Προτεστάντες
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
12/10 Συμεών ο Νέος Θεολόγος *
ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ, Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπορους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος του Βασίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήταν φυσικό, έτυχε καλής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για μάθηση.Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχό της περιωνύμου Μονής Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τὸν ἐκ νεότ...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
29/9 Κυριακός ο Αναχωρητής, Όσιος *
ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ, ΟΣΙΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Όσιος Κυριακός ήταν άνθρωπος που καλλιεργούσε «ὑπομονήν, πραότητα» (Α’ προς Τιμόθεον, στ’ 11). Γι’ αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 5ο αιώνα μ.Χ., από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του την έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.Από ιερατικό, λοιπόν, γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Όταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριακός επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Ε...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Αγία Γραφή και Αιρετικοἰ Προτεστάντες (Β΄)
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
(Β’ ΜΕΡΟΣ)
ΕΚ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΤΟΥ J.A. MOEHLER
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΚΡΙΤΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Το ζήτημα που έχουμε να λύσουμε τώρα είναι το εξής: Πώς ο άνθρωπος οικειούται την αληθινή διδασκαλία του Σωτήρος: ή για να εκφρασθούμε κατά γενικώτερο και ταυτόχρονα ακριβέστερο τρόπο: πώς ο άνθρωπος φθάνει στη σίγουρη γνώση των αποκαλυφθεισών από το Θείο διδάσκαλο αληθειών;
Οι όψιμοι χριστιανοί του δέκατου έκτου αιώνα απαντούν: μέσω της Αγίας Γραφής, που είναι αλάθητη, όμως. οι χριστιανοί που δεν είναι όψιμοι, αλλά είναι χριστιανοί όλων των εποχών και τόπων αποκρίνονται στο ερώτημα: μέσω της Εκκλησίας, η οποία μας δίνει την αλάνθαστη κατανόηση της Αγίας Γραφής.
Οι διδάσκαλοί μας σε θέματα πίστεως, συμπληρώνουν σχετικά: αναμφισβήτητα η Αγία Γραφή περικλείει μηνύματα θεία, και επομένως την καθαρή αλήθεια. κάνουμε ακόμη προς στιγμήν την υπόθεση ότι αυτή περιέχει και όλες τις αναγκαίες στον άνθρωπο γνώσεις. Η Γραφή είναι λοιπόν ο αλάθητος Λόγος του Θεού. αλλά μόνο από το γεγονός ότι φέρνει αυτή μέσα της τον χαρακτήρα του αλάθητου δεν προφυλασσόμεθα και από κάθε πλάνη. Και τούτο γιατί, όταν ακροώμεθα τις θείες διδασκαλίες, δεν μπορεί άραγε μαζί με τα ύψιστα θέσφατα να γλιστρήσει στη διάνοιά μας το Ψέμα;
Πώς μπορεί κανείς να γνωρίζει ότι έχει την Αλήθεια;
Πώς λοιπόν είμαστε βέβαιοι ότι το αντίστοιχο περιεχόμενο της αντιληπτικής μας ικανότητας αποτελεί ολόκληρη την αλήθεια και μόνον την αλήθεια:
Απ’ αυτή την άποψη να τι διδάσκει η Εκκλησία:
Το Πνεύμα του Θεού, που κυβερνά και ζωοποιεί την Εκκλησία, γεννά μέσα στον άνθρωπο, ενοποιούμενο μ’ αυτόν, κάτι σαν φυσικό ένστικτο, μια οξύνοια και ροπή εξόχως χριστιανική, που τον οδηγεί σε κάθε αληθινή διδασκαλία.
Η άνωθεν χορηγηθείσα αρχή, ο σύνδεσμος με το ανά τους αιώνας συνεχιζόμενο αποστολικό αξίωμα, η αγωγή και η ζωή μέσα στην Εκκλησία, αναπτύσσουν ένα είδος βαθειάς θρησκευτικής διαίσθησης, μια αίσθηση ιδιάζουσα για την αντίληψη του γραπτού Λόγου του Θεού, γιατί ανταποκρίνεται στο Πνεύμα που τον έχει υπαγορεύσει και όταν ο Χριστιανός διαβάζει αυτόν τον Λόγον με τη συνοδεία αυτού του εσωτερικού οδηγού, υπό το φώς αυτής της ουράνιας δάδας, η αποκεκαλυμμένη αλήθεια διαπηδά χωρίς ουσιώδη αλλοίωση στη διάνοιά του.
