- 25η Μαρτίου
- Ζει μέχρι σήμερα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ή έχει κοιμηθεί; Τι λένε γι΄αυτό οι Άγιοί μας;
- Γιατί οι άνθρωποι στα έσχατα δεν θα δεχθούν τους δύο Προφήτες
- Οι δύο Προφήτες της Αποκαλύψεως και ο ερχομός τους. Ποιοι θα είναι;
- Περί Συκοφαντίας
- Αποφθέγματα
- Echelon
- Ψηφιακό Απαρχάιντ
- Ποίημα της Αναστάσεως
- Τεύχος 20 - Μάρτιος 2004 - Εξώφυλλο
- Τό Χαρμόσυνο Μήνυμα της Αναστάσεως
Τεύχος 20
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
30/1 Οι Τρεις Ιεράρχες *
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα ...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
17/1 Αντώνιος ο Μέγας, Όσιος
ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΟΣΙΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Σήμερα η Εκκλησία γιορτάζει την μνήμη του μεγάλου Ασκητού της Ερήμου, του Αγίου Αντωνίου. Ο Άγιος Αντώνιος είναι από τους λίγους πλουσίους, που άκουσαν την εντολή του Χριστού και την εξετέλεσαν πρόθυμα και χωρίς λύπη· «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και διάδος πτωχοίς...». Δεν έμαθε γράμματα, μα ήταν σοφός κι έτρεχαν όλοι για ν’ ακούσουν τα σοφά του λόγια. Έλεγε σε κείνους που τον πλησίαζαν· "Τι πρώτον εστι, νους ή γράμματα; Νους ο και γραμμάτων ευρέτης".Δηλαδή: "Τι είναι ή τί υπήρξεν πρώτον, ο νους ή τα γράμματα; Φυσικά και ο νούς, ο οποίος ευρήκε και δημιούργησε τα γράμματα". Κι εκείνο που τον απασχολούσε, όπως κάθε πραγματικά σοφό κι άγιο άνθρωπο, ήταν να γνωρίση τον εαυτόν του· αυτό και συμβούλευε στους άλλους....
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Αποφθέγματα
Πέμπτη, 13 Μαΐου 2004 - 15175 εμφανίσεις άρθρου
Γνωρίζετε από πού προήλθαν διάφορες Λέξεις και Φράσεις;
"Η Θεός πάσχει η το παν απόλυται"
Ο πρώτος που πίστεψε στη Χριστιανική θρησκεία και στο κήρυγμα που έκανε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα, ήταν ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Και αυτήν τη φράση την είπε ο Διονύσιος, όταν κατά τη σταύρωση του Ιησού Χριστού είχε σκοτεινιάσει το σύμπαν και έγινε μεγάλος σεισμός. Την ημερομηνία, μάλιστα, την είχε γράψει κάπου και την επαλήθευσε, όταν ο Παύλος του είπε την ημέρα της Σταύρωσης του Σωτήρα.
" Ήξεις, Αφήξεις..."
Είναι το πρώτο μέρος μιας φράσης ενός περίφημου χρησμού της αρχαίας Πυθίας και που όλος ο χρησμός είναι ο εξής: "Ήξεις, αφήξεις ουκ εν πολέμω θνήξεις". Ο χρησμός αυτός ήταν μία έξυπνη απάτη, γιατί το πρώτο, "Ήξεις, αφήξεις ουκ, εν πολέμω θνήξεις" με το κόμμα στο ουκ θα πει: "Θα πας, δεν θα έρθεις, θα πεθάνεις στον πόλεμο. Ενώ στο δεύτερο "Ήξεις, αφήξεις, ουκ εν πολέμω θνήξεις" με το κόμμα στο αφήξεις, θα πει: "Θα πας, θα έρθεις, δεν θα πεθάνεις στον πόλεμο. Αυτούς τούς χρησμούς δεν τούς έδιναν γραμμένους κι’ έτσι, όπως το έπαιρνε κανείς. Σημερα η φράση αυτή λέγεται, όταν θέλουμε η πρόκειται να υποδείξουμε μία ασάφεια.
"Αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα του"
Ήταν μία φορά ένας παπάς που είχε ένα κτηματάκι μακριά από την ενορία του και πήγαινε μόνος του και το όργωνε. Όταν πήγαινε λοιπόν, και άρχιζε το όργωμα, άφηνε τα ράσα του στην εκκλησία, για να μη σκονιστούν, φόραγε τα ρούχα τα παλιά του και πήγαινε στο κτήμα. Όταν τελείωνε τη δουλειά στο κτήμα, γύριζε στην εκκλησία και ξανάβαζε τα ράσα του.
Οι ενορίτες, που έβλεπαν να κρέμονται τα ράσα στο στασίδι, έλεγαν: "αλλού ο παπάς και αλλού τα ράσα του".
Την έκφραση αυτή τη συναντάμε σε πολλές συλλογές. (Ν. Πολίτη "Παροιμίες" Α’ τομ., σελ. 570 - Πυργου παρά Π. Λιναρδάκη - Κεφαλληνίας παρά Σ. Παγώνη κλπ.).
"Άρες μάρες κουκουνάρες"
Φράση που προήλθε από τις αρχαίες κατάρες. Κατ-άρα-άρα-μάρα. Και οι νεότεροι το άρα-μάρα το έκαναν άρες-μάρες, έβαλαν και την ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρια - κουκουνάρες (άδεια - κούφια) και δημιούργησαν μια καινούρια φράση.
"Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε"
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη - που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς του παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γερος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα "έκλεβε λίγον καιρό", γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν, κι’ ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γερος πήρε την απόφαση και με δύο παλληκάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμία προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί; Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή, όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γερος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τούς επισκεφτεί - οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί - του παράγγελνε και του ξαναπαράγγελνε για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολολοτρώνης άκουσε την... απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.
(Μπορεί η φράση αυτή να προϋπήρξε, αλλά την έκανε γνωστή ο Θ. Κολοκοτρώνης).
(Δεύτερη εκδοχή)
Συμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή ο μύθος λέει τα εξής: "Ήταν κάποιος που είχε δύο κορίτσια της παντρειάς· και μια μέρα που ήρθε ένας προξενητής και του πήγε γαμπρό για την μεγαλύτερή του κόρη, την έστειλε αυτή να βγάλει κρασί από το βαρέλι, για να τον κεράσει. Εκείνη, αφού έβαλε την κανάτα κάτω από την κάνουλα να γεμίσει, συλλογιζόταν το γάμο της κι’ έλεγε πως θα παντρευτώ και πως θα κάμω παιδί και θα το βγάλω Γιάννη· μα έπειτα της ήρθε στο νου πως μπορεί να της πεθάνει και άρχισε αυτή τα μοιρολόγια και το κρασί έτρεχε. Αφού πέρασε πολύ ώρα, πηγαίνει η μικρότερη να δει τι γίνεται· όταν όμως άκουσε τι έλεγε η αδελφή της, άρχισε κι’ αυτή να μοιρολογά το ανιψάκι της· και το κρασί έτρεχε. Πηγαίνει ύστερα και ο πατέρας και όταν έμαθε γιατί άργησαν, κούνησε το κεφάλι του και είπε: "’Κομα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εκράξαμε και το κρασί τρέχει"!
Ίσως από μύθο να γεννήθηκε και η ανάλογη, σε όμοιες περιστάσεις αναφερόμενη αρχαία παροιμία: "Αιξ ούπω τέτοκεν, έριφος δ’ επί δώματι παίζει". (Ζηνοβ. 42 Διογενι. 40. 656. Μακάρ. 54 Αποστολ. Κωδ. Βοδληΐαν 70 Crusii Analecta ad paroem. σελ. 110).
