- Περί Παλαιάς Διαθήκης (Μέρος Γ’)
- Το Σύμβολον της Πίστεώς μας (Μέρος Α’)
- Ολυμπιακή φλόγα και Πραγματικό Φώς
- Η Πανήγυρις της Ι.Μ. Αγίου Κοσμά Κορινθίας
- Διδαχές του Αγίου Κοσμά
- Ιεραποστολή στην Αυστραλία
- Είπε Γέρων...
- Παροιμιώδεις Λέξεις καί Φράσεις
- Βιβλιοπαρουσίασις: «Ιερά Κατήχησις» του Νικολάου Βούλγαρη
- Τεύχος 22 - Σεπτέμβριος 2004 - Εξώφυλλο
- Η Ελληνική Σημαία μας στα χέρια Αλλοδαπών;
Τεύχος 22
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
4/12 Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Όσιος
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Διαπρεπέστατος θεολόγος και ποιητής του 8ου αιώνα μ.Χ. και μέγας πατήρ της Εκκλησίας. Γεννήθηκε στη Δαμασκό στα τέλη του 7ου αιώνα μ.Χ. και έτυχε επιμελημένης αγωγής από τον πατέρα του Σέργιο, που ήταν υπουργός οικονομικών του Άραβα Χαλίφη Αβδούλ Μελίκ του Α’. Δάσκαλός του ήταν κάποιος πολυμαθής και ευσεβέστατος μοναχός, που ονομαζόταν Κοσμάς και ήταν από τη Σικελία. Ο Σικελός μοναχός πράγματι, εκπαίδευσε τον Ιωάννη και τον θετό του αδελφό Κοσμά τον Μελωδό, άριστα σ’ όλους τους κλάδους της γνώσης.Όταν πέθανε ο Σέργιος, ο γιός του Ιωάννης διορίστηκε, χωρίς να το θέλει, πρωτοσύμβουλος του Χαλίφη Βελιδά (705 - 715 μ.Χ.). Αργότερα, όταν ο Χαλίφης Ομάρ ο Β’ εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ιωάννης μαζί με τον θετό του ...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
21/11 Τα Εισόδια της Θεοτόκου *
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΛΙΓΑ ΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ Νους ανθρώπινος δεν μπορεί να συλλάβη το έργο της θείας οικονομίας, τι έκαμε δηλαδή και τι κάνει η αγάπη και η σοφία του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε από τον Σωτήρα Κύριο στον κόσμο, παραδίδεται από την Εκκλησία και κηρύσσεται στη θεία Γραφή από τους Ευαγγελιστάς και τους Αποστόλους, και οι πιστοί το δέχονται "διά της πίστεως", όχι σαν ιστορική γνώση και σαν φυσική ανακάλυψη, αλλά σαν Αποκάλυψη Θεού και ιερή Παράδοση της Εκκλησίας.Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο θείας Αποκαλύψεως και ιερής Παραδόσεως της Εκκλησίας, που τον θεωρούμε και τον ζούμε "διά της πίστεως" τοποθετείται η σημερινή εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου."Αγνείας γαρ έχει υπόθεσιν και του κοινού γένους ...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Παροιμιώδεις Λέξεις καί Φράσεις
Παρασκευή, 12 Νοεμβρίου 2004 - 17529 εμφανίσεις άρθρου
ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
Πολλές φορές στην ζωή μας, όλοι μας, χρησιμοποιούμε διάφορες λέξεις καί φράσεις παροιμιώδεις.
Γνωρίζουμε όμως πώς καί από πού προήλθαν;
1.
"Τωρα που βρήκαμε παππά, ας θάψουμε πέντ’ έξι"
Μια φορά υπήρχαν σ’ έναν τόπο, δύο ορεινά χωριά, που ζητούσαν παππά για την τέλεση των εκκλησιαστικών μυστηρίων. Αλλά ο Δεσπότης δεν τούς έστελνε, λέγοντάς τους ότι έπρεπε να πάνε στη Μητρόπολη. Για τούς νεκρούς όμως το πράγμα ήταν δύσκολο. Έκαναν, λοιπόν, παράπονα στο Δεσπότη, και επειδή οι νεκροί έμεναν άθαφτοι, ο Δεσπότης έστειλε στο ένα χωριό έναν παππά. Οι κάτοικοι, λοιπόν, του χωριού αυτού, ειδοποίησαν όλους τούς κατοίκους του άλλου χωριού να πάνε τούς πεθαμένους που έχουνε, για να τούς θάψει ο παππάς που είχε πάει. Οι κάτοικοι, όμως, απάντησαν ότι δεν έχουν πεθαμένους, αλλά ετοιμοθάνατους. και από το άλλο χωριό τούς απάντησαν: "Δεν πειράζει, φέρτε τους, τώρα που βρήκαμε παππά ας θάψουμε πέντ’ έξι".
2.
"Άκουσον μεν, πάταξον δε"
"Χτύπησέ με, μα άκουσέ με". Αυτή την απάντηση έδωσε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής 11) στο συμβούλιο της Σαλαμίνας, στα 480 π.Χ., ο Θεμιστοκλής στον Σπαρτιάτη Ναύαρχο Ευρυβιάδη, όταν θέλησε εκείνος να τον χτυπήσει, ερεθισμένος, επειδή ο Θεμιστοκλής υποστήριζε πως η ναυμαχία έπρεπε να γίνει στα νερά της Σαλαμίνας και όχι κοντά στον Ισθμό όπως πρότεινε ο Ευρυβιάδης.