Αυτός είναι ο πεπατημένος δρόμος, που οδηγεί στην γνώση της αληθινής διδασκαλίας. Εν τούτοις στην ροή της ιστορίας θα υπάρχουν πάντοτε πλάνες ένοχες. Από την εποχή των Αποστόλων ήδη, ο Λόγος του Θεού δίνει στην αίρεση όπλα για να πολεμηθεί αυτός ούτος ο Λόγος του Θεού, και συχνά τα Ιερά Γράμματα των Αγίων Γραφών έρριψαν την διχόνοια μεταξύ των Χριστιανών.
Πώς να ενεργήσουμε αλήθεια σε τέτοιες περιστάσεις; Πώς να προφυλάξουμε την αλήθεια από κάθε ακάθαρτο μείγμα; Ιδού η απάντηση:
Όταν το νόημα των Γραφών τίθεται σε αμφισβήτηση, η κρίση του συνόλου των πιστών υπερισχύει έναντι της μερικής γνώμης, και η γενική πίστη κατά της ιδιωτικής ερμηνείας, η κοινότης δηλαδή κατά του ατόμου, αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία των πιστών ερμηνεύει το ιερό κείμενο. Ο Ιησούς Χριστός θέλησε να είναι η Εκκλησία του η φανέρωσή του, η ορατή του μορφή, η συνεχιζόμενη ανθρωπίνη φύση του, το σώμα του ζων εις τους αιώνας: σ’ αυτήν λοιπόν την Εκκλησία εμπιστεύθηκε την φροντίδα για την διδαχήν της υγειαίνουσας διδασκαλίας και για να μπορέσει αυτή να μη εξωκοίλει απ’ αυτήν την αποστολή, κατέθεσε μέσα της την Αλήθειά του, την Σοφίαν του, το Πνεύμα του, που αποτελούν το εσωτερικώτερο αίσθημα αυτής της άσπιλης νύμφης.
Τι είναι Παράδοση
Αυτό το ενδόμυχο αίσθημα, αυτή η συνείδηση είναι η Παράδοση, που δεν είναι παρά η αλυσσίδα σκέψεων και μαρτυριών που από αιώνα σε αιώνα ανάγονται μέχρι αυτού του Θείου Διδασκάλου. Τί είναι, λοιπόν, η Παράδοση; Εάν την θεωρήσουμε κατά το υποκείμενό της, είναι ο Λόγος του Θεού ζων αιωνίως εντός του σώματος των πιστών, είναι αυτή, ακόμη, το χριστιανικό αίσθημα που υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και μεταδίδεται απ’ αυτήν, αίσθημα που δεν μπορεί κανείς να το ξεχωρίσει από τις αλήθειες που αυτό περικλείει, εφόσον είναι σχηματισμένο απ’ αυτές της αλήθειες και μέσω αυτών των αληθειών. Σ’ αυτό το καθολικό αίσθημα έχει εμπιστευθεί ο Χριστός την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, η δε εξήγηση που δίνει αυτό αποτελεί την κρίση της Εκκλησίας, η οποία Εκκλησία γι’ αυτό το λόγο ονομάζεται κριτής επί των αμφισβητήσεων σε ζητήματα πίστης.
Αλλ’ εάν θεωρήσουμε την Παράδοση κατά το αντικείμενό της τότε αυτή είναι η γενική της Εκκλησίας Πίστη, η συνεχής Πίστη της φυλασσομένη στα μνημεία της διδασκαλίας της και της ιστορίας της. Υπ’ αυτή την έννοια, η Παράδοση συνήθως ονομάζεται ο κανών της πίστεως, το κριτήριο, στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής.
