδεχόμενοι. 9. κακουργουμένη σιτίοις καὶ ποτοῖς ἡ ψυχὴ βελτιοῦται· καὶ Χριστιανοὶ κολαζόμενοι καθ’ ἡμέραν πλεονάζουσι μᾶλλον. 10. εἰς τοαύτην αὐτοὺς τάξιν ἔθετο ὁ θεός, ἣν οὐ θεμιτὸν αὐτοῖς παραιτήσασθαι.
VII
1. Οὐ γὰρ ἐπίγειον, ὡς ἔφην, εὕρημα τοῦτ’ αὐτοῦς παρεδόθη, οὐδὲ θνητὴν ἐπίνοιαν φυλάσσειν οὕτως ἀξιοῦσιν ἐπιμελῶς, οὐδὲ ἀνθρωπίνων οἰκονομίαν μυστηρίων πεπίστευνται. 2. ἀλλ’ αὐτὸς ἀληθῶς ὁ παντοκράτωρ καὶ παντοκτίστης καὶ ἀόρατος θεός, αὐτὸς ἀπ’ οὐρανῶν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸν λόγον τὸν ἅγιον καὶ ἀπερινόητον ἀνθρώποις ἐνίδρυσε καὶ ἐγκατεστήριξε ταῖς καρδίαις αὐτῶν· οὐ, καθάπερ ἄν τις εἰκάσειεν, ἀνθρώποις ὑπηρέτην τινὰ πέμψας ἡ ἄγγελον ἢ ἄρχοντα ἤ τινα τῶν διεπόντων τὰ ἐπίγεια ἤ τινα τῶν πεπιστευμένων τὰς ἐν οὐρανοῖς διοικήσεις, ἀλλ’ αὐτὸν τὸν τεχνίτην καὶ δημιουργὸν τῶν ὅλων, ᾧ τοὺς οὐρανοὺς ἔκτισεν, ᾧ τὴν θάλασσαν ἰδίοις ἐνέκλεισεν, οὗ τὰ μυστήρια πιστῶς πάντα φυλάσσει τὰ στοιχεῖα, παρ’ οὗ τὰ μέτρα τῶν τῆς ἡμέρας δρόμων ὁ ἥλιος εἴληφε φυλάσσειν, ᾧ πειθαρχεῖ τὰ ἄστρα τῷ τῆς σελήνης ἀκολουθοῦντα δρόμῳ· ᾧ πάντα διατέτακται καὶ διώρισται καὶ ὑποτέτακται, οὐρανοὶ καὶ τὰ ἐν οὐρανοῖς, γῆ καὶ τὰ ἐν τῇ θάλασσα καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ, πῦρ, ἀήρ, ἄβυσσος, τὰ ἐν ὕψεσι, τὰ ἐν βάθεσι, τὰ ἐν τῷ μεταξύ· τοῦτον πρὸς αὐτοὺς ἀπέστειλεν. 3. ἆρά γε, ὡς σώζων ἔπεμψεν, ὡς πείθων, οὐ βιαζόμενος· βία γὰρ οὐ πρόσεστι τῷ ὡς ἀγαπῶν, οὐ κρίνων. 6. πέμψει γὰρ αὐτὸν κρίνοντα· καὶ τίς αὐτοῦ τὴν παρουσίαν ὑπουσίαν ὑποστήσεται; . . . 7. . . . παραβαλλομένους θηρίοις, ἵνα ἀρνήσωνται τὸν κύριον, καὶ μὴ νικωμένους; 8. οὐχ ὁρᾷς, ὅσῳ πλείονες κολάζονται, τοσούτῳ πλεονάζοντας ἄλλους; 9. ταῦτα ἀνθρώπου οὐ δοκεῖ τὰ ἔργα· ταῦτα δύναμίς ἐστι θεοῦ ταῦτα τῆς παρουσίας αὐτοῦ δείγματα.
VIII
1. Τίς γὰρ ὅλως ἀνθρώπων ἠπίστατο, τί ποτ’ ἐστὶ θεὸς πρὶν αὐτὸν ἐλθεῖν; 2. ἢ τοῦς κενοὺς καὶ ληρώδεις ἐκείνων λόγους ἀποδέχῃ τῶν ἀξιοπίστων φιλοσόφων, ὧν οἱ μέν τινες πῦρ ἔφασαν εἶναι τὸν θεὸν (οὖ μέλλουσι χωρήσειν αὐτοί, τοῦτο καλοῦσι θεόν), οἱ δὲ ὕδωρ, οἱ δ’ ἄλλο τι τῶν στοιχείων τῶν ἐκτισμένων ὑπὸ θεοῦ; 3. καίτοί γε, εἴ τις τούτων τῶν λόγων ἀποδεκτός ἐστι, δύανιτ’ ἂν καὶ τῶν λοιπῶν κτισμάτων ἓν ἓν ἕκαστον ὁμοίως ἀπροφαίνεσθαι θεό. 4. ἀλλὰ ταῦτα μὲν τερατεία καὶ πλάνη τῶν γοήτων ἐστίν· 5. ἀνθρώπων δὲ οὐδεὶς οὔτε εἶδεν οὔτε ἐγνώρισεν, αὐτὸς δὲ ἑαυτὸν ἐπέδειξεν. 6. ἐπέδειξε δὲ διὰ πίστεως, ᾗ μόνῃ θεὸν ἰδεῖν συγκεχώρηται. 7. ὁ γὰρ δεσπότης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων θεός, ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ κατὰ τάξιν διακρίνας, οὐ μόνον φιλάνθρπος ἐγένετο, ἀλλὰ καὶ μακρόθυμος. 8. ἀλλ’ οὗτος ἧν μὲν ἀεὶ τοιοῦτος καὶ ἔστι, χρηστὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ ἀόργητος καὶ ἀληθής, καὶ μόνος ἀγαθός ἐστιν· 9. ἐννοήσας δὲ μεγάλην καὶ ἄφραστον ἔννοιαν οὖν κατεῖχεν ἐν μυστηρίῳ καὶ διετηρει τὴν σοφὴν αὐτοῦ βουλήν, ἀμελεῖν ἡμῶν κὰ ἀφροντιστεῖν ἐδόκει· 11. ἐπεὶ δὲ ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ ἀγαπητοῦ παιδὸς καὶ ἐφανέρωσε τὰ ἐξ ἀρχῆς ἡτοιμασμένα, πάνθ’ ἅμα παρέσχεν ἡμῖν καὶ μετασχεῖν τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν καὶ νοῆσαι, ἃ τίς ἂν πώποτε προσεδόκησεν ἡμῶν;
IX
1. Πάντ’ οὖν ἤδη παρ’ ἑαυτῷ σὺν τῷ παιδὶ οὐκονομηκώς, μέχρι μὲν τοῦ πρόσθεν χρόνου εἴασεν ἡμᾶς, ὡς εβουλόμεθα, ἀτάκτοις φοραῖς φέρεσθαι, ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις ἀπαγομένους. οὐ πάντως ἐφηδόμενος τοῖς ἁμαρτήμασιν ἡμῶν, ἀλλ’ ἀνεχόμενος, οὐδὲ τῷ τότε τῆς ἀδικίας καιρῷ συνευδοκῶν, ἀλλὰ τὸν νῦν τῆς δικαιοσύνης δημιουργῶν, ἵνα ἐν τῷ τότε χρόνῳ ἐλεγχθέντες ἐκ τῶν ἰδίων ἔρων ἀνάξιοι ζωῆς νῦν ὑπὸ τῆς τοῦ θεοῦ χρηστότητος ἀξιωθῶμεν, καὶ τὸ καθ’ ἑαυτοὺς φανερώσαντες ἀδύνατον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ τῇ δυνάμει τοῦ θεοῦ δυνατοὶ γενηθῶμεν. 2. ἐπεὶ δὲ πεπλήρωτο μὲν ἡ ἡμετέρα ἀδιδία καὶ τελείως πεφανέρωτο, ὅτι ὁ μισθὸς αὐτῆς κόλασις καὶ θάνατος προσεδοκᾶτο, ἦλθε δὲ ὁ καιρός, ὃν θεὸς πρέθετο λοιπὸν φανερῶσαι τὴν ἑαυτοῦ χρηστότητα καὶ δύναμιν (ὢ τῆς ὑπερβαλλούσης φιλανθρωπίας και ἀγάπης τοῦ θεοῦ), οὐκ ἐμίσησεν ἡμᾶς οὐδὲ ἀπώσατο οὐδὲ ἐμνησικάκησεν, ἀλλὰ ἐμακροθύμησεν, ἠνέσχετο, ἐλεῶν αὐτὸς τὰς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἀνεδέξατο, αὐτὸς τὸν ἴδιον υἱὸν ἀπέδοτο λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν, τὸν ἅγιον ὑπέρ ἀνόμων, τὸ ἄκακον ὑπὲρ τῶν κακῶν, τὸν δίκαιον ὑπέρ τῶν ἀδίκων, τὸν ἄφθαρτον ὑπέρ τῶν θνητῶν. 3. τί γὰρ ἄλλο τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἠδυνήθη καλύψαι ἢ ἐκείνου δικαιοσύνη; 4. ἐν τίνι δικαιωθῆναι δυνατὸν τοὺς ἀνόμους ἡμᾶς καὶ ἀσεβεῖς ἢ ἐν μόνῳ τῷ υἱῷ τοῦ θεοῦ; 5. ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς, ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας, ὢ τῶν ἀπροσδοκήτων εὐεργεσιῶν· ἵνα ἀνομία μὲν πολλῶν ἐν δικαίῳ ἑνὶ κρυβῇ, δικαιοσύνη δὲ ἑνὸς πολλοὺς ἀνόμους δικαιώσυνῃ. 6. ἐλέγξας οὖν ἐν μὲν τῷ πρόσθεν χρόνῳ τὸ ἀδύνατον τῆς ἡμέτερας φύσεως εἰς τὸ τυχεῖν ζωῆς, νῦν δὲ τὸν σωτῆρα δείξας δυνατὸν σώζειν και τὰ ἀδύνατα, ἐξ ἀμφοτέρων ἐβουλήθη πιστεύειν ἡμᾶς τῇ χρηστότητι αὐτοῦ, αὐτὸν ἡγεῖσθαι τροφέα, πατέρα, διδάσκαλον, σύμβουλον, ἰατρόν, νοῦν, φῶς, τιμήν, δόξαν, ἰσχύν, ζωήν, περὶ ἐνδύσεως καὶ τροφῆς μὴ μεριμνᾶν.