Από τότε έμεινε παροιμιώδης η φράση και λέγεται, για να δείξει την ηρεμία και τη στάθερότητα που κρατά μέσα σε αναμμένη συζήτηση, όποιος αποβλέπει να βρεθεί η αλήθεια και να γίνει το σωστό.
3.
"Άγραφα" - "Είναι απ’ τ’ άγραφα" -
"Αυτό είναι από τ’ άγραφα"
Διάφορες φράσεις: "αυτό που μου συνέβει είναι από τ’ άγραφα", "αυτό που μου λες είναι απ’ τα άγραφα", δηλαδή, κάτι το καταπληκτικό, το απίθανο κ.λπ.
Η έκφραση αυτή φαίνεται πως προήλθε από τα "άγραφα" εκκλησιαστικά κείμενα, που όπως και τα "απόκρυφα", δεν περιλαμβάνονται στα "κανονικά" Ευαγγέλια και λοιπά εκκλησιαστικά κείμενα, που περιγράφουν τη ζωη και το έργο και αυτά που είπε ο Ιησούς.
Όσο για την παρερμηνεία ότι προέρχεται από τα όρη της Ευρυτανίας "Άγραφα", δεν είναι σωστό. Τα βουνά αυτά πήραν το όνομά τους, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, από το ότι οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να υποδουλώσουν την περιοχή και δεν την περιέλαβαν στα φορολογικά τους βιβιλία, σε αντίθεση με τα Γραμμένα των Ιωαννίνων.
4.
"Άλλα λόγια ν’ αγαπιώμαστε"
Η φράση αυτή πρωτακούστηκε σε μία συζήτηση μεταξύ του Στρατηγού Μακρυγιάννη Καλλέργη και του Κωστα Αντύπα, νεοφερμένου τότε στην Αθήνα από την Ευρώπη. Το θέμα αυτής της συζητήσεως ήταν για το Συνταγμα, που επρόκειτο να ζητήσουν να παραχωρήσει ο Όθωνας. Ο Αντύπας δεν συμφώνησε με τη λύση του ζητήματος και πρότεινε να αναβάλλουν την συζήτηση, γιατί οι πολίτες δεν ήταν ακόμη ώριμοι, για να την δεχτούν. Τοτε ο Μακρυγιάννης, ερεθισμένος είπε το: "άλλα λόγια ν’ αγαπιώμαστε". Δηλαδή άλλες κουβέντες για να μην τσακωθούμε.
5.
"Αναγκαίον κακόν"
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μενανδρου (342-291 π.Χ.), που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος "...εάν τις την αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστιν, αλλ’ αναγκαίον κακόν".
Δηλαδή: Εαν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά "αναγκαίον κακόν".
Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μενάνδρου διαβάζουμε-ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω-την εξής περικοπή: "Παντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν".
Επίσης: "αθάνατόν εστι κακόν αναγκαίον γυνή". Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό. (Φιλήμονος αδήλων, απόσπ. 103 (Meineke).
6.
"Αυτή είναι ψηλομύτα"
Σε κάθε εποχή, οι άνθρωποι είχαν διαφορετική αντίληψη για την γυναικεία ομορφιά. Οι αρχαίοι Έλληνες ήθελαν τη γυναίκα ψηλή, εύρωστη, με δυνατούς ώμους και μικρό στήθος. Αντίθετα, οι Bυζαντινοί την προτιμούσαν αδύνατη, χλωμή με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και λεπτά χείλη. Ωστόσο, όταν οι Φράγκοι κατάλαβαν την Ελλάδα, επειδή οπωσδήποτε, έμειναν πολλά χρόνια στον τόπο μας, αναγκάστηκαν να φέρουν τις γυναίκες τους εδώ, γιατί οι πατρικίες δεν τούς συγκινούσαν με την "καχεκτική" εμφάνισή τους. Οι Φράγκισσες, όπως και οι αρχαίες Ελληνίδες, ήταν ψηλές, ξανθιές, εύρωστες και μπορούσαν να σταθούν δίπλα στούς εύσωμους άντρες τους, με τις βαριές πολεμικές πανοπλίες τους.
Όπως ήταν επόμενο, οι γυναίκες αυτές έκαναν εντύπωση στις δικές μας και με τον καιρό άρχισαν να τις μιμούνται. Φυσικά, σε όλα τα κατάφερναν, εκτός από το πρόσωπό τους που ήταν στρογγυλό, ροδοκόκκινο και με τη μύτη ελαφρά ανασηκωμένη λίγο ψηλά -όπως δηλαδή οι Φράγκισσες- οι φιλενάδες της έλεγαν ότι "αυτή είναι ψηλομύτα", ο τύπος της εποχής, όπως θα λέγαμε εμείς.
7.
"Βγήκε από τα ρούχα του"
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας θύμωνε με κάποιον, προτού τον μαλώσει, έλεγε τρεις φορές απ’ έξω το λατινικό αλφάβητο. Έτσι, όταν τελείωνε, τα νεύρα του ήταν ήσυχα και μπορούσε να μιλήσει με ηρεμία. Καποτε, που κάποιος φίλος του τον ειρωνεύτηκε άσχημα γι’ αυτό, ο Ιούλιος Καίσαρας σήκωσε το χέρι του και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο φίλος του, που δεν περίμενε κάτι τέτοιο, τον ρώτησε για ποιο λόγο του φέρθηκε τόσο βάρβαρα.
- Απλούστατα, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί δεν είπα τρεις φορές το αλφάβητό μου κι έτσι δεν μπόρεσα να κρατήσω τα νεύρα μου.
Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το θυμό με διάφορες εκφράσεις. Έλεγαν: "Ουδέν οργής ειδικώτερον", "θυμού κράτει" * κι ένα σωρό άλλα.
Ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος πάλι, όταν γέρασε και θέλησε ν’ αποσυρθεί από την αυλή του αυτοκράτορα Αυγούστου, του είπε καθώς τον αποχαιρετούσε: "Ενθυμού, Καίσαρ, ίνα θυμωμένος ων, μη λέγης η πράττης τι η διακεκριμένως επαναλάβης όλα τα γράμματα του αλφαβήτου". Τοτε όμως ο Κλαύδιος - πρωτοξάδελφος του Αυγούστου, αγράμματος - που άκουσε τη συμβουλή, ρώτησε τον Αθηνόδωρο, τι έπρεπε να κάνει, όταν αυτός θύμωνε, αφού δεν ήξερε να πει το αλφάβητο.
- Εσύ, απάντησε ο φιλόσοφος, αφού δεν ξέρεις γράμματα, να κάνεις κάτι άλλο: Να βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου και να παίρνεις ένα παγωμένο λουτρό.
Η φράση: "να βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου" έκανε τόση εντύπωση τότε, ώστε όπου πήγαινε κανείς και όπου στεκόταν, την άκουγε. Αλλά και στην εποχή μας, όταν κάποιος θυμώνει περισσότερο απ’ όσο πρέπει, λέμε ότι "βγήκε από τα ρούχα του".
* Η Μυθολογία λέει, πως κάποτε ο Κιθαιρώνας, όταν ήταν άνθρωπος, συναντήθηκε με την Οργή, που του έμαθε τι αποτελέσματα έχει ο θυμός... Από τότε ο οξύθυμος νέος δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να τσακώνεται με τ’ αγρίμια. Μια μέρα, μάλιστα, μάλωσε και με την ίδια την Οργή, οπότε αυτή βγάζει απότομα το τσεμπέρι της, τραβά μια τρίχα από τα μαλλιά της και του την πετάει. Η κάθε τρίχα όμως των μαλλιών της ήταν κι ένα φίδι, και τούτη δω, τυλίχτηκε στο λαιμό του Κιθαιρώνα και τον έπνιξε. Γι’ αυτό από τότε λέει ο κόσμος για τον κάθε οξύθυμο, πως τον "πνίγει ο θυμός του". Έτσι οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν: "Θυμού κράτει" δηλαδή, κυριάρχησε το θυμό σου. Πνίξε τον εσύ στις αρχές του.
8.
"Δαμόκλειος σπάθη"
Στο παλάτι του τυράννου των Συρρακουσών Διονυσίου, ζούσε ένας φοβερός κόλακας. Ο Δαμοκλής. Ο κόλακας αυτός μακάριζε διαρκώς την ευτυχισμένη ζωη που περνούσαν οι ηγεμόνες. Μια μέρα όμως, ο Διόνυσος "απεφάσισε να μυήση τον αναιδή τούτον κόλακα στις απολαύσεις του μεγαλείου".
-Αφού πιστεύεις, ότι οι ηγεμόνες περνούν την ζωη τους χωρίς βάσανα και φροντίδες, του είπε, θα σου παραχωρήσω για μία μέρα το θρόνο μου. Ίσως καταλάβεις τότε την αλήθεια...
Και διέταξε όλους τούς αυλικούς του, ακόμα και το γιο του, να υπακούουν τον Δαμοκλή, για μία μέρα, σαν αληθινό βασιλιά. Ντυμένος, λοιπόν, στο μετάξι ο κόλακας έκανε ο,τι ήθελε. Καλεσε τούς φίλους του σε τραπέζι, έφερε χορεύτριες και ταχυδακτυλουργούς κι άρχισε να διασκεδάζει. Αλλά στη μέση του συμποσίου ο Διονύσιος του έκανε νόημα να κοιτάξει ψηλά και τότε είδε έντρομος-ακριβώς πάνω από το κεφάλι του-ένα σπαθί κρεμασμένο, που το συγκρατούσε μία τρίχα από ουρά αλόγου.Ο κόλακας πετάχτηκε τότε κάτωχρος από τη θέση του και παρακάλεσε τον ηγεμόνα να δώσει ένα τέλος στη βασιλεία του.
9.
"Κατά φωνή κι’ ο γάϊδαρος"
Ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα είναι κι ο γάϊδαρος. Από αρχαιότατα χρόνια, οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, όχι μόνο για την υπομονή που δείχνει στις πιο βαρειές δουλειές, αλλά και για την αντοχή του. Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τούς χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τούς χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι τούς θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Όταν ένας γάϊδαρος φώναζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τούς προειδοποιούσαν για τη νίκη. Καποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στούς Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τοτε αποφάσισε ν’ αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πανω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδό του.
-Κατά φωνή κι’ ο γάϊδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας, και διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τούς Μακεδόνες.
Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.
10.
"Τραγική ειρωνία"
Είναι φράση σχετική με την παράσταση της αρχαίας τραγωδίας.
Εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνο που λεγόταν η επιδιωκόταν στο αρχαίο δράμα από ένα πρόσωπο και τη γνωστή στο θεατή πραγματικότητα. (Έτσι λ.χ. στον "Οιδίποδα Τυραννο" στο Σοφοκλή, όπου ο ευτυχισμένος ως τότε βασιλιάς, ετοιμάζει την καταστροφή του με τον ακράτητο πόθο του, να μάθει την αλήθεια για την καταγωγή του).
11.