Επί πλέον, όταν ο θείος Διδάσκαλός μας εγκαθιστά την Εκκλησία σαν διηνεκές του όργανο, δεν κάνει άλλο παρά να κυρώνει ένα σταθερό νόμο ηθικής τάξης. Κάθε έθνος φέρει ένα διακριτικό χαρακτήρα. Βαθειά ριζομένος αυτός ο τύπος αφήνει τα ίχνη του στο δημόσιο βίο, όπως και στον ιδιωτικό, μέσα στους νόμους καθώς και μέσα στη γλώσσα, στις επιστήμες και στις τέχνες, με άλλα λόγια, αυτός ο τύπος χωρίζει ένα ολόκληρο λαό από ένα άλλο. Είναι η ιδιοφυΐα της κηδεμονίας, το ρυθμιστικό πνεύμα, που κληροδοτείται από πατέρα σε τέκνα, είναι η πνοή που ζωοποιεί όλο το σώμα.
Οι αρχαίοι είχαν προσωποποιήσει αυτό το χαρακτηριστικό σημάδι. Το ελάτρευαν σαν την θεότητα της Πατρίδας, και του προσέφεραν τους νόμους τους και τους θεσμούς τους. Συνέβαινε ώστε το ατομικό συμφέρον, ο εγωϊσμός και τα κόμματα να ενοχλούν τα ελατήρια που διατηρούν την αρμονία στο πολιτικό επίπεδο; Ανεκαλύπτετο σε λίγο το στοιχείο που πληγώνει τη ζωτική αρχή, ε, τότε το σώμα κρατούσε την αυτοσυνειδησία του και το πνεύμα από το οποίο ενεφορείτο συνέχιζε να το ζωογονεί. Αλλ’ εάν οι βάσεις του οικοδομήματος είχαν υποσκαφθεί, και αν ο ζωντανός σύνδεσμος που συνδέει παρόν και παρελθόν είχε σπάσει, αν η διαίρεση απ’ την διχόνοια καθιστούσε κάθε εθνική πράξη αδύνατη και αν δεν ήταν δυνατόν να διακρίνει κανείς το δημόσιο πνεύμα εν μέσω της αναρχίας και της συγχύσεως, τότε, να είστε σίγουροι ότι ο λαός αυτός ήγγιζε την ερήμωσή του.
Το κηδεμονευτικό του Πνεύμα, ο Θεός του, εξαφανίστηκε χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Ο Παν απέθανε. Αυτό ήταν το μήνυμα που έπαιρναν οι ταξιδιώτες την εποχή της έλευσης του Μεσσία.
Αυτός ο νόμος που διαπιστώσαμε ισχύει εξ ίσου μέσα στις θρησκευτικές κοινωνίες όσο και στις πολιτικές. Παρατηρείστε τους Πέρσες, τους Κινέζους, τους Μωαμεθανούς. Δέστε με τι δύναμη αναπτύχθηκαν οι αρχές που αρχικά τέθηκαν ανάμεσά τους. Δέστε πώς αυτές οι αρχές διαπότισαν με το πνεύμα τους όλους τους θεσμούς αυτών των λαών. Στο χώρο του παγανισμού, το παν απορρέει επίσης από μία μοναδική πηγή, όλα τα θρησκευτικά φαινόμενα βασίζονται στην ίδια θεμελιακή ιδέα.
Ας εξετάσουμε τέλος το λουθηρανικό καθίδρυμα, τα δόγματα που διδάσκονται μέσα στα σύμβολα αυτής της αίρεσης, φέρουν σε τέτοιο βαθμό τα χαρακτηριστικά του ιδρυτή ώστε αμέσως αναγνωρίζει κανείς την υιότητα και συγγένεια αυτών των δογμάτων. Τα αισθήματα που εξέφρασαν ο Mayor, ο Victorin Strigel και άλλοι σχισματικοί απερρίφθησαν, από ένα είδος ενστίκτου, σαν αντίθετα στο πνεύμα όλου του σώματος και η ιδρυμένη από τον απόστολο της Βυττεμβέργης κοινότητα απεδείχθη πάντοτε ο πιστός ερμηνέας του λόγου του Λουθήρου. Αν προς στιγμήν υποθέσουμε ότι οι ιδρυτές αυτών των πολιτικών και θρησκευτικών κοινωνιών είχαν αποστολή από το Θεό, τι θα διαπιστώσουμε;
Κατ’ αρχήν μια ανώτερη ώθηση που κατεβαίνει από τον ουρανό, κατόπιν μια μακρά κίνηση που διασχίζει το διάστημα κι έρχεται να καταλήξει στον άνθρωπο. Λοιπόν, τα γενικά γεγονότα που προέρχονται και γεννιώνται από την πρώτη αιτία θα είναι και θεία και ανθρώπινα, ταυτόχρονα: Θα είναι θεία, εφόσον θα προκαλέσουν αιωρισμούς μιας κινήσεως τυπωμένης άνωθεν, θα είναι και ανθρώπινα εφόσον θα εκπορευθούν επίσης εκ της δραστηριότητος του ανθρώπου. μ’ αυτές τις δυο αιτίες, θα ρυθμίσουν όλες τις λειτουργίες του κοινωνικού μηχανισμού, θα ζωογονήσουν με την εγκάρδια επιρροή τους ολόκληρο το σώμα, θα κατευθύνουν τις ψυχές όλων των μελών τους. θα είναι σαν την πνοή του ιδρυτού, σαν το πνεύμα που ζωοποιεί τους θεσμούς του.
