- Εις το τέλος της ζωής οι Δαίμονες επιτίθενται με μεγαλυτέραν σφοδρότητα εναντίον του ανθρώπου. «Ο Ευλόγιος και ο λωβός» (Ἀββᾶ Παλλαδίου)
- Είπε Γέρων... «Περί Ελεημοσύνης»
- Είπε Γέρων... «Περί Συκοφαντίας»
- Είπε Γέρων... «Περί Αγάπης»
- Είπε Γέρων... «Περί θλίψεων και δοκιμασιών»
- Είπε Γέρων... «Περί Νηστείας»
- Είπε Γέρων... Περί Εγκρατείας
- Είπε Γέρων... «Περί Μετανοίας»
- Είπε Γέρων...«Η πρός τόν Θεόν Ελπίδα»
- Είπε Γέρων... «Περί Ταπεινώσεως»
- Είπε Γέρων... «Περί Πνευματικού Αγώνος»
- Είπε Γέρων.... «Περί κατακρίσεως και καταλαλιάς»
- Είπε Γέρων... «Περί Υπομονής»
- Είπε Γέρων... «Περί Προσευχής»
Είπε Γέρων...
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
4/10 Ιερόθεος Επίσκοπος Αθηνών *
ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ποτέ δεν μένει χωρίς αποτέλεσμα ο λόγος του Θεού. Γιατί ο θείος λόγος δεν είναι σαν το λόγο των ανθρώπων· είναι λόγος, όπως λέει ο άγιος Απόστολος, "ζων και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον...". Ούτε μπορεί κανείς να ξέρη τι αλλοιώσεις κατεργάζεται ο θείος λόγος μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ακριβώς τότε που φαίνεται πως οι άνθρωποι τον απορρίπτουν και τον χλευάζουν. Όταν ο Απόστολος Παύλος πήγε στας Αθήνας και τον άκουσαν να κηρύττη την Ανάσταση, άρχισαν οι σοφοί να τον χλευάζουν. Ήσαν όμως και μερικοί που επίστεψαν, ήσαν εκείνοι - οι λίγοι έστω, επάνω στους οποίους βρήκεν απήχηση και είχεν επίδραση ο θείος λόγος. Αυτοί οι λίγοι, μαζί με τον άγιο Διονύσιο, ήσαν μια γυναίκα "ονόματι Δάμαρις...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
21/9 Ιωνάς ο Προφήτης *
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΝΑΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Προφήτης Ιωνάς έζησε επί των βασιλέων Αμασίου και Ιεροβοάμ. Ήταν γιος του Αμαθί και είχε πατρίδα την Γεχθοφέρ, της φυλής Ζαβουλών. Ο Ιωνάς ήταν αυτός, που με θεία νεύση ενθάρρυνε τον Ιεροβοάμ σε πόλεμο κατά του άρχοντα της Συρίας, που κατέληξε σε νίκη του Ισραήλ και αποκατάσταση των συνόρων του. Ο Ιωνάς φέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, πέμπτος μεταξύ των μικρών λεγόμενων προφητών. Βρίσκουμε δε γι’ αυτόν στο ομώνυμο βιβλίο, που κυρίως τον έκανε γνωστό λόγω της ιερής δραματικότητός του. Ο Κύριος τον είχε διατάξει να πάει στη Νινευή, έδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμών και οργίων, για να κηρύξει σ’ αυτή και να προφητέψει την καταστροφή της. Ο Ιωνάς όμως, αποφάσισε να λησμονήσει τη διαταγή του Θεού, και έκρινε...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Είπε Γέρων... «Περί Αγάπης»
Παρασκευή, 12 Απριλίου 2024 - 3707 εμφανίσεις άρθρου
ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ...
«ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ»
Της Αικατερίνης Αντωνιάδου
Θεολόγου - Πολιτικού Επιστήμονος
- Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ὁ Καθηγητής τῆς ἐρήμου, ἔλεγε στούς μαθητάς του: Δέν φοβοῦμαι τόν Θεόν, διότι τόν ἀγαπῶ. Ἡ τελεία ἀγάπη «ἔξω βάλλει τόν φόβον».