X
1. Ταύτην καὶ σὺ τὴν πίστιν ἐὰν ποθύσῃς, καὶ λάβῃς πρῶτον μὲν ἐπίνωσιν πατρός . . . . 2. ὁ γὰρ θεὸς τοὺς ἀνθρώπους ἠγάπησε, δι’ οὓς ἐποίησε τὸν κόσμον, οἷς ὑπέταξε πάντα τὰ ἐν τῇ γῇ, οἷς λόγον ἔδωκεν, οἷς νοῦν, οἷς μόνοις ἄνω πρὸς αὐτὸν ὁρᾶν ἐπέτρεψεν, οὓς ἐκ τῆς ἰδίας εἰκόνος ἔπλασε, πρὸς οὓς ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, οἷς τὴν ἐν οὐρανῷ βασιλείαν ἐπηγγείλατο, καὶ δώσει τοῖς ἀγαπήσασιν αὐτόν. 3. ἐπιγνοὺς δὲ τίνος οἴει πληρωθήσεσθαι χαρᾶς; ἢ πῶς ἀγαπήσεις τὸν οὕτως προαγαπήσαντά σε; 4. ἀγαπήσας δὲ μιμητὴς ἔσῃ αὐτοῦ τῆς χρηστότητος. καὶ μὴ θαυμάσῃς, εἰ δύναται θέλοντος αὐτοῦ. 5. οὐ γὰρ τὸ καταδυναστεύειν τῶν πλησίον οὐδὲ τὸ πλέον ἔχειν βούλεσθαι τῶν ἀσθενεστέρων οὐδὲ τὸ πλουτεῖν καὶ βιάζεσθαι τοὺς ὑποδεεστέρους εὐδαιμονεῖν ἐστιν, οὐδὲ ἐν τούτοις δύναταί τις μιμήσασθαι θεόν, ἀλλὰ ταῦτα ἐκτὸς τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. 6. ἀλλ’ ὅστις τὸ τοῦ πλησίον ἀναδέχεται βάρος, ὃς ἐν ᾧ κρείσσων ἐστὶν ἕτερον τὸν ἐλαττούμενον εὐεργετεῖν ἐθέλει, ὃς ἃ παρὰ τοῦ θεοῦ λαβὼν ἔχει, ταῦτα τοῖς ἐπιδεομένοις χορηγῶν θεὸς γίνεται τῶν λαμβανόντων, οὗτος μιμητής ἐστι θεοῦ. 7. τότε θεάσῃ τυγχάνων ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι θεὸς ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται, τότε μυστήρια θεοῦ λαλεῖν ἄρξῃ, τότε τοὺς κολαζομένους ἐπὶ τῷ μὴ θέλειν ἀρνήσασθαι θεὸν καὶ ἀγαπήσεις καὶ θαυμάσεις· τότε τῆς ἀπάτης τοῦ κόσμου καὶ τῆς πλάνης καταγνώσῃ, ὅταν τὸ ἀληθῶς ἐν οὐρανῷ ζῆν ἐπιγνῷς, ὅταν τοῦ δοκοῦντος ἐνθάδε θανάτου καταφρονήσῃς, ὅταν τὸν ὄντως θάνατον φοβηθῇς, ὃς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομένοις εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὃ τοὺς παραδοθέντας αὐτῷ μέχρι τέλους κολάσει. 8. τότε τοὺς ὑπομένοντας ὑπὲρ δικαιοσύνης θαυμάσεις τὸ πῦρ τὸ πρόσκαιρον καὶ μακαρίσεις, ὅταν ἐκεῖνο τὸ πῦρ ἐπιγνῷς.
XI
1. Οὐ ξένα ὁμιλῶ οὐδὲ παραλόγως ζητῶ, ἀλλὰ ἀποστόλων γενόμενος μαθητὴς γίνομαι διδάσκαλος ἐθνῶν· τὰ παραδοθέντα ἀξίως ὑπηρετῶ γινομένοις ἀληθείας μαθηταῖς. 2. τίς γὰρ ὀρθῶς διδαχθεὶς καὶ λόγῳ προσφιλὴς γενηθεὶς οὐκ ἐπιζητεῖ σαφῶς μαθεῖν τὰ διὰ λόγου δειχθέντα φανερῶς μαθηταῖς, οἷς ἐφανέρωσεν ὁ λόγος φανείς, παρρησίᾳ λαλῶν, ὐπὸ ἀπίστων μὴ νοούμενος, μαθηταῖς δὲ διηγούμενος, οἳ πιστοὶ λογισθέντες ὑπ’ αὐτοῦ ἔγνωσαν πατρὸς μυστήρια; 3. οὗ χάριν ἀπέστειλε λόγον, ἵνα κόσμῳ φανῇ, ὃς ὑπὸ λαοῦ ἀτιμασθείς, διὰ ἀποστόλων κηρυχθείς, ὑπὸ ἐθνῶν ἐπιστεύθη. 4. οὗτος ὁ ἀπ’ ἀρχῆς, ὁ καινὸς φανεὶς καὶ παλαιὸς εὑρεθεὶς καὶ πάντοτε νέος ἐν ἁγίων καρδίαις γεννώμενος. 5. οὗτος ὁ ἀεί, ὁ σήμερον υἱὸς λογισθείς, δι’ οὗ πλουτίζεται ἡ ἐκκλησία καὶ χάρις ἁπλουμένη ἐν ἁγίοις πληθύνεται, παρέχουσα νοῦν, φανεροῦσα μυστήρια, διαγγέλουσα καιρούς, χαίρουσα ἐπὶ πιστοῖς, ἐπιζητοῦσι δωρουμένη, οἷς ὅρια πίστεως οὐ θραύεται οὐδὲ ὅρια πατέρων παρορίζεται. 6. εἶτα φόβος νόμου ᾄδεται, καὶ προφητῶν χάρις γινώσκεται, καὶ εὐαγγελίων πίστις ἵδρυται, καὶ ἀποστόλων παράδοσις φυλάσσεται, καὶ ἐκκλησίας χάρις σκιρτᾷ. 7. ἣν χάριν μὴ λυπῶν ἐπιγνώσῃ, ἃ λόγος ὁμιλεῖ δι’ ὧν βούλεται, ὅτε θέλει. 8. ὅσα γὰρ θελήματι τοῦ κελεύοντος λόγου ἐκινήθημεν ἐξειπεῖν μετὰ πόνου, ἐξ ἀγάπης τῶν ἀποκαλυφθέντων ἡμῖν γινόμεθα ὑμῖν κοινωνοί.