Το αλάθητο της Εκκλησίας
Πάνω σ’ αυτό το μοντέλο πρέπει να εκτιμήσουμε το αλάθητο της Εκκλησίας στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Όλες τις επεξεργασμένες και ανεπτυγμένες διδασκαλίες δογματικές και ηθικές που μπορούν να θεωρηθούν σαν γεγονότα γενικά και παγκόσμια, οφείλουμε να τα θεωρούμε σαν θέσφατα του ίδιου του Ιησού Χριστού, διότι απορρέουν από το θείο του Πνεύμα. Περιττόν είναι να παρατηρήσουμε ότι η θεία κοινωνία διαφέρει από τις ανθρώπινες όσο ο Δημιουργός διαφέρει από το δημιούργημα, ο Παντοδύναμος από τον αδύναμο θνητό και ενώ η πρώτη, θεμελιωμένη στο βράχο, αψηφά όλες τις καταιγίδες και μένει αιώνια, οι τελευταίες βαδίζουν προς την αναπόφευκτη καταστροφή και ολοένα καταποντίζονται πάντοτε συνθέμελες.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΕΡΜΗΝΕΩΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Ας προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε ακόμη περαιτέρω στο ζήτημα της Γραφής και της Παράδοσης, αφού την εξετάσαμε υπό το φως της λογικής ας την μελετήσουμε κάτω από τον πυρσό της εκκλησιαστικής ιστορίας, γιατί οι αγώνες της πλάνης κατά της αλήθειας την φωτίζουν μέχρι τα έσχατα βάθη της.
Η Αίρεση των Γνωστικών
Αν εξαιρέσουμε μερικές Ιουδαϊκές αιρέσεις που επεδίωκαν να φορτώσουν στο ευαγγέλιο τελετουργικούς νόμους, οι γνωστικοί αποτελούν την αρχαιότερη αίρεση. Η αιωνιότητα της ύλης, η δημιουργία και διακυβέρνηση του κόσμου από ένα κατώτερο πνεύμα, τον δημιουργό όπως τον ονόμαζαν αυτές οι αιρέσεις; ο δοκητισμός τους και όλα τα ονειροπολήματά τους είναι αιρέσεις πολύ γνωστές ώστε δεν χρειάζεται να τις εκθέσουμε εδώ. Σήμερα όλες οι χριστιανικές αιρέσεις απορρίπτουν αυτά τα τερατολογήματα σαν αντίθετα στον χριστιανισμό.