- Ο ΑΒΒΑΣ ΑΜΜΟΥΝ, ὁ Νιτριώτης, ἐπισκέφθηκε κάποτε τόν Μέγαν Ἀντώνιον καί ἐπειδή εἶχε μαζί του φιλική οἰκειότητα τόν ἐρώτησε:
- Πῶς συμβαίνει ἐγώ μέν νά κοπιάζω περισσότερο ἀπό σένα,
σύ δέ νά δοξάζεσαι περισσότερο ἀπό τούς ἀνθρώπους;
- Φαίνεται ὅτι θά ἀγαπῶ τόν Θεόν περισσότερο ἀπό σένα,
τοῦ ἀποκρίθηκε μέ καλοκάγαθο μειδίαμα ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ.
- Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ, ὁ Ὁμολογητής, γράφει ὅτι ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη, εἶναι ἀγαθή διάθεσις τῆς ψυχῆς καί ὅποιος τήν κατέχει δέν προτιμᾶ κανένα ἀπό τά δημιουργήματα περισσότερο ἀπό τόν Θεόν. Εἶναι δέ ἀδύνατον νά τήν ἀποκτήση μονίμως ὁ ἄνθρωπος, ὅταν αἰσθάνεται τήν παραμικρή προσκόλλησι στά γήϊνα πράγματα. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεόν, ζῆ βίον ἀγγελικόν ἐπάνω στή γῆ. Νηστεύει, ἀγρυπνεῖ, ψάλλει, προσεύχεται καί ἔχει πάντοτε καλές σκέψεις γιά τούς συνανθρώπους του.
- Ο ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ὅταν ἦτο ἀκόμη ὑποτακτικός τόν ἔστειλε
ὁ Γέροντάς του στό φοῦρνο τῆς Σκήτης νά ψήση τά παξιμάδια του. Ἐκεῖ βρῆκε
κάποιον ἄλλον πού ἤθελε νά φουρνίση τά δικά του, μά δέν ἔβρισκε βοηθό. Ὁ νεαρός
Θεόδωρος ἄφησε κάτω τόν τορβᾶ του κι’ ἔδωσε ἕνα χέρι στόν Ἀδελφό. Δέν πρόλαβε
νά τελειώση καί ἔφθασε ἄλλος μέ ψωμιά. Ὁ Θεόδωρος παρεχώρησε πάλι τή θέσι του
καί πρόσφερε τή βοήθειά του. Σε λίγο ἦλθε τρίτος καί τέταρτος ἕως ἕξι. Ὁ
Θεόδωρος ἐβοήθησε τούς Ἀδελφούς καί τελευταῖος ἀπό ὅλους ἔψησε τά δικά του
παξιμάδια. Ἔδυε ὁ ἥλιος πλέον ὅταν ἐγύριζε στό Γέροντά του. Τοῦ εἶπε τό λόγο
πού τόν ἔκανε νά καθυστερήση τόσο πολύ, χωρίς νά θεωρῆ ὅμως ὅτι ἔκανε κάτι
ἀξιόλογο....
- ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ πάλι, πού ἐπήγαινε στήν πόλι νά δώση τό
ἐργόχειρό του καί νά προμηθευθῆ τό λίγο ψωμάκι του, βρῆκε κοντά στήν ἀγορά ἕνα
πτωχό γέρο ἀνάπηρο.
- Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, Ἀββᾶ, ἄρχισε τά παρακάλια ὁ
γέρος μόλις εἶδε τόν Ὅσιο, μή μέ ἀφήσης κι’ ἐσύ ἀβοήθητο τόν δυστυχῆ, πᾶρε με
κοντά σου.
Ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων τόν ἔβαλε νά καθίση δίπλα του ἐκεῖ πού
ἀράδιασε τά καλάθια του γιά νά τά πουλήση.
- Πόσα λεπτά πῆρες, Ἀββᾶ; τόν ρωτοῦσε ὁ γέρος κάθε φορά
πού ἔδινε ἕνα καλάθι.