"Δάμων και Φιντίας"
Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για μεγάλη φιλία χρησιμοποιούμε τη φράση: "Δαμων και Φιντίας". Με το ίδιο νόημα μεταχειριζόμαστε και τη φράση: "Ορέστης και Πυλάδης".
Ο Δαμων και ο Φιντίας ήταν φιλόσοφοι Πυθαγόρειοι και ζούσαν στις Συρρακούσες της Σικελίας (4ος αιώνας π.Χ.), ενωμένοι με μεγάλη φιλία. Καποτε που ο Φιντίας, καταδικασμένος σε θάνατο, ζήτησε από τον τύραννο Διονύσιο μία προθεσμία, για να τελειώσει μερικές υποθέσεις του, προσφέρθηκε ο Δαμωνας να πεθάνει στη θέση του, αν ο Φιντίας δε θα γύριζε, να εκτελεστεί στην ώρα του. Αργούσε, αλλά την τελευταία στιγμή, πρόφτασε να γυρίσει ο Φιντίας και ο τύραννος, συγκινημένος από την αυτοθυσία του φίλου, τον αθώωσε και ζήτησε να προστεθεί, τρίτος αυτός, στη μοναδική αυτή φιλία.
12.
"Άλλου παπά Ευαγγέλιο"
Αυτή η φράση προέρχεται από μία Κεφαλλονίτικη ιστορία...
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας παπάς, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τοτε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε!
-"Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...".
- Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. "Αυτό είναι άλλου παπά - Ευαγγέλιο".
Και από τότε έμεινε η φράση!
13.
"Κηφισιά"
Μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, υπήρχε κάποτε μία μεγάλη τοποθεσία, που την έλεγαν Αλωνάρα, (λέξη που παράγεται από το αλώνι - άλως). Ως τα 1865 περίπου, το μέρος αυτό ήταν κατάφυτο από χιλιάδες πεύκα και διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα: μηλιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, νεραντζιές και αρκετές καστανιές. Από τις τελευταίες, δεν υπάρχει σήμερα ούτε μία για δείγμα. Τα δέντρα αυτά, όπως και ολόκληρη η περιοχή, δεν ήταν ιδιόκτητη. Κανείς δεν τα φύλαγε, αλλά και κανείς δεν τολμούσε να χτίσει σπίτι εκεί τριγύρω, γιατί την εποχή εκείνη σε όλη την Αττική βασίλευαν οι διάφορες ληστοσυμμορίες με αρχηγούς τον Νταβέλη, τον Καρακάση, τον Τσουλή και άλλους. Η Αλωνάρα, όμως, ήταν σωστός πειρασμός για τούς Αθηναίους, ιδίως το καλοκαίρι, που ξεροψήνονταν μέσα στα στενόχωρα σπιτάκια της μικρής, τότε, πρωτεύουσας. Έτσι, πολλοί τολμηροί αποφάσιζαν να πάνε εκδρομή μέχρι εκεί. Προτού όμως, ακόμη βασιλέψει ο ήλιος, παρατούσαν την πράσινη εκείνη ζούγκλα της Αττικής και γυρνούσαν λυπημένοι στην Αθήνα. "Εκεί φυσά, έλεγαν ο ένας στον άλλον, ενώ εδώ πεθαίνει κανείς από την κάψα". Κι’ αυτό το έλεγαν τόσο συχνά, που η Αλωνάρα έγινε σιγά - σιγά Κηφισιά, από παραφθορά των λέξεων "εκεί φυσά".
14.
"Περί όνου σκιάς"
Αυτή η έκφραση, που τη λέμε όταν θέλουμε να πούμε πως τσακωθήκαμε για το τίποτα, ξεκινάει από τα παλιά τα χρόνια. Είναι ένας υπαινιγμός στον καυγά που είχαν ένας Αγωγιάτης και ένας Αθηναίος, που νοίκιασε από τον πρώτο το γαϊδούρι του, για να τον πάει με τα πράγματά του στα Μεγαρα. Ύστερα από αρκετή ώρα δρόμο, και μέσα στον ήλιο, θέλησαν να ξεκουραστούνε λιγάκι. Ο Αθηναίος τότε πλάγιασε στον ίσκιο που δημιουργούσε το σώμα του γαϊδουριού. Ο αγωγιάτης, όμως, διεκδικούσε αυτό τον ίσκιο για δικό του, λέγοντας πως του είχε νοικιάσει μόνο το γαϊδούρι, όχι, όμως, και τον ίσκιο του. Για το ασήμαντο αυτό ζήτημα πήγαν στα δικαστήρια.
15.
"Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά"
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει "αχλάδες" από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες (βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στούς βράχους και απ’ εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν και τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει γι’ αλλού το δρόμο του. Αν όμως ήταν "Αχλάδα" τούς έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ’ άρχιζαν, μάχες, πολιορκίες, πείνα και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνά τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η "Αχλάδα" έχει πίσω την ουρά. Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: "Πισω έχει η Αχλάδα ουρά", τι θα γίνει;...
16.
"Σαρδάμ"
Σαρδάμ είναι το μπέρδεμα των συλλαβών, κατά την ώρα που μιλούν οι ηθοποιοί, οι εκφωνητές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης αλλά και κάθε ομιλητής. Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του επίθετου Μαδράς. Ο Αχιλλέας Μαδράς, ηθοποιός - σκηνοθέτης, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε ελληνική κινηματογραφική ταινία. Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφτηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μία καινούρια λέξη, την καλλιτεχνική λέξη "Σαρδάμ".
17.
" Ήξεις, Αφήξεις..."