Ε! λοιπόν, αυτοί οι γνωστικοί επείσθηκαν από την Γραφήν για τα ψεύδη τους; Όχι. προτίμησαν να απορρίψουν την Παλαιά Διαθήκη και ανεκήρυξαν ως κανονικά τα απόκρυφα ευαγγέλια. Ένας μεγάλος αριθμός μελετητών, μεταξύ αυτών που εμελέτησαν τον γνωστικισμό, για να μη πούμε όλοι, διερωτήθησαν αναμφιβόλως: Πώς ήταν δυνατόν και αυτές οι πλάνες έγιναν δεκτές; Πώς βρήκαν αυτοί οι αιρετικοί αυτές τις δαιμονολογίες και τόσες παραδοξολογίες μέσα στο λόγο του Χριστού και των αποστόλων; Και ποιος δεν θα τολμούσε να ανασκευάσει μέσα σε μια ώρα τις διδασκαλίες χιλίων μαθητών του Μαρκίωνα; Ποιος δεν θα ήθελε μέσω της Γραφής να τους οδηγήσει ξανά στην Εκκλησία; Έτσι περνάμε από τον πειρασμό να κατηγορήσουμε τους πρώτους τους αντιπάλους για έλλειψη επιδεξιότητας, γιατί δεν μπόρεσαν να είναι αποτελεσματικοί.
Αλλ’ ας μη ξεχνάμε ότι, όταν η πλάνη γεννηθεί μέσα στις διάνοιες των ανθρώπων, όποια κι αν είναι τα σπέρματα τα θανατηφόρα που φέρει μέσα της, ούτε η λογική, ούτε η ευγλωττία δεν μπορούν να την καταστρέψουν. Οι ρίζες της είναι υπερβολικά βαθιές ώστε να μη μπορεί το βλέμμα του ανθρώπου να τις δει και το χέρι να τις ξεριζώσει. Παρατηρήστε την στις διάφορες φάσεις της: πρώτα γεννιέται, κατόπιν μεγαλώνει, κατόπιν πεθαίνει. Όσο βρίσκεται στην περίοδο της αύξησής της όλα ακόμα και τα εμπόδια, έρχονται εις βοήθειάν της. Όλα της παρέχουν μια μαρτυρία, μια απόδειξη. Ακούστε: η γη καταθέτει υπέρ αυτής και ο ουρανός είναι ο εγγυητής της. Εν τω μεταξύ άλλες ιδέες φυτρώνουν στα πνεύματα των ανθρώπων ένας νέος κόσμος χαράζει αλλά χωρίς καμιά επαφή με το παρελθόν.
Ούτε που το καταλαβαίνει, ερωτά έκπληκτος. Πώς αυτό ήταν δυνατόν και έγινε. Όταν η ίδια η θεία Χάρις αποσπά κάποιον από την πλάνη προς γενικήν έκπληξη τότε ο άνθρωπος αυτός λέγει ότι η διάνοιά του ήταν προηγουμένως θα μένη κάτω από τα πιο πυκνά σκότη και ότι απ’ τα μάτια του έπεσαν λέπια.
Τότε λοιπόν που διαπιστώθηκε το αδύνατον να οδηγηθούν οι γνωστικοί εις την Εκκλησίαν μέσω της Γραφής, μήπως η Εκκλησία δήλωσε ότι παραμένει αμφίβολον αν ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο, αν ο Ιησούς Χριστός υπήρξε αληθώς άνθρωπος. μέχρις ότου δια κηρυχθούν αυτά τα δόγματα βάσει της Γραφής;
Όχι βέβαια. Αλλά στηριζόμενη στην Παράδοση, στον ζωντανό λόγο, διεκήρυξε ότι και τότε που μπορούσαν να συζητούν τις αμφιβολίες για την διδασκαλία που περιέχουν τα Ιερά Βιβλία, η πίστη, σταθερή παγκόσμια απεφαίνετο κατά τρόπον αρκετά αποφασιστικό. Και ότι όσοι ήθελαν να προσκολληθούν στον Ιησού Χριστό, να τον εκλέξουν σαν ποιμένα των ψυχών τους, δεν μπορούσαν να αποσείσουν τον ζυγό αυτής της αυθεντίας.