- Τόσα, τοῦ ἔλεγε ὁ Ὅσιος.
- Καλά εἶναι. Δέν μοῦ ἀγοράζεις ὅμως μιά μικρή πίττα,
Ἀββᾶ; Ἔτσι γιά νά δῆς καλό, πού ἔχω ἀπό χθές βράδυ νά φάγω.
- Μετά χαρᾶς, ἔλεγε ὅ Ὅσιος και ἔκανε ἀμέσως τήν
ἐπιθυμία του.
Σέ λίγο τοῦ ζήτησε φροῦτα, ὕστερα ἕνα γλυκό. Ἔτσι σέ
κάθε καλάθι πού πουλοῦσε ἐξόδευε τά χρήματα, χάρι τοῦ προστατευομένου του, ἕως
ὅτου ἔδωσε ὅλα τά καλάθια καί ὅλα τά χρήματα ὁ Ὅσιος χωρίς νά τοῦ μείνη γιά τόν
ἑαυτό του οὔτε δίλεπτο. Καί τό σπουδαιότερο πώς τό ἔκανε μέ μεγάλη προθυμία,
ἐνῶ ἤξερε πώς εἶχε νά περάση τώρα τοὐλάχιστον μία ἑβδομάδα χωρίς ψωμί.
Ἀφοῦ ἔδωσε καί τό τελευταῖο του καλάθι ἑτοιμάσθηκε νά
φύγη ἀπό τήν ἀγορά.
- Φεύγεις λοιπόν;
τόν ἐρώτησε ὁ ἀνάπηρος.
- Ναί τελείωσα πιά τή δουλεία μου.
- Ἔ, τώρα θά κάνης ἀγάπη νά μέ πᾶς ὡς τό σταυροδρόμι κι’
ἀπό κεῖ φεύγεις γιά τήν ἔρημο, εἶπε πάλι παρακαλεστικά ὁ παράξενος γέρος.
Ὁ ἀγαθώτατος Ἀγάθων τόν φορτώθηκε στήν πλάτη καί μέ
πολλή δυσκολία τόν μετέφερε ἐκεῖ πού τοῦ ζητοῦσε γιατί ἦτο κατάκοπος ἀπό τήν
ἐργασία τῆς ἡμέρας.
Σάν ἔφτασαν στό σταυροδρόμι κι’ ἑτοιμάστηκε νά ἀποθέση
κάτω τό ζωντανό φορτίο του, ἄκουσε γλυκειά φωνή νά τοῦ λέγη·
- Εὐλογημένος νά εἶσαι, Ἀγάθων, ἀπό τόν Θεόν καί στή γῆ
καί στόν Οὐρανό.
Ἐσήκωσε τά μάτια ὁ Ὅσιος νά ἰδῆ ἐκεῖνον πού τοῦ
ὡμιλοῦσε. Ὁ δῆθεν γέρος εἶχε γίνει ἄφαντος γιατί ἦτο Ἅγγελος σταλμένος ἀπό τόν
Θεόν νά δοκιμάση τήν ἀγάπη τοῦ Ὁσίου.
- Ο ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ, Ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως, μᾶς διηγεῖται τήν ἀκόλουθη ἱστορία. Ὁ Σεραπίων ἦτο Αἰγύπτιος Ἀσκητής τελείως ἀκτήμων καί πολύ ἐλεήμων. Πολλές φορές τόν εἶχαν ἰδεῖ νά γυρίζη μ’ ἕνα σεντόνι τυλιγμένο γύρω ἀπό τό γυμνό του σῶμα, γιατί τά ἐνδύματά του τά εἶχε δώσει ἐλεημοσύνη. Ἔτσι τοῦ ἔμεινε καί τό ὄνομα Σινδόνιος.