XII
1. Οἷς ἐντυχόντες καὶ ἀκούσαντες μετὰ σπουδῆς εἴσεσθε, ὅσα παρέχει ὁ θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν ὀρθῶς, οἱ γενόμενοι παράδεισος τρυφῆς, πάγκαρπον ξύλον εὐθαλοῦν ἀνατείλαντες ἐν ἑαυτοῖς, ποικίλοις καρποῖς κεκοσμημένοι. 2. ἐν γὰρ τούτῳ τῷ χωρίῳ ξύλον γνώσεως καὶ ξύλον ζωῆς πεφύτευται· ἀλλ’ οὐ τὸ τῆς γνώσεως ἀναιρεῖ, ἀλλ’ ἡ παρακοὴ ἀναιρεῖ. 3. οὐδὲ γὰρ ἄσημα τὰ γεγραμμένα, ὡς θεὸς ἀπ’ ἀρχῆς ξύλον γνώσεως καὶ ξύλον ζωῆς ἐν μέσῳ παραδείσου ἐφύτευσε, διὰ γνώσεως ζωὴν ἐπιδιεκνύς· ᾗ μὴ καθαρῶς χρησάμενοι οἱ ἀπ’ ἀρχῆς πλάνῃ τοῦ ὄφεως γεγύμνωνται. 4. οὐδὲ γὰρ ζωὴ ἄνευ γνώσεως οὐδὲ γνῶσις ἀσφαλὴς ἄνευ ζωῆς ἀληθοῦς· διὸ πλησίον ἑκάτερον πεφύτευται. 5. ἣν δύναμιν ἐνιδὼν ὁ ἀπόστολος τήν τε ἄνευ ἀληθείας προστάγματος εἰς ζωὴν ἀσκουμένην γνῶσιν μεμφόμενος λέγει· Ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. 6. ὁ γὰρ νομίζων εἰδέναι τι ἄνευ γνώσεως ἀληθοῦς καὶ μαρτυρουμένης ὑπὸ τῆς ζωῆς οὐκ ἔγνω, ὑπὸ τοῦ ὄφεως πλανᾶται, μὴ ἀγαπήσας τὸ ζῆν. ὁ δὲ μετὰ φόβου ἐπιγνοὺς καὶ ζωὴν ἐπιζητῶν ἐπ’ ἐλπίδι φυτευει, καρπὸν προσδοκῶν. 7. ἤτω σοὶ καρδία γνῶσις, ζωὴ δὲ λόγος ἀληθής, χωρούμενος. 8. οὗ ξύλον φέρων καὶ καρπὸν αἱρῶν τρυγήσεις ἀεὶ τὰ παρὰ θεῷ ποθούμενα, ὧν ὄφις οὐχ ἅπτεται οὐδὲ πλάνη συγχρωτίζεται· 9. καὶ σωτήριον δείκνυται, καὶ ἀπόστολοι συνετίζονται, καὶ τὸ κυριου πάσχα προέρχεται, καὶ καιροὶ συνάγονται καὶ μετὰ κόσμου ἁρμόζονται, καὶ διδάσων ἁγίους ὁ λόγος εὐφαίνεται, δι’ οὗ πατὴρ δοξάζεται· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.
(Ακολουθεί το κείμενο σε μονοτονική γραφή)
Επιστολή ορώ, κράτιστε Διόγνητε, υπερεσπουδακότα σε την θεοσέβειαν τών Χριστιανών μαθείν και πάνυ σαφώς και επιμελώς πυνθανόμενον περί αυτών, τίνι τε θεώ πεποιθότες και πώς θρησκεύοντες αυτόν τον τε κόσμον υπερορώσι πάντες και θανάτου καταφρονούσι και ούτε τους νομιζομένους υπό τών Ελλήνων θεούς λογίζονται ούτε την Ιουδαίων δεισιδαιμονίαν φυλάσσουσι, και τίνα την φιλοστοργίαν έχουσι προς αλλήλους, και τι δη ποτε καινόν τούτο γένος ή επιτήδευμα εισήλθεν εις τον βίον νυν και ου πρότερον·
αποδέχομαί γε τής προθυμίας σε ταύτης και παρά τού θεού, τού και το λέγειν και το ακούειν ημίν χορηγούντος, αιτούμαι δοθήναι εμοί μεν ειπείν ούτως, ως μάλιστα αν ακούσαντά σε βελτίω γενέσθαι, σοι τε ούτως ακούσαι, ως μη λυπηθήναι τον ειπόντα.
II
1. Άγε δη, καθάρας σεαυτόν από πάντων τών προκατεχόντων σου την διάνοιαν λογισμών και την απατώσάν σε συνήθειαν αποσκευασάμενος και γενόμενος ώσπερ εξ αρχής καινός άνθρωπος, ως αν και λόγον καινού, καθάπερ και αυτός ωμολόγησας, ακροατής εσόμεονος· ίδε μη μόνον τοις οφθαλμοίς, αλλά και τη φρονήσει, τίνος υποστάσεως ή τίνος είδους τυγχάνουσιν, ους ερείτε και νομίζετε θεούς.
2. ουχ ο μεν τις λίθος εστίν, όμοιος τω πατουμένω, ό δ’ εστί χαλκός, ου κρείσσων τών εις την χρήσιν ημίν κεχαλκευμένων σκευών, ο δε ξύλον, ήδη και σεσηπός, ο δε άργυρος, χρήζων ανθρώπου τού φυλάξαντος, ίνα μη κλαπή, ο δε σίδηρος, υπό ιού διεφθαρμένος, ο δε όστρακον, ουδέν τού κατεσκευασμένου προς την ατιμοτάτην υπηρεσίαν ευπρεπέστερον;
3. ου φθαρτής ύλης ταύτα πάντα; ουχ υπό σιδήρου και πυρός κεχαλκευμένα; ουχ ο μεν αυτών λιθοξόος, ο δε χαλκεύς, ο δε αργυροκόπος, ο δε κεραμεύς έπλασεν; ου πριν ή ταις τέχναις τούτων εις την μορφήν τούτων εκτυπωθήναι, ην έκαστον αυτών εκάστω, έτι και νυν, μεταμεμορφωμένον; ου τα νυν εκ τής αυτής ύλης όντα σκεύη γένοιτ’ αν, ει τύχοι τών αυτών τεχνιτών, όμοια γενέσθαι τοις λοιποίς; ου κωφά πάντα; ου τυφλά; ουκ άψυχα; ουκ αναίσθητα; ουκ ακίνητα; ου πάντα σηπόμενα; ου πάντα φθειρόμενα;
5. Ταύτα θεούς καλείτε; τούτοις δουλεύετε; τούτοις προσκυνείτε, τέλεον δ’ αυτοίς εξομοιούσθε. 6. δια τούτο μισείτε Χριστιανούς, ότι τούτους ουχ ηγούνται θεούς; 7. υμείς γαρ αινείν νομίζοντες και οιόμενοι, ου πολύ πλέον αυτών καταφρονείτε; ου πολύ μάλλον αυτούς χλευάζετε και υβρίζετε, τους μεν λιθίνους και οστρακίνους σέβοντες αφυλάκτους, τους δε αργυρέους και χρυσούς εγκλείοντες ταις νυξί και ταις ημέραις φύλακας παρατιμαίς προσφέρειν, ει μεν αισθάνονται, κολάζετε μάλλον αυτούς· ει δε αναισθητούσιν, ελέγχοντες αίματι και κνίσαις αυτούς θρησκεύετε.
9. ταύθ’ υμών τις υπομεινάτω, ταύτα ανασχέσθω τις εαυτώ γενέσθαι. αλλά άνθρωπος μεν ουδέ εις ταύτης τής κολάσεως εκών ανέξεται, αίσθησιν γαρ έχει και λογισμόν· ο δε λίθος ανέχεται, αναισθητεί γαρ. Ουκ ουν την αίσθησιν αυτού ελέγχετε; 10. περί μεν ουν τού μη δεδουλώσθαι Χριστιανούς τοιούτοις θεοίς πολλά μεν αν και άλλα ειπείν έχοιμι· ει δε τινι μη δοκοίη καν ταύτα ικανά, περισσόν ηγούμαι και το πλείω λέγειν.
III
1. Εξής δε περί τού μη κατά τα αυτά Ιουδαίοις θεοσεβείν αυτούς οίμαι σε μάλιστα ποθείν ακούσαι.
2. Ιουδαίοι τοίνυν, ει μεν απέχονται ταύτης τής προειρημένης λατρείας, καλώς θεόν ένα τών πάντων σέβειν και δεσπότην αξιούσι φρονείν· ει δε τοις προειρημένοις ομοιοτρόπως την θρησκείαν προσάγουσιν αυτώ ταύτην, διαμαρτάνουσιν. 3. α γαρ τοις αναισθήτοις και κωφοίς προσφέροντες οι Έλληνες αφροσύνης δείγμα παρέχουσι, ταύθ’ ούτοι καθάπερ προσδεομένω τω Θεώ λογιζόμενοι παρέχειν μωρίαν εικός μάλλον ηγοιντ’ αν, ου θεοσέβειαν. 4. Ο γαρ ποιήσας τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς και πάσιν ημίν χορηγών, ων προσδεόμεθα, ουδενός αν αυτός προσδέοιτο τούτων ων τοις οιομένοις διδόναι παρέχει αυτός.
5. Οι δε γε θυσίας αυτώ δι’ αίματος και κνίσης και ταύταις ταις τιμαίς αυτόν γεραίρειν, ουδέν μοι δοκούσι διαφέρειν τών εις τα κωφά την αυτήν ενδεικνυμένων φιλοτιμίαν· τών μεν μη δυναμένοις τής τιμής μεταλαμβάνειν, τών δε δοκούντων παρέχειν τω μηδενός προσδεομένω.
IV
1. Αλλά μην το γε περί τας βρώσεις αυτών ψοφοδεές και την περί τα σάββατα δεισιδαιμονίαν και την τής περιτομής αλαζονείαν και την τής νηστείας και νουμηνίας ειρωνείαν, καταγέλαστα και ουδενός άξια λόγου, ου νομίζω σε χρήζειν παρ’ εμού μαθείν.