Αναμφίβολα οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας ανασκεύασαν τις πλάνες των Γνωστικών δια της Γραφής, χωρίς αμφιβολία παρέθεσαν τα θεία διδάγματα μέσα στα γραπτά τους τα οποία γραπτά έγιναν μνημεία της δικής μας πίστης. Αλλ’ εις την περίπτωση αυτή δεν ήσαν αυτά παρά συλλογισμοί παρατιθέμενοι κατά συλλογισμών: δυο μερίδες ήλθαν εις αντιπαράταξη και η Γραφή ήταν στα χέρια και των δύο παρατάξεων. Ο πιστός μπορούσε να πεισθεί από τον γραπτό λόγο. το γνωρίζουμε, ότι οι γνωστικοί είχαν πέσει σε μεγάλες πλάνες, αλλ’ επειδή και αυτοί οι αιρετικοί είχαν με τη σειρά τους την πεποίθηση για την αλήθεια της διδασκαλίας τους, ο χριστιανισμός θα είχε εξαφανισθεί σαν θετικός θεσμός, αν η Βίβλος ήταν η μόνη αυθεντία, αν δεν υπήρχε ένας άλλος κανών πίστης, η παγκόσμια παράδοση.
Χωρίς αυτόν τον Κανόνα, χωρίς αυτό το κριτήριο ποτέ δεν θα ήταν δυνατόν να καθορίσουμε με βεβαιότητα ποια ήταν η χριστιανική πίστη. Μόλις και θα μπορούσε το άτομο να πει στους αιρετικούς αυτούς: ιδού το δικό μου αίσθημα και η πεποίθηση, ιδού το νόημα που αποδίδω στην Γραφήν. Με μια λέξη χωρίς την Παράδοση, καμιά διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά μόνον η αμφιβολία και η ατομική γνώμη. Χωρίς αυτήν καμία κοινωνία πιστών αλλά, μόνον άτομα, χριστιανοί απομονωμένοι.
Η Αίρεση των Μοναδιστών
Μόλις η περί ης ο λόγος αίρεση έφθασε στην πιο ψηλή της φάση, να ότι εμφανίζονται οι Μοναδιστές για να της κηρύξουν ένα θανάσιμο πόλεμο. Πράγματι αυτή η τελευταία αίρεση είναι, και όχι ο Μοντανισμός όπως θέλει ο Neander, που αποτελεί την άκραν αντίθεση προς τον γνωστικισμόν. Οι μαθητές του Μαρκίωνα απορρίπτουν το ανθρώπινο στοιχείο, οι μοναδιστές το Θείο. Οι πρώτοι διδάσκουν ότι ο Σωτήρ ήταν ο θείος λόγος περιβεβλημένος ένα φαινομενικό σώμα, οι δεύτεροι υποστηρίζουν πώς ο Σωτήρ επειδή εφωτίζετο άνωθεν δεν σημαίνει ότι δεν ήτο απλώς και μόνον ένας άνθρωπος. Εκείνοι έλεγαν: Τα πάντα κινεί το Πνεύμα του Θεού, αυτοί απαντούσαν: Το Άγιο Πνεύμα δεν κατέβηκε ούτε στους αποστόλους ούτε στην Εκκλησία. Κατά τους μεν η ύλη είναι ουσιωδώς κακή, στα μάτια των άλλων, όλα είναι καλά, δεν υπάρχει ουδόλως αρχέγονη πτώση και φθορά. Τέλος στην διδασκαλία των Γνωστικών, το Ευαγγέλιον είναι αρχή ζωής, σπέρμα αγαθού αρετή ουράνια, στο σύστημα των Μοναδιστών το Ευαγγέλιο είναι ένας κανών καθαρά ηθικός, μιά αφηρημένη ιδέα, ένα νεκρό γράμμα.
Ε! λοιπόν οι Μοναδιστές όπως και οι γνωστικοί όπως και οι αιρετικοί όλων των χρόνων και τόπων, απέρριπταν την Παράδοση για να στηριχθούν αποκλειστικά πάνω στα Ιερά Βιβλία. Τί ώφειλε να κάνει η Εκκλησία σ’ αυτήν την περίσταση;
Να δηλώσει ότι έκαστος θα έμενε στην γνώμη του περιμένοντας να δώση η μελέτη της Γραφής μια ικανοποιητική λύση; Ναι, χωρίς αμφιβολία, θα ώφειλε να το κάνει, αν δεν είχε για την ίδρυσή της καμιά άλλη ιδέα, ούτε για την ουσία της ούτε για την σύστασή της. Αλλά έκανε ακριβώς το αντίθετο, και ιδού οι Θείες διδασκαλίες τις οποίες μας υποδηλώνει η διαγωγή της: Η διδασκαλία του Σωτήρος είναι αιώνια σίγουρη για τους δικούς του. Ο ζωντανός λόγος και ο γραπτός, ο χαραγμένος στις καρδιές από το Άγιο Πνεύμα λόγος και εκείνος που γράφτηκε στο χαρτί από τους θεόπνευστους συγγραφείς είναι ένας και ο αυτός. Οι αμφιβολίες που εμφανίζονται στον δεύτερο εξαφανίζονται κάτω από τον πυρσό του πρώτου.