Κάποτε πουλήθηκε σάν δοῦλος σ’ ἕνα εἰδωλολάτρη ἠθοποιό
γιά εἴκοσι νομίσματα. Ἄρχισε μέ μεγάλη προθυμία νά ὑπηρετῆ τόν κύριόν του καί
ὅλη του τήν οἰκογένεια. Ἐργαζόταν ἀδιάκοπα χωρίς ἀπαιτήσεις. Τό φαγητό του
ἀποτελεῖτο μόνο ἀπό ψωμί καί νερό. Ἐνῶ τά χέρια του δούλευαν, ὁ νοῦς του ἦτο
ἀπασχολημένος μέ τήν προσευχή. Τά λόγια τῆς Γραφῆς δέν ἔλειπαν ποτέ ἀπό τά
χείλη του. Σκοπός του ἦταν νά μεταδώσει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ στούς κυρίους του
καί δέν ἄργησε νά τό ἐπιτύχη. Τούς προσείλκυσε στήν πίστι, πρῶτα ἀπό ὅλα μέ τό
παράδειγμα τοῦ χριστιανικοῦ βίου του καί ὕστερα μέ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου,
πού πέφτει σάν βάλσαμο παρηγοριᾶς στίς ταλαιπωρημένες ἀπό τήν κοσμική
ματαιότητα ψυχές.
Ὅταν ὁ μῖμος - ἔτσι ἔλεγαν τότε τούς ἠθοποιούς -, ἡ
σύζυγος καί τά παιδιά του ἐπῆραν τή χάρι τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἄφησαν τό
ἐπάγγελμά τους πού δέ συμφωνοῦσε πιά μέ τή νέα ζωή καί ἔγιαν ἐνεργά μέλη τῆς
Ἐκκλησίας. Μιά μέρα ἐπῆρε ἰδιαιτέρως τόν Σινδόνιο ὁ κύριός του καί τοῦ εἶπε·
- Εἶναι καιρός, Ἀδελφέ, νά σοῦ ἀνταποδώσω τήν εὐεργεσία
πού μοῦ ἔκανες νά ἐλευθερώσης καί μένα καί τήν οἰκογένειά μου ἀπό τό σκοτάδι
τῆς εἰδωλολατρίας. Πᾶρε καί ἐσύ γιά ἀντάλλαγμα τήν ἐλευθερία σου.
Τότε ὁ Σινδόνιος κατάλαβε πώς εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά τοῦ
ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια. Τοῦ εἶπε λοιπόν πώς δέν ἦτο δοῦλος καί πώς μέ τήν
θέλησί του πουλήθηκε σ’ αὐτόν, γιά νά τόν ὁδηγήσει στόν Χριστό.
- Ἀφοῦ ἐπλήρωσε ὁ Θεός τήν ἐπιθυμία μου, ἄς πάω τώρα νά
βοηθήσω κι’ ἄλλους.
Ἐπέστρεψε τά εἴκοσι νομίσματα στόν κύριό του καί ἔφυγε
γιά ἄλλη χώρα. Ἐκεῖ πουλήθηκε σέ οἰκογένεια αἱρετικῶν. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἔφερε
κι αὐτήν πολύ γρήγορα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας.
Μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ὁ Σινδόνιος ὑπηρετοῦσε
σωματικά καί ψυχικά τούς συνανθρώπους του.
- Ο ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ, ὁ Ἡγιασμένος ὅταν ἦτο ὑποτακτικός στό
Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, πολύ νέος ἀκόμη στήν ἠλικία, τοῦ εἶχαν ἀναθέσει
νά ἑτοιμάζη τό ψωμί τῶν ἀδελφῶν. Μία βροχερή ἡμέρα, ἐνῶ ζύμωνε μπῆκε ἕνας
Ἀδελφός στό φοῦρνο κι’ ἄφησε τά βρεγμένα ροῦχα του νά στεγνώσουν. Ὁ Σάββας πού
δέν εἶχε ἰδῆ τί εἶχε κάνει ὁ ἄλλος, ἄναψε τό φοῦρνο. Ἐν τῷ μεταξύ ἦλθε κι’
ἐκεῖνος νά τά πάρη καί σάν εἶδε τό φοῦρνο ἀναμμένο, ἀπό τή λύπη του κόντευε νά
κλάψη, γιατί δέν εἶχε ἄλλα ροῦχα κι’ ἐκεῖνα πού φοροῦσε ἦσαν δανεικά.