2. Το τε γαρ τών υπό τού θεού κτισθέντα παραδέχεσθαι, α δ’ ως άχρηστα και περισσά παραιτείσθαι θεού ως κωλύοντος εν τη τών σαββάτων ημέρα καλόν τι ποιείν, πώς ουκ ασεβές; 4. το δε και την μείωσιν τής σαρκός μαρτύριον εκλογής αλαζονεύεσθαι ως δια τούτο εξαιρέτως ηγαπημένους υπό θεού, πώς ου χλεύης άξιον;
5. Το δε παρεδρεύοντας αυτούς άστροις και σελήνη την παρατήρησιν τών μηνών και τών ημερών ποιείσθαι και τας οικονομίας θεού και τας τών καιρών αλλαγάς καταδιαιρείν προς τας αυτών ορμάς, ας μεν εις εορτάς, ας δε εις πένθη· τις αν θεοσεβείας και ουκ αφροσύνης πολύ πλέον ηγήσαιτο δείγμα;
6. Τής μεν ουν κοινής εικαιότητος και απάτης και τής Ιουδαίων πολυπραγμοσύνης και αλαζονείας ως ορθώς απέχονται Χριστιανοί, αρκούντως σε νομίζω μεμαθηκέναι· το δε τής ιδίας αυτών θεοσεβείας μυστήριον μη προσδοκήσης δύνασθαι παρά ανθρώπου μαθείν.
V
1. Χριστιανοί γαρ ούτε γη ούτε φωνή ούτε έθεσι διακεκριμένοι τών λοιπών εισιν ανθρώπων. 2. ούτε γαρ που πόλεις ιδίας κατοικούσι ούτε διαλέκτω τινί παρηλλαγμένη χρώνται ούτε βίον παράσημον ακούσιν.
3. Ου μην επινοία τινί και φροντίδι πολυπραγμόνων ανθρώπων μάθημα τούτ’ αυτοίς εστιν ευρημένον, ουδέ δόματος ανθρωπίνου προεστάσιν, ώσπερ ένιοι.
4. Κατοικούντες δε πόλεις ελληνίδας τε και βαρβάρους, ως έκαστος εκληρώθη, και τοις εγχωρίοις έθεσιν ακολουθούντες εν τε εσθήτι και διαίτη και τω λοιπώ βίω θαυμαστήν και ομολογουμένως παράδοξον ενδείκνυνται την κατάστασιν τής εαυτών πολιτείας.
5. Πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη.
6. Γαμούσιν ως πάντες, τεκνογονούσιν· αλλ’ ου ρίπτουσι τα γεννώμενα. 7. Τράπεζαν κοινήν παρατίθενται, αλλ’ ου κοίτην. 8. εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. 9. Επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. 10. Πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους.
11. Αγαπώσι πάντας, και υπό πάντων διώκονται. 12. αγνοούνται, και κατακρίνονται· θανατούνται, και ζωοποιούνται. 13. πτωχεύουσι, και πλουτίζουσι πολλούς· πάντων υστερούνται, και εν πάσι περισσεύουσιν.
14. Ατιμούνται, και εν ταις ατιμίαις δοξάζονται. Βλασφημούνται, και δικαιούνται. 15. Λοιδορούνται, και ευλογούσιν· υβρίζονται, και τιμώσιν. 16. Αγαθοποιούντες ως κακοί κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ως ζωοποιούμενοι.
17. Υπό Ιουδαίων ως αλλόφυλοι πολεμούνται και υπό Ελλήνων διώκονται· και την αιτίαν τής έχθρας ειπείν οι μισούντες ουκ έχουσιν.
VI
1. Απλώς δ’ ειπείν, όπερ εστίν σώματι ψυχή, τούτ’ εισίν εν κόσμω Χριστιανοί. 2. έσπαρται κατά πάντων τών τού σώματος μελών η ψυχή, και Χριστιανοί κατά τας τού κόσμου πόλεις. 3. Οικεί μεν εν τω σώματι ψυχή, ουκ έστι δε εκ τού σώματος· και Χριστιανοί εν κόσμω οικούσιν, ουκ εισί δε εκ τού κόσμου. 4. Αόρατος η ψυχή εν ορατώ φρουρείται τω κόσμω, αόρατος δε αυτών η θεοσέβεια μένει. 5. Μισεί την ψυχήν η σαρξ και πολεμεί μηδέν αδικουμένη, διότι ταις ηδοναίς κωλύεται·
Μισεί και Χριστιανούς ο κόσμος μηδέν αδικούμενος, ότι ταις ηδοναίς αντιτάσσονται. 6. Η ψυχή την μισούσαν αγαπά σάρκα και τα μέλη· και Χριστιανοί τους μισούντας αγαπώσιν. 7. Εγκέκλεισται μεν η ψυχή τω σώματι, συνέχει δε αυτή το σώμα· και Χριστιανοί κατέχονται μεν ως εν φρουρά τω κόσμω, αυτοί δε συνέχουσι τον κόσμον. 8. Αθάνατος η ψυχή εν θνητώ σκηνώματι κατοικεί· και Χριστιανοί παροικούσιν εν φθαρτοίς, την εν ουρανοίς αφθαρσίαν προσδεχόμενοι. 9. Κακουργουμένη σιτίοις και ποτοίς η ψυχή βελτιούται· και Χριστιανοί κολαζόμενοι καθ’ ημέραν πλεονάζουσι μάλλον. 10. Εις τοιαύτην αυτούς τάξιν έθετο ο θεός, ην ου θεμιτόν αυτοίς παραιτήσασθαι.
VII
1. Ου γαρ επίγειον, ως έφην, εύρημα τούτ’ αυτούς παρεδόθη, ουδέ θνητήν επίνοιαν φυλάσσειν ούτως αξιούσιν επιμελώς, ουδέ ανθρωπίνων οικονομίαν μυστηρίων πεπίστευνται. 2. αλλ’ αυτός αληθώς ο παντοκράτωρ και παντοκτίστης και αόρατος θεός, αυτός απ’ ουρανών την αλήθειαν και τον λόγον τον άγιον και απερινόητον ανθρώποις ενίδρυσε και εγκατεστήριξε ταις καρδίαις αυτών·
ου, καθάπερ αν τις εικάσειεν, ανθρώποις υπηρέτην τινά πέμψας ή άγγελον ή άρχοντα ή τινα τών διεπόντων τα επίγεια ή τινα τών πεπιστευμένων τας εν ουρανοίς διοικήσεις, αλλ’ αυτόν τον τεχνίτην και δημιουργόν τών όλων, ω τους ουρανούς έκτισεν, ω την θάλασσαν ιδίοις ενέκλεισεν, ού τα μυστήρια πιστώς πάντα φυλάσσει τα στοιχεία, παρ’ ού τα μέτρα τών τής ημέρας δρόμων ο ήλιος είληφε φυλάσσειν, ω πειθαρχεί τα άστρα τω τής σελήνης ακολουθούντα δρόμω· ω πάντα διατέτακται και διώρισται και υποτέτακται, ουρανοί και τα εν ουρανοίς, γη και τα εν τη θάλασσα και τα εν τη θαλάσση, πυρ, αήρ, άβυσσος, τα εν ύψεσι, τα εν βάθεσι, τα εν τω μεταξύ· τούτον προς αυτούς απέστειλεν.
3. άρά γε, ως σώζων έπεμψεν, ως πείθων, ου βιαζόμενος· βία γαρ ου πρόσεστι τω ως αγαπών, ου κρίνων. 6. πέμψει γαρ αυτόν κρίνοντα· και τις αυτού την παρουσίαν υπουσίαν υποστήσεται;...
7παραβαλλομένους θηρίοις, ίνα αρνήσωνται τον κύριον, και μη νικωμένους; 8. ουχ οράς, όσω πλείονες κολάζονται, τοσούτω πλεονάζοντας άλλους;
9. Ταύτα ανθρώπου ου δοκεί τα έργα· ταύτα δύναμίς εστι θεού ταύτα τής παρουσίας αυτού δείγματα.
VIII
1. Τις γαρ όλως ανθρώπων ηπίστατο, τι ποτ’ εστί θεός πριν αυτόν ελθείν; 2. ή τους κενούς και ληρώδεις εκείνων λόγους αποδέχη τών αξιοπίστων φιλοσόφων, ων οι μεν τινες πυρ έφασαν είναι τον θεόν (ου μέλλουσι χωρήσειν αυτοί, τούτο καλούσι θεόν), οι δε ύδωρ, οι δ’ άλλο τι τών στοιχείων τών εκτισμένων υπό θεού; 3. Καίτοί γε, ει τις τούτων τών λόγων αποδεκτός εστι, δύανιτ’ αν και τών λοιπών κτισμάτων εν έκαστον ομοίως απροφαίνεσθαι θεό. 4. αλλά ταύτα μεν τερατεία και πλάνη τών γοήτων εστίν· 5. ανθρώπων δε ουδείς ούτε είδεν ούτε εγνώρισεν, αυτός δε εαυτόν επέδειξεν.