Η διδασκαλία που εδιδάσκετο στην αρχή του χριστιανισμού, η σταθερή πίστη όλης της Εκκλησίας, να το κριτήριο, ο αλάθητος κανών κατά την ερμηνείαν της Αγίας Γραφής και, σύμφωνα μ’ αυτόν τον κανόνα, είναι για πάντα βέβαιον ότι ο Θείος μας Σωτήρ είναι Θεός και ότι μας εγέμισε με μια Θεία ενέργεια.
Εκείνος που θεμελιώνει την πίστη του πάνω στην Γραφή, δηλαδή στα αποτελέσματα που τον έχουν οδηγήσει οι βιβλικές του έρευνες, αυτός δεν έχει καθόλου πίστη, δεν έχει ούτε μικρά ιδέα του τι είναι πίστη. Αυτός δεν θα ήταν πάντα έτοιμος να τροποποιήσει την "πίστη" του; Δεν οφείλει να δεχθεί πώς με μια βαθύτερη μελέτη των Ιερών Γραμμάτων θα έφθανε ίσως σε όλως διόλου άλλα αποτελέσματα; Και επομένως. ρωτάμε, μπορεί να γεννηθεί στην ψυχή του μία βαθειά πεποίθηση ακλόνητη, σταθερή σαν τον βράχο; Και όμως να η μόνη διάταξη που αξίζει το όνομα της Πίστης. Πίστη, ενότης πεποιθήσεων, παγκοσμιότης διδασκαλίας είναι ένα και το αυτό πράγμα. Ο άνθρωπος που πιστεύει αληθινά ακόμα και αν η πεποίθησή του είναι πλανεμένη, είναι ενδόμυχα πεπεισμένος ότι κατέχει την διδαχήν του Χριστού, ότι συμμετέχει στην πίστη των αποστόλων και όλης της Εκκλησίας. Δια κρατεί σταθερώς ότι αυτή η Πίστη περικλείουσα πάσαν αλήθειαν, είναι αιώνια, αμετάβλητη, αναγκαία. Αυτή η Πίστη είναι η μόνη λογική, η μόνη αντάξια του ανθρώπου. Όλα τα άλλα δεν αποτελούν παρά προσωπική γνώμη και αβεβαιότητα.
Τα συστήματα των γνωστικών και των μοναδιστών επέπρωτο με την πάροδο των αιώνων να τα καταπιεί το μηδέν. Καινούργιες εποχές είδαν την γέννηση νέων αιρέσεων.
Όλες όμως ύψωσαν σαν σημαία την ίδια βασική αρχή, ότι δηλαδή η Γραφή ήταν η μόνη πηγή της χριστιανικής αλήθειας, ο μόνος κανών Πίστεως. Αυτό το δόγμα κοινό σε όλους τους αιρετικούς, το ίδιο στους γνωστικούς του δευτέρου αιώνα και στους Βάλδιους του δωδέκατου ανακηρυχθέν από τους Αρειανούς καθώς και από τους Νεστοριανούς, αυτό το δόγμα γέννησε τις πιο αποκλίνουσες πεποιθήσεις, τις πιο αντιφατικές διδασκαλίες. Πράγματι, τι το πιο αντίθετο όσο ο γνωστικισμός και ο Πελαγιανισμός, όσο ο Σαβελλιανισμός και ο Αρειανισμός;
Ε, λοιπόν, και μόνη η θεώρηση ότι αυτή η αρχή, πάντοτε μία, αδιάκοπα ίδια, εκύρωσε όλες τις πεποιθήσεις, όλες τις αποπλανήσεις του πνεύματος, όλες τις τερατολογίες, αυτή η θεώρηση μόνη θα αρκούσε να αποδείξει ότι αυτή η αρχή κρύπτει κάποια βαθειά αίρεση, ότι ανοίγει μιά άβυσσο απροσμέτρητη μεταξύ Γραφής και ατόμου.