Βλέποντας ὁ Σάββας τή στενοχώρια τοῦ Ἀδελφοῦ δέν ἔχασε
καιρό. Μ’ ἕνα πήδημα βρέθηκε μέσα στό φοῦρνο καί μάζεψε τά ροῦχα.
Καί τί θαῦμα! Οὔτε τά ροῦχα εἶχαν πειραχθῆ καθόλου ἀπό
τή φωτιά, οὔτε ὁ συμπαθέστατος νέος ἔπαθε τίποτε. Δέν τόν ἔθιξαν οἱ φλόγες ὄχι
ἀπό τήν εὐσέβειά του, ὅπως τούς τρεῖς Παῖδας, ἀλλά γιά τήν φιλαδελφία του.
- Ο ΑΒΒΑΣ ΑΓΑΘΩΝ, ἔλεγε. Οὐδέποτε ἐπλάγιασα νά κοιμηθῶ,
ἔχοντας λύπη στήν καρδιά μου γιά τόν πλησίον μου. Καί ὅσο πάλι ἐξαρτᾶτο ἀπό
μένα, δέν ἄφησα ἄνθρωπο νά κοιμηθῆ στενοχωρημένος μαζί μου.
- Ο ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ, συνήθιζε νά λέγη.
Δέν ἄφησα νά μπεῖ ποτέ σ’ αὐτό ἐδῶ τό κελλί λογισμός
ἐναντίον ἀδελφοῦ, πού νά μέ στενοχώρησε. Ἐφρόντισα ὅμως νά μήν ἀφήσω καί τόν
ἀδελφό μου νά πάη στό κελλί του ἔχοντας λογισμόν ἐναντίον μου.
- Ο ΑΒΒΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, μέ μερικούς ἀκόμη ἀδελφούς ἐπήγαιναν νά
ἐπισκεφθοῦν κάποια πολύ μακρινή σκήτη. Περπατῶντας νυχτωθήκανε κι’ ὁ Μοναχός
πού τούς εἶχαν δώσει γιά ὁδηγό ἔχασε τό δρόμο. Οἱ ἀδελφοί τό κατάλαβαν κι’
ἐρώτησαν τόν Γέροντα ἰδιαιτέρως.
- Τί πρέπει νά κάνωμε τώρα, Ἀββᾶ; Ἄν ἐξακολουθήσωμε νά
προχωροῦμε, κινδυνεύουμε νά χαθοῦμε σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἀπέραντη ἔρημο.
- Ἄν δείξωμε πώς καταλάβαμε ὅτι ἔχασε τό δρόμο θά ντραπῆ
καί θά στενοχωρεθῆ ὁ ἀδελφός, εἶπε ὁ ἀγαθός Γέροντας. Θά προφασιστῶ καλλίτερα
πώς εἶμαι κουρασμένος καί δέν μπορῶ νά περπατήσω ἄλλο καί ἄς μείνωμε ἐδῶ νά
ξημερώση.
Ἔτσι κι’ ἔκανε γιά νά μή λυπήση τόν ἀφηρημένο ὁδηγό
τους.
- Ο ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ, ὁ Σῦρος, λέγει ὅτι ἄν φιλονικήσουν δύο ἀδελφοί, ἐκεῖνος πού θά ζητήσει συγγνώμη πρῶτος, θά κερδίση τό στέφανο τῆς νίκης. Θά γίνη συγκατάβασις καί γιά τόν ἄλλον, ἄν δέν περιφρονήση τόν ἀδελφό, ἀλλά προθυμοποιηθῆ νά εἰρηνεύσουν μεταξύ τους.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΤΑΠΕΙΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Ἡ
ἀρετή τῆς ἀγάπης εἶναι ὅ,τι σπουδαιώτερο ἠμπορεῖ νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος στήν
ζωή του, εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν.
Γι’
αὐτό, ἐξ’ ἄλλου, τήν ἀντιμάχεται τόσο σφοδρά ὁ μισόκαλος διάβολος.