6. Επέδειξε δε δια πίστεως, ή μόνη θεόν ιδείν συγκεχώρηται. 7. ο γαρ δεσπότης και δημιουργός τών όλων θεός, ο ποιήσας τα πάντα και κατά τάξιν διακρίνας, ου μόνον φιλάνθρπος εγένετο, αλλά και μακρόθυμος. 8. αλλ’ ούτος ην μεν αεί τοιούτος και έστι, χρηστός και αγαθός και αόργητος και αληθής, και μόνος αγαθός εστιν·
9. εννοήσας δε μεγάλην και άφραστον έννοιαν ουν κατείχεν εν μυστηρίω και διετήρει την σοφήν αυτού βουλήν, αμελείν ημών και αφροντιστείν εδόκει· 11. επεί δε απεκάλυψε δια τού αγαπητού παιδός και εφανέρωσε τα εξ αρχής ητοιμασμένα, πάνθ’ άμα παρέσχεν ημίν και μετασχείν τών ευεργεσιών αυτού και ιδείν και νοήσαι, α τις αν πώποτε προσεδόκησεν ημών;
IX
1. Πάντ’ ουν ήδη παρ’ εαυτώ συν τω παιδί οικονομικώς, μέχρι μεν τού πρόσθεν χρόνου είασεν ημάς, ως εβουλόμεθα, ατάκτοις φοραίς φέρεσθαι, ηδοναίς και επιθυμίαις απαγομένους. ου πάντως εφηδόμενος τοις αμαρτήμασιν ημών, αλλ’ ανεχόμενος, ουδέ τω τότε τής αδικίας καιρώ συνευδοκών, αλλά τον νυν τής δικαιοσύνης δημιουργών, ίνα εν τω τότε χρόνω ελεγχθέντες εκ τών ιδίων έργων ανάξιοι ζωής νυν υπό τής τού θεού χρηστότητος αξιωθώμεν, και το καθ’ εαυτούς φανερώσαντες αδύνατον εισελθείν εις την βασιλείαν τού θεού τη δυνάμει τού θεού δυνατοί γενηθώμεν.
2. Επεί δε πεπλήρωτο μεν η ημετέρα αδικία και τελείως πεφανέρωτο, ότι ο μισθός αυτής κόλασις και θάνατος προσεδοκάτο, ήλθε δε ο καιρός, ον θεός πρέθετο λοιπόν φανερώσαι την εαυτού χρηστότητα και δύναμιν (ω τής υπερβαλλούσης φιλανθρωπίας και αγάπης τού θεού!), ουκ εμίσησεν ημάς ουδέ απώσατο ουδέ εμνησικάκησεν, αλλά εμακροθύμησεν, ηνέσχετο, ελεών αυτός τας ημετέρας αμαρτίας ανεδέξατο, αυτός τον ίδιον υιόν απέδοτο λύτρον υπέρ ημών, τον άγιον υπέρ ανόμων, τον άκακον υπέρ τών κακών, τον δίκαιον υπέρ τών αδίκων, τον άφθαρτον υπέρ τών θνητών.
3. Τι γαρ άλλο τας αμαρτίας ημών ηδυνήθη καλύψαι ή εκείνου δικαιοσύνη; 4. εν τίνι δικαιωθήναι δυνατόν τους ανόμους ημάς και ασεβείς ή εν μόνω τω υιώ τού θεού;
5. Ω τής γλυκείας ανταλλαγής, ω τής ανεξιχνιάστου δημιουργίας, ω τών απροσδοκήτων ευεργεσιών· ίνα ανομία μεν πολλών εν δικαίω ενί κρυβή, δικαιοσύνη δε ενός πολλούς ανόμους δικαιώση.
6. Ελέγξας ουν εν μεν τω πρόσθεν χρόνω το αδύνατον τής ημετέρας φύσεως εις το τυχείν ζωής, νυν δε τον σωτήρα δείξας δυνατόν σώζειν και τα αδύνατα, εξ αμφοτέρων εβουλήθη πιστεύειν ημάς τη χρηστότητι αυτού, αυτόν ηγείσθαι τροφέα, πατέρα, διδάσκαλον, σύμβουλον, ιατρόν, νουν, φως, τιμήν, δόξαν, ισχύν, ζωήν, περί ενδύσεως και τροφής μη μεριμνάν.
X
1. Ταύτην και συ την πίστιν εάν ποθήσης, και λάβης πρώτον μεν επίγνωσιν πατρός 2. ο γαρ θεός τους ανθρώπους ηγάπησε, δι’ ους εποίησε τον κόσμον, οις υπέταξε πάντα τα εν τη γη, οις λόγον έδωκεν, οις νουν, οις μόνοις άνω προς αυτόν οράν επέτρεψεν, ους εκ τής ιδίας εικόνος έπλασε, προς ους απέστειλε τον υιόν αυτού τον μονογενή, οις την εν ουρανώ βασιλείαν επηγγείλατο, και δώσει τοις αγαπήσασιν αυτόν.
3. Επιγνούς δε τίνος οίει πληρωθήσεσθαι χαράς; ή πώς αγαπήσεις τον ούτως προαγαπήσαντά σε;
4. Αγαπήσας δε μιμητής έση αυτού τής χρηστότητος. και μη θαυμάσης, ει δύναται θέλοντος αυτού.
5. Ου γαρ το καταδυναστεύειν τών πλησίον ουδέ το πλέον έχειν βούλεσθαι τών ασθενεστέρων ουδέ το πλουτείν και βιάζεσθαι τους υποδεεστέρους ευδαιμονείν εστιν, ουδέ εν τούτοις δύναταί τις μιμήσασθαι θεόν, αλλά ταύτα εκτός τής εκείνου μεγαλειότητος. 6. αλλ’ όστις το τού πλησίον αναδέχεται βάρος, ος εν ω κρείσσων εστίν έτερον τον ελαττούμενον ευεργετείν εθέλει, ος α παρά τού θεού λαβών έχει, ταύτα τοις επιδεομένοις χορηγών θεός γίνεται τών λαμβανόντων, ούτος μιμητής εστι θεού.
7. Τότε θεάση τυγχάνων επί τής γης, ότι θεός εν ουρανοίς πολιτεύεται, τότε μυστήρια θεού λαλείν άρξη, τότε τους κολαζομένους επί τω μη θέλειν αρνήσασθαι θεόν και αγαπήσεις και θαυμάσεις· τότε τής απάτης τού κόσμου και τής πλάνης καταγνώση, όταν το αληθώς εν ουρανώ ζην επιγνώς, όταν τού δοκούντος ενθάδε θανάτου καταφρονήσης, όταν τον όντως θάνατον φοβηθής, ος φυλάσσεται τοις κατακριθησομένοις εις το πυρ το αιώνιον, ό τους παραδοθέντας αυτώ μέχρι τέλους κολάσει.
8. Τότε τους υπομένοντας υπέρ δικαιοσύνης θαυμάσεις το πυρ το πρόσκαιρον και μακαρίσεις, όταν εκείνο το πυρ επιγνώς.
XI
1. Ου ξένα ομιλώ ουδέ παραλόγως ζητώ, αλλά αποστόλων γενόμενος μαθητής γίνομαι διδάσκαλος εθνών· τα παραδοθέντα αξίως υπηρετώ γινομένοις αληθείας μαθηταίς. 2. τις γαρ ορθώς διδαχθείς και λόγω προσφιλής γενηθείς ουκ επιζητεί σαφώς μαθείν τα δια λόγου δειχθέντα φανερώς μαθηταίς, οις εφανέρωσεν ο λόγος φανείς, παρρησία λαλών, υπό απίστων μη νοούμενος, μαθηταίς δε διηγούμενος, οι πιστοί λογισθέντες υπ’ αυτού έγνωσαν πατρός μυστήρια; 3. ού χάριν απέστειλε λόγον, ίνα κόσμω φανή, ος υπό λαού ατιμασθείς, δια αποστόλων κηρυχθείς, υπό εθνών επιστεύθη. 4. ούτος ο απ’ αρχής, ο καινός φανείς και παλαιός ευρεθείς και πάντοτε νέος εν αγίων καρδίαις γεννώμενος. 5. ούτος ο αεί, ο σήμερον υιος λογισθείς, δι’ ού πλουτίζεται η εκκλησία και χάρις απλουμένη εν αγίοις πληθύνεται, παρέχουσα νουν, φανερούσα μυστήρια, διαγγέλουσα καιρούς, χαίρουσα επί πιστοίς, επιζητούσι δωρουμένη, οις όρια πίστεως ου θραύεται ουδέ όρια πατέρων παρορίζεται. 6. είτα φόβος νόμου άδεται, και προφητών χάρις γινώσκεται, και ευαγγελίων πίστις ίδρυται, και αποστόλων παράδοσις φυλάσσεται, και εκκλησίας χάρις σκιρτά. 7. ην χάριν μη λυπών επιγνώση, α λόγος ομιλεί δι’ ων βούλεται, ότε θέλει. 8. όσα γαρ θελήματι τού κελεύοντος λόγου εκινήθημεν εξειπείν μετά πόνου, εξ αγάπης τών αποκαλυφθέντων ημίν γινόμεθα υμίν κοινωνοί.