Είναι το πρώτο μέρος μιας φράσης ενός περίφημου χρησμού της αρχαίας Πυθίας και που όλος ο χρησμός είναι ο εξής: "Ήξεις, αφήξεις ουκ εν πολέμω θνήξεις". Ο χρησμός αυτός ήταν μία έξυπνη απάτη, γιατί το πρώτο, "Ήξεις, αφήξεις ουκ, εν πολέμω θνήξεις" με το κόμμα στο ουκ θα πει: "Θα πας, δεν θα έρθεις, θα πεθάνεις στον πόλεμο. Ενώ στο δεύτερο "Ήξεις, αφήξεις, ουκ εν πολέμω θνήξεις" με το κόμμα στο αφήξεις, θα πει: "Θα πας, θα έρθεις, δεν θα πεθάνεις στον πόλεμο. Αυτούς τούς χρησμούς δεν τούς έδιναν γραμμένους κι’ έτσι, όπως το έπαιρνε κανείς. Σημερα η φράση αυτή λέγεται, όταν θέλουμε η πρόκειται να υποδείξουμε μία ασάφεια.
18.
"Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλυται"
Ο πρώτος που πίστεψε στη Χριστιανική θρησκεία και στο κήρυγμα που έκανε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα, ήταν ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Και αυτήν τη φράση την είπε ο Διονύσιος, όταν κατά τη σταύρωση του Ιησού Χριστού είχε σκοτεινιάσει το σύμπαν και έγινε μεγάλος σεισμός. Την ημερομηνία, μάλιστα, την είχε γράψει κάπου και την επαλήθευσε, όταν ο Παύλος του είπε την ημέρα της Σταύρωσης του Σωτήρα.
19.
Αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα του"
Ήταν μία φορά ένας παπάς που είχε ένα κτηματάκι μακριά από την ενορία του και πήγαινε μόνος του και το όργωνε. Όταν πήγαινε λοιπόν, και άρχιζε το όργωμα, άφηνε τα ράσα του στην εκκλησία, για να μη σκονιστούν, φόραγε τα ρούχα τα παλιά του και πήγαινε στο κτήμα. Όταν τελείωνε τη δουλειά στο κτήμα, γύριζε στην εκκλησία και ξανάβαζε τα ράσα του.
Οι ενορίτες, που έβλεπαν να κρέμονται τα ράσα στο στασίδι, έλεγαν: "αλλού ο παπάς και αλλού τα ράσα του".
Την έκφραση αυτή τη συναντάμε σε πολλές συλλογές. (Ν. Πολίτη "Παροιμίες" Α’ τομ., σελ. 570 - Πυργου παρά Π. Λιναρδάκη - Κεφαλληνίας παρά Σ. Παγώνη κλπ.).
20.
"Άρες μάρες κουκουνάρες"
Φράση που προήλθε από τις αρχαίες κατάρες. Κατ-άρα-άρα-μάρα. Και οι νεότεροι το άρα-μάρα το έκαναν άρες-μάρες, έβαλαν και την ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρια - κουκουνάρες (άδεια - κούφια) και δημιούργησαν μια καινούρια φράση.
21.
"Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε"
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη - που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς του παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γερος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα "έκλεβε λίγον καιρό", γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν, κι’ ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γερος πήρε την απόφαση και με δύο παλληκάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμία προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί; Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή, όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γερος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τούς επισκεφτεί - οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί - του παράγγελνε και του ξαναπαράγγελνε για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολολοτρώνης άκουσε την... απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.
(Μπορεί η φράση αυτή να προϋπήρξε, αλλά την έκανε γνωστή ο Θ. Κολοκοτρώνης).
(Δεύτερη εκδοχή)
Συμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή ο μύθος λέει τα εξής: "Ήταν κάποιος που είχε δύο κορίτσια της παντρειάς· και μια μέρα που ήρθε ένας προξενητής και του πήγε γαμπρό για την μεγαλύτερή του κόρη, την έστειλε αυτή να βγάλει κρασί από το βαρέλι, για να τον κεράσει. Εκείνη, αφού έβαλε την κανάτα κάτω από την κάνουλα να γεμίσει, συλλογιζόταν το γάμο της κι’ έλεγε πως θα παντρευτώ και πως θα κάμω παιδί και θα το βγάλω Γιάννη· μα έπειτα της ήρθε στο νου πως μπορεί να της πεθάνει και άρχισε αυτή τα μοιρολόγια και το κρασί έτρεχε. Αφού πέρασε πολύ ώρα, πηγαίνει η μικρότερη να δει τι γίνεται· όταν όμως άκουσε τι έλεγε η αδελφή της, άρχισε κι’ αυτή να μοιρολογά το ανιψάκι της· και το κρασί έτρεχε. Πηγαίνει ύστερα και ο πατέρας και όταν έμαθε γιατί άργησαν, κούνησε το κεφάλι του και είπε: "’Κομα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εκράξαμε και το κρασί τρέχει"!
Ίσως από μύθο να γεννήθηκε και η ανάλογη, σε όμοιες περιστάσεις αναφερόμενη αρχαία παροιμία: "Αιξ ούπω τέτοκεν, έριφος δ’ επί δώματι παίζει". (Ζηνοβ. 42 Διογενι. 40. 656. Μακάρ. 54 Αποστολ. Κωδ. Βοδληΐαν 70 Crusii Analecta ad paroem. σελ. 110).
22.