Ὅσους κόπους καί νά καταβάλλει ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, ἄν δέν εἶναι προικισμένος μέ τήν ἀπολυτρωτική δύναμη τῆς ἀγάπης, βρίσκεται πάντοτε στήν ἀρχή τοῦ ἀγῶνα του. Μένει κενός καί στεγνός ἐσωτερικά χωρίς τήν ζωοποιό δροσιά τῆς ἀγάπης καί ἀπογοητευμένος, ἀπό τόν κόπο πού καταβάλλει καί δέν τόν ὁδηγεῖ στόν στόχο, πού εἶναι ἡ θεῖα Μέθεξη, ἡ ἕνωσή του μέ τόν Θεό.
«Ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ
ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη ἡ πρώτη ἐντολή· καί δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τόν πλησίον
σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολή οὐκ ἔστι». (Μαρκ. ιβ’ , 30-32).
Νά ἀγαπήσουμε τόν Θεόν μας
μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς καρδιᾶς
μας, καί τόν πλησίον μας ὡς τόν ἑαυτόν μας. Ὅλος ὁ Θεῖος Νόμος καί οἱ
Προφήτες σ’αὐτές τίς δύο ἐντολές συγκεντρώνονται. Ἐάν κανείς κατορθώσει νά πετύχει
τίς δύο αὐτές μεγάλες ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἔχει καταφέρει καί τήν εἴσοδό του στήν
Οὐράνια Βασιλεία.
Πῶς
ὅμως θά ἀποκτήσουμε ἀγάπη; Ὅλα στήν ἐποχή μας, μᾶς ὠθοῦν μακριά της. Ἡ τραγική
εἰρωνία εἶναι ὅτι σήμερα τήν ἔχουμε ἀνάγκη περισσότερο ἀπό ποτέ. Θά’ λεγε
κανείς ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἀντιστρατεύωνται τήν χαρά τους. Πολεμοῦν πολλοί
σήμερα τόν χριστιανισμό, τόν μοναχισμό, τό ἴδιο τό Πρόσωπο τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ
μας, χωρίς αἰδώ καί ταυτόχρονα ἐκφράζουν τήν θλίψη τους γιά τήν ἀναλγησία τῆς
κοινωνίας, τῶν θεσμῶν, γιά τά ὑπαρξιακά ἀδιέξοδα τῶν νέων μας.
Πῶς σήμερα θά βοηθήσουμε καί θά διδάξουμε τούς νέους νά εἶναι σωστοί ἄνθρωποι, νά ἔχουν ἀγάπη, ἐλπίδα πρός τόν Θεό στίς δύσκολες ὥρες τους, νά εἶναι μεγαλόψυχοι, ἀνεκτικοί μέ τά ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, ὑπομονετικοί, νά ἀγαποῦν τήν ἀλήθεια καί νά τήν ὑπερασπίζουν μή ὑπολογίζοντας, πρωτίστως, τό ἀτομικό τους συμφέρον, ὅταν ἡ κοινωνία τῶν μεγάλων ποῦ ζοῦν ἔχει φθαρεῖ καί ἔχει χάσει κατά πολύ τά ἰδανικά καί τά στοιχεῖα αὐτά;
Καί
τί ἰδανικά νά τούς ἐμφυτεύσουν ἀφοῦ προσπαθοῦν νά τούς ἀφαιρέσουν τήν ἰδιότητα
τοῦ ἐλευθέρου προσώπου πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός καί νά τούς ἐξομοιώσουν μέ ἕναν
ἀριθμό. Ἔχουν αἰσθήματα καί ἀγάπη οἱ ἀριθμοί; Ἀπό ποῦ νά ἀντλήσει κανείς χαρά
ὅταν φεύγει μακριά ἀπό τήν πηγή τῆς πραγματικῆς χαρᾶς, πού εἶναι μόνο ὁ Θεός.
Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί
ὅποιος δέν ἔχει ἀγάπη δέν εἶναι κοντά στόν Θεόν καί στερεῖται τίς εὐλογίες τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν Θεό, ἄσχετα ἐάν ὁ ἴδιος πιστεύει ὅτι εἶναι κοντά
στόν Θεόν. «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ
Θεός ἐν αὐτῷ». (Α΄ Ἰω. δ΄,16)
Ἡ ἀπομάκρυνση μας λοιπόν ἀπ’τόν Θεόν,
καί ἡ καταπάτηση τῶν ἐντολῶν του, μᾶς ὁδηγεῖ σταδιακά στόν ἀτομισμό, στήν
μοναξιά, στήν ἰδιοτέλεια καί σέ μία πνευματική πτώση, ἡ ὁποία ψύγει τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἑπομένως καί πρός τόν Θεόν «...καί διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν». (Ματθ. κδ’ ,12).
Σέ μιά ἐποχή λοιπόν, ἄκρατης,
ἐπιφανειακῆς, ἰδιοτελοῦς καί γι’αὐτό στείρας "ἀγαπολογίας" τῶν
ἀνθρώπων, τῶν λαῶν καί τῶν θρησκειῶν ἄς προσπαθήσουμε νά ἀποκτήσουμε πραγματική
ἀγάπη πρός τό πλησίον γιά νά κερδίσουμε τόν χαμένο αὐτοσεβασμό μας, τήν
ἐσωτερική εἰρήνη χαρά. Δέν ἔχουν χαθεῖ καί ἰσοπεδωθεῖ τά πάντα ἀκόμη, ὅπως
ἐντέχνως θέλουν νά μᾶς πείσουν τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως καί ἀξίζει πραγματικά
νά ἀγωνισθοῦμε γιά τό ἀγαθό. Ἔτσι θά ἐλπίζουμε, στήν προστασία στό ἔλεος καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού τόσο
πολύ ἀνάγκη ἔχουμε σήμερα.
Ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς ἔλαβε δούλου μορφή, φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα καί
σταυρώθηκε, γιά νά πληρώσει τό ἀντίτιμο τῆς ἀπολύτρωσής μας.
«... ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν. ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοῦ. ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν». (Α΄ Ἰω. δ΄, 8-10)
Ἄς κάνουμε λοιπόν καί ἐμεῖς μιά προσπάθεια μεγαλύτερη, γιά νά σταυρώσουμε τά πάθη καί τόν κακό μας ἑαυτό, καί ν’ "ἀναστηθοῦμε" πνευματικά καί σωματικά ὅσο ζοῦμε σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή.
Κλείνοντας ἀντί ἄλλου ἐπιλόγου θά ἤθελα νά προσέξουμε τόν ΥΜΝΟ τῆς ΑΓΑΠΗΣ τά θεόπνευστα αὐτά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός ὅλους τούς πιστούς τῆς κάθε ἐποχῆς τά ὁποῖα εἶναι τόσο ὡραία, τόσο ποιητικά, τόσο ὑψηλά καί συνταρακτικά, ἀφ’ ἑνός διότι ἀναδεικνύουν τό μέγεθος καί τό μεγαλεῖο τῆς πραγματικῆς ἀγάπης, προτρέποντας ὅλους ἡμᾶς νά τήν ἀποκτήσουμε, ἀφ’ ἑτέρου διότι κάνει ἐμᾶς τούς σύγχρονους χριστιανούς -στήν πλειοψηφία- νά νιώθουμε δέος καί ἕνα μεγάλο κενό, διαπιστώνοντας πόσο "πτωχοί" πνευματικά εἴμαστε καί πόσο πολύ κινδυνεύουμε ἀπό τή λιγοστή ἀγάπη πού διαθέτουμε.
Γράφει λοιπόν ὁ Ἀπόστολος: «Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν
ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον. καί ἐάν ἔχω
προφητείαν καί εἰδῶ τά μυστήρια πάντα καί πᾶσαν τήν γνωσιν, καί ἐάν ἔχω πᾶσαν
τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμι. καί ἐάν ψωμίσω
πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή
ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ
ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ
παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δέ τῇ
ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ἡ ἀγάπη
οὐδέποτε ἐκπίπτει...». (Α’
Κορινθίους, ιγ’ , 1-8).