"Άνοιξε η γη και τον κατάπιε"
Η φράση αυτή έχει την αρχή της στη Μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων. Συμφωνα με το μύθο, ο Αμφιάραος καταδιωκόμενος από τον Περικλύμενο και κινδυνεύοντας, από στιγμή σε στιγμή, να χτυπηθεί από το ακόντιο του διώχτη του, σώθηκε μόνο από τη γρήγορη επέμβαση του Δια.
Με έναν του κεραυνό, ο πατέρας των θεών, άνοιξε ρήγμα στη γη, όπου χάθηκαν ο Αμφιάραος, το άρμα του και τα δύο άλογα Θοας και Διας.
Συμφωνα με άλλη πάλι εκδοχή, η Σαλώμη, η κόρη του Ηρώδη, σύμφωνα με μία παράδοση, "επί τη αποτομή του Προδρόμου" την κατάπιε η Γη ζωντανή.
Τη φράση αυτή χρησιμοποιούμε και σαν κατάρα "να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί".
Όπως γράφει ο Γ. Σιέττος στο βιβλίο του "Λαογραφία", η συνήθεια αυτή επικράτησε μάλλον από περιστατικό, το οποίο κατ’ ευχήν του Μωϋσή "η γη άνοιξε και κατάπιε τον Δαθάν και τον Αβειρών και τούς οίκους αυτών".
Συναντάται και σαν κατάρα του εαυτού μας. "Να ανοίξει η γη και να με καταπιεί", λέει εκείνος που θέλει να κρύψει την ντροπή του η να βάλει τέρμα στη δυστυχία του. "Ιδρώς τε μοι περιεχείτο υπ’ αιδούς και τούτο δη το του λόγου χανείν μοι την γην ηυχόμην" (Λουκιανός Συμπ. 28. Αποκάλ. Ιωάννου ΙΒ’ 16, Αριθμούς ΙΣΤ’ 30, Απολλόδωρο Γ, Β, 2, Ιλιάδα Δ, 183, Ζ 282. Λουκιανός "Αλιεύς" 607) "Εγώ, ω Φιλοσοφία, μεταξύ λέγοντος αυτού, καταγής δούναι ηυχόμην". Και ο Αριστοφάνης στούς "Αχαρνείς" λέει: "Μας το ’σκασε! Άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Αλλοίμονό μου ο δύσμοιρος, με βάρυναν τα χρόνια".
"Δε μύρισα τα νύχια μου"
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πυθια και μία φορά στα Νεμεα. Καμμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου "Ολυμπιονίκης". Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμά τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά. Στην Αθήνα τούς έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τούς μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λιγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα η τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι "μάντισσες", "βουτούσαν" τότε τα νύχια τους σ’ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι’ έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας. Τοτε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή.
Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: "δε μύρισα τα νύχια μου", που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
"Δυο γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα"
Κατά μία εκδοχή που φαίνεται πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γερος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζακυνθο (πριν αρχίσει η επανάσταση). Τοτε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης - αυτοκράτορας της Γαλλίας - μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιός από τούς δύο θα έπαιρνε την Πολωνία.
- Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης.
Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δύο Μεγάλοι, ποιός θα την πάρει.
- Δυο ψυχικοί (γάϊδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε.
Αλλά κι’ αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.
"Η ο Σουλτάνος πεθαίνει ή η καμήλα ψοφάει"
Μια φορά, λέγεται, ότι ο Ναστρεντίν Χοτζας έκλεισε συμφωνία με το Σουλτάνο να μάθει σε πέντε χρόνια στην καμήλα του γράμματα. Όλοι όσοι τ’ άκουσαν έμειναν έκπληκτοι και νόμισαν ότι ο Χοτζας τρελάθηκε!!! Αυτός όμως, πήγε στο σπίτι του και δείχνοντας στη γυναίκα του τις χίλιες λίρες της είπε ότι είναι ο μισθός του, που θα μάθει στην καμήλα του Σουλτάνου γράμματα. Καταλαβαίνετε τώρα τη στεναχώρια της γυναίκας του. Αλλά ήσυχος και θυμόσοφος ο Ναστρεντίν της είπε: Μη στεναχωριέσαι γυναίκα· σε τόσα χρόνια ποιός ξέρει; η ο σουλτάνος πεθαίνει, η η καμήλα ψοφάει. Κι ακόμα λέγεται: "η γάϊδαρος ψοφά, η ο Κατής πεθαίνει".