"Άνοιξε η γη και τον κατάπιε"
Η φράση αυτή έχει την αρχή της στη Μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων. Συμφωνα με το μύθο, ο Αμφιάραος καταδιωκόμενος από τον Περικλύμενο και κινδυνεύοντας, από στιγμή σε στιγμή, να χτυπηθεί από το ακόντιο του διώχτη του, σώθηκε μόνο από τη γρήγορη επέμβαση του Δια.
Με έναν του κεραυνό, ο πατέρας των θεών, άνοιξε ρήγμα στη γη, όπου χάθηκαν ο Αμφιάραος, το άρμα του και τα δύο άλογα Θοας και Διας.
Συμφωνα με άλλη πάλι εκδοχή, η Σαλώμη, η κόρη του Ηρώδη, σύμφωνα με μία παράδοση, "επί τη αποτομή του Προδρόμου" την κατάπιε η Γη ζωντανή.
Τη φράση αυτή χρησιμοποιούμε και σαν κατάρα "να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί".
Όπως γράφει ο Γ. Σιέττος στο βιβλίο του "Λαογραφία", η συνήθεια αυτή επικράτησε μάλλον από περιστατικό, το οποίο κατ’ ευχήν του Μωϋσή "η γη άνοιξε και κατάπιε τον Δαθάν και τον Αβειρών και τούς οίκους αυτών".
Συναντάται και σαν κατάρα του εαυτού μας. "Να ανοίξει η γη και να με καταπιεί", λέει εκείνος που θέλει να κρύψει την ντροπή του η να βάλει τέρμα στη δυστυχία του. "Ιδρώς τε μοι περιεχείτο υπ’ αιδούς και τούτο δη το του λόγου χανείν μοι την γην ηυχόμην" (Λουκιανός Συμπ. 28. Αποκάλ. Ιωάννου ΙΒ’ 16, Αριθμούς ΙΣΤ’ 30, Απολλόδωρο Γ, Β, 2, Ιλιάδα Δ, 183, Ζ 282. Λουκιανός "Αλιεύς" 607) "Εγώ, ω Φιλοσοφία, μεταξύ λέγοντος αυτού, καταγής δούναι ηυχόμην". Και ο Αριστοφάνης στούς "Αχαρνείς" λέει: "Μας το ’σκασε! Άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Αλλοίμονό μου ο δύσμοιρος, με βάρυναν τα χρόνια".
23.
"Δε μύρισα τα νύχια μου"
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πυθια και μία φορά στα Νεμεα. Καμμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου "Ολυμπιονίκης". Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμά τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά. Στην Αθήνα τούς έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τούς μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λιγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα η τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι "μάντισσες", "βουτούσαν" τότε τα νύχια τους σ’ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι’ έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας. Τοτε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή.
Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: "δε μύρισα τα νύχια μου", που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
24.
"Δυο γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα"
Κατά μία εκδοχή που φαίνεται πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γερος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζακυνθο (πριν αρχίσει η επανάσταση). Τοτε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης - αυτοκράτορας της Γαλλίας - μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιός από τούς δύο θα έπαιρνε την Πολωνία.
- Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης.
Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δύο Μεγάλοι, ποιός θα την πάρει.
- Δυο ψυχικοί (γάϊδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε.
Αλλά κι’ αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.
25.
"Ή ο Σουλτάνος πεθαίνει ή η καμήλα ψοφάει"
Μια φορά, λέγεται, ότι ο Ναστρεντίν Χοτζας έκλεισε συμφωνία με το Σουλτάνο να μάθει σε πέντε χρόνια στην καμήλα του γράμματα. Όλοι όσοι τ’ άκουσαν έμειναν έκπληκτοι και νόμισαν ότι ο Χοτζας τρελάθηκε!!! Αυτός όμως, πήγε στο σπίτι του και δείχνοντας στη γυναίκα του τις χίλιες λίρες της είπε ότι είναι ο μισθός του, που θα μάθει στην καμήλα του Σουλτάνου γράμματα. Καταλαβαίνετε τώρα τη στεναχώρια της γυναίκας του. Αλλά ήσυχος και θυμόσοφος ο Ναστρεντίν της είπε: Μη στεναχωριέσαι γυναίκα· σε τόσα χρόνια ποιός ξέρει; η ο σουλτάνος πεθαίνει, η η καμήλα ψοφάει. Κι ακόμα λέγεται: "η γάϊδαρος ψοφά, η ο Κατής πεθαίνει".
26.
"Θα γίνουμε από δυο χωριά"
Από τα πολύ παλιά χρόνια είχαμε εμείς οι Έλληνες το διχασμό, την αλληλοσύγκρουση, που προκάλεσε στο Γενος μας πολλά δεινά, παρά οι εθνικοί εχθροί μας, που πάντοτε περίμεναν την ευκαιρία.
Οι Ιταλοί έλεγαν για μας: Δυο Έλληνες, τρεις γνώμες.
Αυτή η κατάσταση βασίλευε, ιδίως άλλοτε και μεταξύ γειτονικών χωριών. Αφορμή να τσακωθούν δύο χωριά ήταν τα όρια δήμων η κοινοτήτων, τα εδάφη βοσκής, η η χάραξη καινούριου δρόμου κλπ.
Έτσι έμεινε και η φράση: "Θα γίνουμε από δυο χωριά", δηλαδή θα γίνουμε εχθροί σαν να είμαστε από δυο διαφορετικά χωριά.
27.
"Κάλλιο αργά παρά ποτέ"
Παροιμία και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση, θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε ο Σωκράτης.
Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντάς του: "Γερων ων κίθαριν μανθάνεις;...".
Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: "Καλλιον οψιμαθής η αμαθής (παραμένειν)".
Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το "κάλλιο αργά παρά ποτέ", που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας· έκανε μία... μετάφραση.
Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: "Του μεν ουν μηδ’ όλως το βράδιον αφικέσθαι άμεινον". Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανέθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.
28.
"Κάποιο (κάτι) λάκκο έχει η φάβα"
Στον Ποντο όσοι έτρωγαν "πουτσίντιν", μια πολτώδη αλεύρινη μάζα, άνοιγαν στη μέση ένα λακκάκι και έβαζαν βούτυρο. Ο καθένας που έτρωγε πουτσίντιν έπρεπε να πάρει ένα κουτάλι και να το βουτήξει στη μέση που ήταν το βούτυρο.
Το ίδιο έκαναν και οι Τούρκοι, οι οποίοι στη μέση του πιλαφιού τους, άνοιγαν ένα λάκκο και έβαζαν βούτυρο.
Το έθιμο αυτό το πήραν με τη σειρά τους και οι Έλληνες της ηπειρωτικής Χωρας. Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση: "κάτι λάκκο έχει η φάβα".
Αυτή την ερμηνεία φαίνεται πως είχε υπόψη του και ο Παρθένιος Κατζιούλης, που εξελλήνισε την παροιμιώδη φράση με το: "λάκκο έχει το έτνος", και προσθέτει: "επί των υποπτευομένων ζητείν τι και γαρ το έτνος έχον, ελαίου δείται".
Στην Καρπαθο λένε: αυτό το φα(β)α λάκκον έχει και το λα(δ)ι καμαρώνει· οι δε Ζακυνθινοί και οι Λακωνες: κάτι λάκκο έχ’ η φάβα, ρίχτε λάδι για να δήτε. Καθώς επίσης και η παροιμία: κάτι λάκκο έχ’ η φάβα, που χαμογελά το λάδι.
29.
"Σ’ αγαπάει η πεθερά σου"
Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λεει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα του φαγητού. Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στούς άλλους.
Όταν, όμως, γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή, ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος. Γι’ αυτό και σ’ όποιον πάει σε κάποιο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως "τον αγαπάει η πεθερά του".
30.
"Κάνε τα αδύνατα δυνατά"
Όταν προσπαθούμε να εξαντλήσουμε μια προσπάθεια, για να πετύχουμε κάποιο σκοπό. ("Τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν" Λουκ. ιη’
, 27).Την έκφραση "τα αδύνατα δυνατά" τη βρίσκουμε και στον Ισοκράτη ("Προς Δημόνικον" 7). Λεει ο Ισοκράτης, ότι "η κτήσις της αρετής", εκτός του ότι είναι "κρείττων του πλούτου" (ανώτερη από τον πλούτο) και "χρησιμοτέρα της ευγενείας" (της ευγενικής καταγωγής), "δύναται να καταστήσει τα αδύνατα, δια τούς άλλους, δυνατά εις τούς ασκούντας την αρετήν
".
31.
"Τρία πουλάκια κάθονταν
"Όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος δεν προσέχει αυτόν που μιλάει και μετά μπαίνει στη συζήτηση, λέγοντας άλλα αντ’ άλλων, συνηθίζουμε τη φράση αυτή. Και τούτο γιατί τα "τρία πουλάκια" του δημοτικού μας τραγουδιού κοίταγαν καθένα και σε άλλη διεύθυνση: "Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι· το ’να κοιτάει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι· το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει
...".Αυτή η εξήγηση με την ειρωνική αντιστροφή έγινε στο πέρασμα του χρόνου από το λαο, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις
.
32.
"Τα φόρτωσε στον κόκορα"-"Κάνει τον κόκορα"
Κοινές φράσεις λαϊκές. "Τα φόρτωσε στον κόκορα" δηλαδή, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια για πιο πέρα, κι επειδή ο κόκορας φημίζεται για ελαφρόμυαλος, έτσι έχασε κάθε ελπίδα. Μερικοί θέλουν να λένε ότι ίσως να προέρχεται η φράση από τις κοκορομαχίες. Δηλαδή, έβαλε η έχασε όλα τα χρήματά του, περιουσία του, σε στοιχήματα πάνω στον κόκορα. Όσο για το "κάνει τον κόκορα" θέλει να πει πως κάνει τον "κάργα-τον νταη, τον παλληκαρά" μια και ο κόκορας όλο επιτίθεται, με το τίποτα. Ο λαός συνηθίζει να λέει τούς ψευτοπαλληκαράδες, τούς κουτσαβάκηδες κοκόρους. (Κοκορας και κόκορος = ο αλέκτωρ, ο πετεινός, ο αλεκτρύων
).33.
"Αγρόν ηγόρασε"
Είναι φράση από μία παραβολή του Ιησού Χριστού, όπου ένας από τούς καλεσμένους σε δείπνο δεν ήρθε, με τη δικαιολογία πως: "αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν" (Λουκ. ιδ’, 18). Λεγεται για κάποιον που δεν προσέχει τις συμβουλές, που δεν δίνει σημασία σε όσα του λένε η που δεν καταλαβαίνει όσα γίνονται γύρω του. Σχετική είναι και η φράση: "Πέρα βρέχει
".
34.
"Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει"
Ανάμεσα στα παλληκάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης-ο Γιάννης Θυμιούλας-που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δύο μέτρα ψηλός, παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τούς τον... δανείσει. Καποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματωλοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα.
Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μία ηρωϊκή εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χατζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στούς πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το ’βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα "εικοσάρικο" βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πανω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
-Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.