XII
1. Οις εντυχόντες και ακούσαντες μετά σπουδής είσεσθε, όσα παρέχει ο θεός τοις αγαπώσιν ορθώς, οι γενόμενοι παράδεισος τρυφής, πάγκαρπον ξύλον ευθαλούν ανατείλαντες εν εαυτοίς, ποικίλοις καρποίς κεκοσμημένοι. 2. εν γαρ τούτω τω χωρίω ξύλον γνώσεως και ξύλον ζωής πεφύτευται· αλλ’ ου το τής γνώσεως αναιρεί, αλλ’ η παρακοή αναιρεί. 3. ουδέ γαρ άσημα τα γεγραμμένα, ως θεός απ’ αρχής ξύλον γνώσεως και ξύλον ζωής εν μέσω παραδείσου εφύτευσε, δια γνώσεως ζωήν επιδεικνύς· ή μη καθαρώς χρησάμενοι οι απ’ αρχής πλάνη τού όφεως γεγύμνωνται. 4. ουδέ γαρ ζωή άνευ γνώσεως ουδέ γνώσις ασφαλής άνευ ζωής αληθούς· διο πλησίον εκάτερον πεφύτευται. 5. ην δύναμιν ενιδών ο απόστολος την τε άνευ αληθείας προστάγματος εις ζωήν ασκουμένην γνώσιν μεμφόμενος λέγει· Η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί. 6. ο γαρ νομίζων ειδέναι τι άνευ γνώσεως αληθούς και μαρτυρουμένης υπό τής ζωής ουκ έγνω, υπό τού όφεως πλανάται, μη αγαπήσας το ζην. ο δε μετά φόβου επιγνούς και ζωήν επιζητών επ’ ελπίδι φυτευει, καρπόν προσδοκών. 7. ήτω σοι καρδία γνώσις, ζωή δε λόγος αληθής, χωρούμενος. 8. ού ξύλον φέρων και καρπόν αιρών τρυγήσεις αεί τα παρά θεώ ποθούμενα, ων όφις ουχ άπτεται ουδέ πλάνη συγχρωτίζεται· 9. και σωτήριον δείκνυται, και απόστολοι συνετίζονται, και το Κυρίου πάσχα προέρχεται, και καιροί συνάγονται και μετά κόσμου αρμόζονται, και διδάσων αγίους ο λόγος ευφαίνεται, δι’ ού πατήρ δοξάζεται· ω η δόξα εις τους αιώνας. αμήν.
(Ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου σε μονοτονική γραφή)
Επειδή βλέπω, εξοχώτατε Διόγνητε, ότι έχεις πάρα πολύ φροντίδα να µάθης τη θεοσέβεια των χριστιανών και ζητάς πληροφορίες ξεκάθαρες και για κάθε σηµείο της ζωής τους, σε τι Θεό πιστεύουν και πώς η θρησκεία που έχουν τους κάνει να παραβλέπουν τον παρόντα κόσµο όλοι και να καταφρονούν το θάνατο και να θεωρούν ανύπαρκτους τους θεούς των ειδωλολατρών και να µη φυλάνε Ιουδαϊκούς τύπους, επειδή θέλεις να κατατοπισθής στα µυστικά της φιλοστοργίας που τρέφουν µεταξύ τους και να εξηγήσης πώς συνέβη αυτή η καινούργια τάξις ανθρώπων, αυτή η καινούρια ζωή να ανθίση στην οικουµένη τώρα µόλις και όχι πριν,
δέχοµαι ευχάριστα τη δίψα σου αυτή και ζητώ από το Θεό, που χορηγεί σε µας και το λόγο και την ακοή, να µου δώση τη χάρη να σου µιλήσω κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σε ιδώ να ανανήφης και να χαρώ πολύ πρώτος εγώ γι’ αυτό.
II
Έλα, λοιπόν, αφού καθαρίσεις τη διάνοιά σου απ’ όλους τους µολυσµούς που τη µόλυναν έως τώρα και τις απατηλές συνήθειες αφού πετάξης από πάνω σου, να γίνης απ’ αυτή τη στιγµή καινός άνθρωπος, προκειµένου να µαθητεύσης, όπως κι’ ο ίδιος το οµολόγησες, σε καινούρια διδασκαλία. Άνοιξε τα µάτια της ψυχής σου για να ίδης τι υπόστασι έχουν και τι λογης είναι οι θεοί που πιστεύετε και προσκυνητε. Από τι είναι καµωµένοι;
Ο ένας από πέτρα, όµοια µ’ εκείνες που πατάµε, ο άλλος από χαλκό όχι καλύτερον από εκείνον που φτιάχνουµε τα οικιακά σκεύη, ο άλλος από ξύλο που σαπίζει αργά ή γρήγορα, ο άλλος από ασήµι που χρειάζεται άνθρωπο να το φυλάη από την κλοπή, ο άλλος από σίδερο που η σκουριά το τρώει, ο άλλος από όστρακο, σε τίποτε ευπρεπέστερο από εκείνα που χρησιµοποιούνται στις ποταπότερες ανάγκες.
Όλοι αυτοί οι θεοί είναι φτιαγµένοι από φθαρτή ύλη. Το σίδερο και η φωτιά τους έκαµε. Άλλους ο γλύπτης, άλλους ο γύφτος, άλλους ο χρυσοχόος, άλλους ο αγγειοπλάστης τους δηµιούργησε. Πριν τους δουλέψουν τα χέρια αυτών των τεχνιτών και τους δώσουν µορφή, τι ήσαν; Και τα σκευή που είναι φτιαγμένα από την ίδια ύλη μ’ αυτούς τους θεούς, αν τα ξαναχύσουν οι τεχνίτες δεν τα φτιάχνουν κι αυτά θεούς; Κι οι τωρινοί θεοί δεν μπορεί να γίνουν στα χέρια των ιδίων τεχνιτών σκεύη οικιακά; Οι θεοί αυτοί δεν είναι όλοι κουφοί; Όλοι τυφλοί; Όλοι άψυχοι; Όλοι αναίσθητοι; Όλοι ακίνητοι; Όλοι φθαρτοί;
Αυτά τα ξόανα τα ονομάζετε θεούς, τα υπηρετείτε ως δούλοι, τα προσκυνείτε και τ’ αντιγράφετε στη ζωή σας. Μισείτε τους χριστιανούς, διότι δεν τα πιστεύουν για θεούς. Κι όμως, σεις που θαρρείτε ότι τα λατρεύετε, τα καταφρονείτε περισσότερο από τους χριστιανούς. Τα χλευάζετε και τα υβρίζετε περισσότερο από μας, όταν όσα απ’ αυτά είναι πέτρινα και οστράκινα τ’ αφήνετε αφύλαχτα κι όσα είναι ασημένια ή χρυσά τα διπλοκλειδώνετε και τους βάζετε νύχτα μέρα φύλακες για να μη κλαπούν. Και με τις τιμές που τους προσφέρετε, αν μεν αισθάνονται, τα στενοχωρείτε μάλλον παρά τα ευχαριστείτε κι αν είναι αναίσθητα κυττάτε να τα ξυπνήσετε με αίματα και κνίσες.
Ας τα υπομείνει κανείς από σας κάτι τέτοια, ας βάλη τον εαυτό του στη θέση εκείνων. Αλλά δεν θα βρεθεί βέβαια άνθρωπος να ανεχθή τέτοια τιμωρία, διότι έχει αίσθηση και λογικό. Ενώ η πέτρα την ανέχεται, επειδή είναι πράγμα αναίσθητο. Έτσι. λοιπόν, δεν υποτείνεσθε στην αίσθηση της πέτρας ούτε την αποδείχνετε. Για το ότι, λοιπόν, οι χριστιανοί δεν μπορούν να υποδουλωθούν σε τέτοιους θεούς πολλά άλλα θα είχα να πω. Αλλά μετά όσα είπα ήδη αν κανείς τα θεωρή λίγα, περιττεύει κάθε παρά πέρα λόγος.
III
Κατόπιν ποθείς διακαώς να μάθης, όπως νομίζω, γιατί οι χριστιανοί δεν θρησκεύονται όμοια με τους Ιουδαίους.
Οι Ιουδαίοι, είναι αλήθεια, ότι δεν μετέχουν στην ίδια λατρεία που, προανέφερα. Σωστά ομολογούν κι αναγνωρίζουν έναν Θεό και Δεσπότη. Αλλά ομοιότροπα με τους ειδωλολάτρες του εκδηλώνουν τη λατρεία τους κι αυτό είναι η πλάνη τους. Οι εθνικοί με τις τιμές που προσφέρουν στ’ αναίσθητα και κουφά είδωλα δείχνουν την αφροσύνη τους. Ανάλογη μωρία δείχνουν και οι Ιουδαίοι όταν προσφέρουν τις ίδιες τιμές στον Θεό σαν να είχε ανάγκη απ’ αυτές. Διότι ο ποιήσας τον ουρανό και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, αυτός που μας τα χορηγεί όλα όσα έχουμε ανάγκη, τίποτε δεν χρειάζεται ο ίδιος και ο ίδιος δίνει εκείνα που του προσφέρουν οι πλανεμένοι Ιουδαίοι.
Του προσφέρουν θυσίες μ’ αίμα και κνίσα και ολοκαυτώματα και θαρρούν ότι έτσι τον γεραίρουν και τον τιμούν, μοιάζοντας ακριβώς μ’ εκείνους που δείχνουν την ίδια προθυμία στ’ άψυχα είδωλα. Οι μεν προσφέρουν σε ψεύτικους θεούς, που δεν μπορούν ν’ απολαύσουν τα προσφερόμενα, οι δε προσφέρουν στον Θεό πράγματα που δεν τα έχει ανάγκη.