"Θα γίνουμε από δυο χωριά"
Από τα πολύ παλιά χρόνια είχαμε εμείς οι Έλληνες το διχασμό, την αλληλοσύγκρουση, που προκάλεσε στο Γενος μας πολλά δεινά, παρά οι εθνικοί εχθροί μας, που πάντοτε περίμεναν την ευκαιρία.
Οι Ιταλοί έλεγαν για μας: Δυο Έλληνες, τρεις γνώμες.
Αυτή η κατάσταση βασίλευε, ιδίως άλλοτε και μεταξύ γειτονικών χωριών. Αφορμή να τσακωθούν δύο χωριά ήταν τα όρια δήμων η κοινοτήτων, τα εδάφη βοσκής, η η χάραξη καινούριου δρόμου κλπ.
Έτσι έμεινε και η φράση: "Θα γίνουμε από δυο χωριά", δηλαδή θα γίνουμε εχθροί σαν να είμαστε από δυο διαφορετικά χωριά.
"Κάλλιο αργά παρά ποτέ"
Παροιμία και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση, θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε ο Σωκράτης.
Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντάς του: "Γερων ων κίθαριν μανθάνεις;...".
Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: "Καλλιον οψιμαθής η αμαθής (παραμένειν)".
Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το "κάλλιο αργά παρά ποτέ", που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας· έκανε μία... μετάφραση.
Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: "Του μεν ουν μηδ’ όλως το βράδιον αφικέσθαι άμεινον". Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανέθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.
"Κάποιο (κάτι) λάκκο έχει η φάβα"
Στον Ποντο όσοι έτρωγαν "πουτσίντιν", μια πολτώδη αλεύρινη μάζα, άνοιγαν στη μέση ένα λακκάκι και έβαζαν βούτυρο. Ο καθένας που έτρωγε πουτσίντιν έπρεπε να πάρει ένα κουτάλι και να το βουτήξει στη μέση που ήταν το βούτυρο.
Το ίδιο έκαναν και οι Τούρκοι, οι οποίοι στη μέση του πιλαφιού τους, άνοιγαν ένα λάκκο και έβαζαν βούτυρο.
Το έθιμο αυτό το πήραν με τη σειρά τους και οι Έλληνες της ηπειρωτικής Χωρας. Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση: "κάτι λάκκο έχει η φάβα".
Αυτή την ερμηνεία φαίνεται πως είχε υπόψη του και ο Παρθένιος Κατζιούλης, που εξελλήνισε την παροιμιώδη φράση με το: "λάκκο έχει το έτνος", και προσθέτει: "επί των υποπτευομένων ζητείν τι και γαρ το έτνος έχον, ελαίου δείται".
Στην Καρπαθο λένε: αυτό το φα(β)α λάκκον έχει και το λα(δ)ι καμαρώνει· οι δε Ζακυνθινοί και οι Λακωνες: κάτι λάκκο έχ’ η φάβα, ρίχτε λάδι για να δήτε. Καθώς επίσης και η παροιμία: κάτι λάκκο έχ’ η φάβα, που χαμογελά το λάδι.
"Σ’ αγαπάει η πεθερά σου"
Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λεει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα του φαγητού. Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στούς άλλους.
Όταν, όμως, γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή, ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος. Γι’ αυτό και σ’ όποιον πάει σε κάποιο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως "τον αγαπάει η πεθερά του".