35.
"Έγινε Λούης"
Η φράση αυτή βγήκε από τον πρώτο Ολυμπιονίκη στο μαραθώνιο δρόμο, το Μαρουσιώτη Σπύρο Λούη, που έτρεξε τόσο γρήγορα στο αγώνισμα αυτό, στούς πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896, ώστε όχι μόνο ήρθε πρώτος, αλλά έφερε και για την εποχή του, έναν περίφημο χρόνο.
Και από τότε όταν κάποιος τρέχει πολύ γρήγορα, η χάνεται ξαφνικά από μπροστά μας λέμε "έγινε Λούης" η "άντε, γίνε Λούης" όταν θέλουμε να διώξουμε κάποιο ευγενικά η χαριτολογώντας από το χώρο μας
36.
"Βγήκε από τα ρούχα του"
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας θύμωνε με κάποιον, προτού τον μαλώσει, έλεγε τρεις φορές απ’ έξω το λατινικό αλφάβητο. Έτσι, όταν τελείωνε, τα νεύρα του ήταν ήσυχα και μπορούσε να μιλήσει με ηρεμία. Καποτε, που κάποιος φίλος του τον ειρωνεύτηκε άσχημα γι’ αυτό, ο Ιούλιος Καίσαρας σήκωσε το χέρι του και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο φίλος του, που δεν περίμενε κάτι τέτοιο, τον ρώτησε για ποιο λόγο του φέρθηκε τόσο βάρβαρα.
- Απλούστατα, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί δεν είπα τρεις φορές το αλφάβητό μου κι έτσι δεν μπόρεσα να κρατήσω τα νεύρα μου.
Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το θυμό με διάφορες εκφράσεις. Έλεγαν: "Ουδέν οργής ειδικώτερον", "θυμού κράτει" * κι ένα σωρό άλλα.
Ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος πάλι, όταν γέρασε κάι θέλησε ν’ αποσυρθεί από την αυλή του αυτοκράτορα Αυγούστου, του είπε καθώς τον αποχαιρετούσε: "Ενθυμού, Καίσαρ, ίνα θυμωμένος ων, μη λέγης η πράττης τι η διακεκριμένως επαναλάβης όλα τα γράμματα του αλφαβήτου". Τοτε όμως ο Κλαύδιος - πρωτοξάδελφος του Αυγούστου, αγράμματος - που άκουσε τη συμβουλή, ρώτησε τον Αθηνόδωρο, τι έπρεπε να κάνει, όταν αυτός θύμωνε, αφού δεν ήξερε να πει το αλφάβητο.
- Εσύ, απάντησε ο φιλόσοφος, αφού δεν ξέρεις γράμματα, να κάνεις κάτι άλλο: Να βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου και να παίρνεις ένα παγωμένο λουτρό.
Η φράση: "να βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου" έκανε τόση εντύπωση τότε, ώστε όπου πήγαινε κανείς και όπου στεκόταν, την άκουγε. Αλλά και στην εποχή μας, όταν κάποιος θυμώνει περισσότερο απ’ όσο πρέπει, λέμε ότι "βγήκε από τα ρούχα του
".*
Η Μυθολογία λέει, πως κάποτε ο Κιθαιρώνας, όταν ήταν άνθρωπος, συναντήθηκε με την Οργή, που του έμαθε τι αποτελέσματα έχει ο θυμός... Από τότε ο οξύθυμος νέος δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να τσακώνεται με τ’ αγρίμια. Μια μέρα, μάλιστα, μάλωσε και με την ίδια την Οργή, οπότε αυτή βγάζει απότομα το τσεμπέρι της, τραβά μια τρίχα από τα μαλλιά της και του την πετάει. Η κάθε τρίχα όμως των μαλλιών της ήταν κι ένα φίδι, και τούτη δω, τυλίχτηκε στο λαιμό του Κιθαιρώνα και τον έπνιξε. Γι’ αυτό από τότε λέει ο κόσμος για τον κάθε οξύθυμο, πως τον "πνίγει ο θυμός του". Έτσι οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν: "Θυμού κράτει" δηλ. Κυριάρχησε το θυμό σου. Πνίξε τον εσύ στις αρχές του.
37.
"
Τραγική ειρωνία"Είναι φράση σχετική με την παράσταση της αρχαίας τραγωδίας.
Εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνο που λεγόταν η επιδιωκόταν στο αρχαίο δράμα από ένα πρόσωπο και τη γνωστή στο θεατή πραγματικότητα. (Έτσι λ.χ. στον "Οιδίποδα Τυραννο" στο Σοφοκλή, όπου ο ευτυχισμένος ως τότε βασιλιάς, ετοιμάζει την καταστροφή του με τον ακράτητο πόθο του, να μάθει την αλήθεια για την καταγωγή του).
38.
"
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς"Η φράση αυτή ξεκίνησε από παροιμία, αλλά έγινε παροιμιακή από το παρακάτω περιστατικό.
Στούς χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι η κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδεχόταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν... ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος.
Στεκόταν σε μία πλατεία και αράδιαζε ο,τι του κατέβαινε. Καποτε, λοιπόν, έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν είχε το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη... Βουλή. Ο Κωλλέτης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια, αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα της ανθρωπιάς. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά φορούσε τα μέσα έξω. Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τούς στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου
:"Άλλαξε η Αθήνα όψη
σαν μαχαίρι δίχως κόψη
,πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι
.Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς".
(Από το βιβλίο του Τ. Νατσούλη)