IV
Εξ άλλου δεν νομίζω ότι περιμένεις από μένα να μάθης πόσο καταγέλαστα και τιποτένια πράγματα είναι η περίφοβη λεπτολογία τους ως προς τα φαγητά, η δεισιδαιμονία τους για τα Σάββατα, η αλαζονεία της περιτομής, η ειρωνεία της νηστείας, και νουμηνίας.
Δεν είναι ασέβεια τάχα να παραδέχονται απ’ όσα έχτισε ο Θεός για να τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι ορισμένα ως καλά και ορισμένα να μη τ’ αγγίζουν καν ως άχρηστα και περιττά; Πώς δεν είναι ασέβεια να λένε ότι τάχα ο Θεός απαγορεύει την αγαθοεργία κατά το Σάββατο; Και πώς να μη τους κατηγορήσει κάνεις όταν περηφανεύονται για λίγη κομμένη σάρκα, θεωρώντας αυτό το πράγμα ως σημάδι της εκλογής τους από τον Θεό;
Και όταν τους βλέπει κανείς να παραφυλάνε τ’ άστρα και ο φεγγάρι για να ορίζουν σύμφωνα με τις τροχιές των ουρανίων σωμάτων τους μήνες και τις μέρες και να παίρνουν από τη θεία οικονομία, που υπάρχει μέσα στη φύση κι από τις αλλαγές των εποχών αυθαίρετες διαιρέσεις σύμφωνες με τις διαθέσεις που έχουν κάθε φορά κι έτσι άλλοτε να γιορτάζουν κι άλλοτε να πενθούν, ποιος θα τα πη αυτά τα πράγματα δείγματα θεοσέβειας και όχι αφροσύνης;
Νομίζω, λοιπόν, ότι κατάλαβες αρκετά γιατί έχουν δίκιο οι χριστιανοί να στέκονται μακριά τόσο από την ειδωλολατρική χοντροκοπιά και απάτη όσο και από την πολυπραγμοσύνη και την αλαζονεία των ιουδαίων. Όσο για το το μυστήριο της δικής τους θεοσέβειας μη περιμένης να το μάθης από άνθρωπο.
V
Διότι οι χριστιανοί ούτε από τον τόπο που κατοικούν ούτε από τη γλώσσα που μιλούν ούτε από την εξωτερική ζωή τους διακρίνονται ανάμεσα στους ανθρώπους. Ούτε πόλεις ιδιαίτερες έχουν ούτε διάλεκτο ξεχωριστή ούτε ζωή κάνουν φανταχτερή.
Η θρησκεία τους είναι κάτι που δεν το επινόησε ανθρώπινο μυαλό και δεν το καθίδρυσε ανθρώπινη φροντίδα ούτε ανθρώπινη ιδεολογία ακολουθούν όπως ορισμένοι φιλοσοφούντες.
Κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βάρβαρες, που έλαχε ο καθένας τους, ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες στα φορέματα και στο φαγητό και στον υπόλοιπο βίο κι όμως η πολιτεία τους φανερώνεται θαυμαστή και ομολογουμένως παράδοξη.
Πατρίδα τους έχουν κι αυτοί ένα ορισμένο τόπο, αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα ως πολίται και όλα τα υπομένουν ως ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος.
Παντρεύονται όπως όλοι, κάνουν παιδιά, αλλά δεν τ’ απορίχνουν. Κάθονται σε κοινό τραπέζι, αλλά δεν έχουν κοινή κοίτη. Εν σαρκί βρίσκονται, αλλά ζουν ου κατά σάρκα. Στη γη περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Υπακούουν στους νόμους του κράτους, αλλά με τη ζωή τους νικούν τους νόμους.
Αγαπούν όλους και όλοι τους καταδιώκουν. Δεν τους ξέρουν και όμως τους καταδικάζουν τους θανατώνουν και ζωοποιούνται. Πτωχεύουν και πλουτίζουν πολλούς. Από όλα στερούνται και όλα τα έχουν περίσσια.
Ατιμώνται και η ατιμία τους δοξάζει. Βλασφημούνται και βγαίνουν δικαιωμένοι. Λοιδορούνται και ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Αγαθοποιούν και τιμωρούνται ως κακοποιοί. Τιμωρούνται και χαίρουν ως ζωοποιούμενοι.
Οι Ιουδαίοι τους πολεμούν ως αλλοφύλους και οι ειδωλολάτραι τους διώκουν και όλοι αυτοί που τους μισούν δεν ξέρουν την αιτία της έχθρας τους.
VI
Και για να το πούμε απλούστερα, ό,τι είναι στο σώμα η ψυχή, αυτό είναι στον κόσμο οι χριστιανοί. Είναι απλωμένη σε όλα τα μέλη του σώματος η ψυχή και οι χριστιανοί είναι κατάσπαρτοι στην οικουμένη. Η ψυχή κατοικεί μέσα στο σώμα, αλλά δεν είναι του σώματος. Και οι χριστιανοί κατοικούν μέσα στον κόσμο, αλλά δεν είναι του κόσμου. Αόρατη η ψυχή, φρουρείται μέσα στο ορατό σώμα. Και οι χριστιανοί, ξέρουμε όλοι ότι βρίσκονται μέσα στον κόσμο, αλλά η θεοσέβειά τους μένει αόρατη. Μισεί την ψυχή η σάρκα και την πολεμά ενώ σε τίποτε δεν την αδικεί η ψυχή, μόνο και μόνο διότι την εμποδίζει να ριχθή στις ηδονές.
Μισεί και τους χριστιανούς ο κόσμος ενώ σε τίποτε οι χριστιανοί δεν τον αδικούν, μόνο και μόνο διότι αντιτάσσονται στις ηδονές. Η ψυχή αγαπά τη σάρκα και τα μέλη της που την μισούν. Και οι χριστιανοί αγαπούν εκείνους από τους οποίους μισούνται. Η ψυχή είναι φυλακισμένη στο σώμα, αλλά το συγκρατεί αυτή στη ζωή. Και οι χριστιανοί είναι δεσμώτες του κόσμου, αλλά ο κόσμος ζη χάρη σ’ αυτούς. Αθάνατη είναι η ψυχή και κατοικεί σε θνητό σκήνωμα. Και οι χριστιανοί περνούν μέσα από τη φθορά κατευθυνόμενοι προς την ουράνια αφθαρσία. Με νηστεία και δίψα του σώματος η ψυχή βελτιώνεται. Και οι χριστιανοί τιμωρούμενοι καθημερινά γίνονται περισσότεροι. Διότι ο Θεός τους κάλεσε σε ζωή, από την οποία τους είναι αδύνατο πια να παραιτηθούν.
VII
Δεν είναι επίγειο, καθώς είπα, εύρημα η πίστις που τους δόθηκε ούτε βάλθηκαν να φυλάνε θνητό επινόημα κι ανθρώπινη θρησκεία. Αλλ’ ο ίδιος αληθινά ο παντοδύναμος και κτίστης των πάντων και αόρατος Θεός φύτεψε στις καρδιές των ανθρώπων και καλλιεργεί την ουράνια αλήθεια και τον λόγο τον άγιο και αχώρητο στον νου.
Και δεν έστειλε, όπως είναι φυσικό να σκεφθή κανείς, στους ανθρώπους κάποιον υπηρέτη από τις ασώματες δυνάμεις, που διέπουν τα επίγεια και κρατούν την ουράνια τάξη, αλλά τον Ίδιο τον τεχνίτη και δημιουργό των πάντων. Εκείνον για τον Οποίον και μέσω του Οποίου έκτισε το στερέωμα και μάνδρωσε τη θάλασσα με τις ακρογιαλιές, του Οποίου τα μυστήρια φυλάγονται πιστά από όλα τα στοιχεία της φύσεως, από τον Οποίον προστάχθηκε ο ήλιος να ακολουθή τις τροχιές του, στον Οποίον πειθαρχεί το φεγγάρι βγαίνοντας τις νύχτες, στον οποίον υπακούουν τα άστρα ακολουθώντας τον δρόμο του φεγγαριού. Εκείνον, στον Οποίον και για τον Οποίον έχουν συναρμολογηθή τα πάντα και καθορισθή και υποταχθή, οι ουρανοί και όσα είναι τους ουρανούς, η γη και όσα είναι στη γη, η θάλασσα και όσα είναι στη θάλασσα, η φωτιά, ο αέρας, η άβυσσος, όσα είναι σε ύψη, όσα είναι σε βάθη και όσα βρίσκονται ανάμεσα.
Εκείνον έστειλε στους ανθρώπους. Και τον έστειλε τάχα, όπως είναι φυσικό να συλλογισθή κανείς, για να προξενήση έτσι φόβο, κατάπληξη και συμμάζεμα;
Κάθε άλλο! Ίσα-ίσα με επιείκεια και πραότητα ο βασιλεύς έστειλε τον βασιλέα Υιό του, τον έστειλε ως Θεό αλλά και ως άνθρωπο στους ανθρώπους, τον έστειλε ως σωτήρα, τον έστειλε για να πείση κι όχι να εκβιάση. Διότι η βία δεν ταιριάζει στον Θεό. Τον έστειλε για να καλέση, όχι για να καταδιώξη. Τον έστειλε από αγάπη κι όχι για να κρίνη. Θα τον ξαναστείλη για να κρίνη και τότε την παρουσία του ποιος θα την βαστάξη;...
Δεν βλέπεις τους χριστιανούς να ρίχνονται στα θηρία για ν’ αρνηθούν τον Κύριο και όμως να μη νικώνται; Δεν βλέπεις ότι όσο περισσότεροι τιμωρούνται, τόσο περισσότεροι γίνονται;
Αυτά δεν είναι ανθρώπινα φαινόμενα. Αυτά εξηγούνται μονάχα με τη δύναμη του Θεού. Αυτά είναι φανερώματα της ίδιας του της παρουσίας.
VIII
Ποιος από τους ανθρώπους θα μπορούσε να γνωρίζη στο βάθος τι είναι ο Θεός, πριν ο Χριστός έλθη; παραδέχεσαι τα κούφια λόγια των σπουδαίων φιλοσόφων, που μοιάζουν με παραληρήματα, όταν άλλοι απ’ αυτούς είπαν ότι ο Θεός είναι πυρ (εκεί που θα πήγαιναν οι ίδιοι, αυτό το ονόμασαν θεό), άλλοι νερό κι άλλοι διάφορα άλλα στοιχεία, τα όποια ακριβώς κτίσθηκαν από τον Θεό; Μα αν κάποια απ’ αυτές τις θεωρίες γίνη αποδεκτή, τότε με το ίδιο δικαίωμα μπορούμε να πούμε ότι είναι Θεός και ένα οποιοδήποτε άλλο κτίσμα. Αλλά, βέβαια, όλα αυτά είναι ταχυδακτυλουργίες και καμώματα απατεώνων θαυματοποιών. Κανείς άνθρωπος ούτε είδε ούτε γνώρισε τον Θεό, αλλ’ ο Θεός ο ίδιος φανέρωσε τον εαυτό του. Και τον φανέρωσε δια της πίστεως.
Μονάχα με την πίστη μας έχει δοθή ο τρόπος να βλέπουμε τον Θεό. Ο δεσπότης και δημιουργός των όλων Θεός, που έφτιαξε τα πάντα και τα ξεχώρισε σε είδη, δεν υπήρξε μόνο φιλάνθρωπος, αλλά και μακρόθυμος. Αλλά και ήταν ανέκαθεν τέτοιος και είναι και θα είναι χρηστός και αγαθός και αόργηστος και αληθινός, και μόνος αγαθός είναι. Κι’ αφού εννόησε κάποια μεγάλη και ανείπωτη έννοια, την ανακοίνωσε μονάχα στον υιό του.
Και όσο διάστημα φύλαγε μέσα σε μυστήριο και κρατούσε κρυφή τη σοφή του απόφαση, φαινόταν πως αμελούσε και δεν φρόντιζε για μας. Μα όταν απεκάλυψε μέσω του αγαπητού του παιδιού και φανέρωσε εκείνα που είχε από την αρχή ετοιμασμένα, όλα μονομιάς μας τα χάρισε, δηλαδή και να μετέχουμε στις ευεργεσίες του και να δούμε και να εννοήσουμε εκείνα που κανείς έως τότε δεν είχε ούτε καν φαντασθή.
IX
Αφού, λοιπόν, είχε καταστρώσει το σχέδιο της θείας οικονομίας με τον Υιό του, έως χθες μας άφηνε να παίρνουμε τον κατήφορο της απιστίας, που τόσο τον θέλαμε, παρασυρμένοι από ηδονές και επιθυμίες. Όχι βέβαια διότι αρεσκόταν στις αμαρτίες μας, αλλά τις ανεχόταν. Δεν συνευδοκούσε σ’ εκείνη την εποχή της αδικίας, αλλά δημιουργούσε την τωρινή εποχή της δικαιοσύνης, ώστε έχοντας αποδειχθή τον πρώτο καιρό από τα ίδια μας τα έργα ως ανάξιοι της ζωής, τώρα ν’ αξιωθούμε τη χρηστότητα του Θεού κι αφού στον ίδιο τον εαυτό μας βεβαιωθούμε για το πόσο αδύνατο ήταν να μπούμε στη βασιλείαν του Θεού, τώρα με τη δύναμη του Θεού να μπούμε σ’ αυτή.
Η αδικία μας είχε αποκορυφωθή και συμπληρωθή. Είχε γίνει κατάδηλο ότι το κατάντημα μας δεν μπορούσε να είναι άλλο από την κόλαση και τον θάνατο. Αλλά ήλθε η ώρα που ο Θεός είχε προορίσει για να φανέρωση τη χρηστότητα και τη δύναμή του (ω απροσμέτρητη φιλανθρωπία και αγάπη του Θεού!). Δεν μας μίσησε, δεν μας απεδοκίμασε, δεν μνησικάκησε. Αλλά μακροθύμησε, ανέχθηκε και μέσα στο έλεός του επωμίσθηκε ο ίδιος τις αμαρτίες μας, δίνοντας τον υιό του λύτρο για μας, τον άγιο υπέρ των ανόμων, τον άκακο υπέρ των κακών, τον δίκαιον υπέρ των αδίκων, τον άφθαρτο υπέρ των φθαρτών, τον αθάνατο υπέρ των θνητών.
Διότι τι άλλο μπόρεσε να καλύψη τις αμαρτίες μας παρά η δικαιοσύνη εκείνου; Πάνω σε ποιόν θα μπορούσαμε να δικαιωθούμε εμείς οι άνομοι και ασεβείς παρά μονάχα πάνω στον Υιό του Θεού;
Ω γλυκύ αντάλλαγμα, ω ανεξιχνίαστη δημιουργία, ω απροσδόκητες ευεργεσίες! Η ανομία των πολλών να κρυβή από ένα δίκαιον, η δικαιοσύνη ενός να δικαίωση πολλούς ανόμους.
Αφού μας έκανε ο Θεός να δούμε προτύτερα πόσο αδύνατο στη φύση μας ήταν να πετύχουμε τη ζωή και τώρα μας χάρισε σωτήρα που μπορεί να μας λύτρωση όντας απολύτως αδύνατο να σωθούμε μόνοι μας, και από τα δύο αυτά θέλησε να πιστεύουμε τη χρηστότητά του και να τον αναγνωρίζουμε τροφέα, πατέρα, διδάσκαλο, σύμβουλο, ιατρό, νου, φως, τιμή, δόξα, δύναμη, ζωή, χωρίς να μεριμνάμε για το τι θα ντυθούμε και τι θα φάμε.
X
Αυτή την πίστη αν ποθήσης και συ, θα απόκτησης πρώτα-πρώτα την επίγνωση τού Πατρός. Διότι ο Θεός τους ανθρώπους αγάπησε, για τους όποιους έχτισε τον κόσμο, στους οποίους υπέταξε όλα όσα είναι πάνω στη γη, στους οποίους έδωσε λόγο και. νου, τους οποίους μόνους αξίωσε να βλέπουν προς τα άνω, προς τον ίδιο, τους οποίους έπλασε από την ίδια του την εικόνα, προς τους οποίους απέστειλε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, στους οποίους υποσχέθηκε την ουράνια βασιλεία και θα τους τη χαρίση αν τον αγαπήσουν.
Όταν πάρης επίγνωσι όλων αυτών, δεν ξέρεις τι χαρά θα νοιώσης. Και πως θ’ αγαπήσης εκείνον που τόσο σ’ αγάπησε πριν από τους αιώνες!
Αλλά αγαπώντας τον θα γίνης μιμητής της χρηστότητάς του. Και μην απορήσης για το ότι ο άνθρωπος μπορεί και γίνεται μιμητής του Θεού. Μπορεί, διότι θέλει ο Θεός.
Δεν μιμείται τον Θεό εκείνος που καταδυναστεύει τους διπλανούς του, εκείνος που τους εκμεταλλεύεται, εκείνος που πλουτεί εις βάρος τους, εκείνος που τους πατεί με το πέλμα του. Όλα αυτά είναι έξω από τη θεία μεγαλειότητα. Αλλά μιμητής του Θεού είναι εκείνος που σηκώνει το βάρος του διπλανού του, που ευεργετεί τους αδυνάτους, που παίρνοντας από τον Θεό χορηγεί σ’ όσους έχουν ανάγκη και γίνεται σαν θεός τους.
Τότε θα δης, ενώ θα είσαι στη γη, τον Κύριο του ουρανού, τότε θ’ αρχίσης να λαλής τα μυστήρια του Θεού, τότε θ’ αγαπήσης και θα θαυμάσης αυτούς που τόσα υποφέρουν για να μη τον αρνηθούν. Τότε θα καταλάβης. την απάτη και την πλάνη του κόσμου, όταν νοιώσης την ουράνια ζωή, όταν καταφρονήσης τον φαινομενικό εδώ κάτω θάνατο, όταν φοβηθής τον πραγματικό θάνατο, που επιφυλάσσεται σ’ όσους πρόκειται να καταδικασθούν στο πυρ το αιώνιο, στη φωτιά που έως το τέλος θα καίη, εκείνους που θα της παραδοθούν.
Τότε θα θαυμάσης αυτούς που υπομένουν για τη δικαιοσύνη το πρόσκαιρο πυρ και θα τους μακαρίσης, όταν καταλάβης εκείνο το πυρ τι πράγματι είναι.