Ας σταθούμε για να θεωρήσουμε την διδασκαλίαν των αιρετικών. Όλοι αυτοί αναγνωρίζουν ότι η καθολική Εκκλησία αποκηρύττουσα τις προηγούμενες αιρέσεις, υπήρξε αλάθητος ερμηνέας της αλήθειας, αρέσκονται να συνυπογράφουν τις κρίσεις που η Εκκλησία έφερε κατά των προκατόχων των αιρετικών. Όμως δεν θέλουν να αναγνωρίσουν τις αρχές που υπαγόρευσαν αυτές τις αποφάσεις της Εκκλησίας. Έτσι, ο αρειανός δέχεται μετά χαράς τις αποφάσεις της κατά των γνωστικών. Αλλά σε ποια βάση βασίζονται αυτές οι αποφάσεις, ιδού τι δεν θέλει αυτός ο αιρετικός να αντιληφθεί. Κλείνει τα μάτια για να μη δει ότι η Εκκλησία, εάν είχε συσταθή στις βάσεις που αυτός της αποδίδει, δεν θα μπορούσε να διασώσει αυτή τα δόγματα που αυτός ο αιρετικός αρειανός ομολογεί μαζί της. Οι πελαγιανοί και οι νεστοριανοί ομόφωνα καταδικάζουν τον αρειανισμό, αλλά σε λίγο η όρασή τους διαταράσσεται και η διάνοιά τους σκοτίζεται: για να φθάσουν στην χριστιανική αλήθεια, εγκαταλείπουν την οδόν της Εκκλησίας και παίρνουν το δρόμο των αιρέσεων που αυτοί βδελύττονται. θέλουν την ύλη χωρίς την μορφήν.
Ο Λούθηρος και ο Καλβίνος δεν έκαναν ακριβώς το ίδιο; Σε ό,τι είχε αποφασισθεί κατά των γνωστικών, αρειανών, νεστοριανών, πελαγιανών, κ.λ.π.; Οι επίδοξοι Μεταρρυθμιστές έδωσαν την πλήρη συγκατάθεσή τους. Αλλ’ όταν επρόκειτο να οικοδομήσουν το ευαγγέλιόν τους, απεμακρύνθησαν από την Εκκλησία πάνω στα ίχνη αυτών των ανθρώπων τους οποίους εβδελύττοντο, τους οποίους έκαιαν κάθε φορά που έπεφταν στα χέρια τους.
Τώρα πρέπει να καταλάβουμε το βαθύ νόημα του καθολικού δόγματος: Οι διδάσκαλοι της Πίστης μας, μας λένε: δεν μπορείτε να κατέχετε τον Χριστιανισμόν παρά εν τη ενώσει με την ουσιώδη μορφή του, δηλαδή, την Εκκλησίαν. Αναγνώστε τα Ιερά Βιβλία υπό το πνεύμα αυτού του ζώντος θεσμού, ατενίσατε μέσα σ’ αυτήν τον Σωτήρα του κόσμου, και η αληθής του εικών θα αφυπνισθεί στις καρδιές και στις διάνοιές σας, γιατί η κοινωνία των πιστών είναι το όργανό του, η διαρκής φανέρωσή του.
Αλλ’ ακούω τον σαρκασμό της ασέβειας... Και τι λοιπόν; Δεν είναι προτιμώτερο να χρησιμοποιείς ένα πυρσό παρά να μένεις στα σκοτάδια; Ω! έπαρση του ανθρώπου, που απωθεί την συνδρομή που μόνη αυτή μπορεί να δυναμώσει την αδυναμία του. Ισχυρά πνεύματα που για να δείτε τ’ αστέρια δεν έχετε ανάγκη από τηλεσκόπιο, και που βλέπετε δια μέσου του καλύμματος το οποίο ο πρώτος τυχόν ανόητος μόλις άπλωσε στα μάτια σας.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΟΡΦΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ AΥΤΩN ΤΩΝ ΔΥΟ
Είναι επομένως η Εκκλησία ο αλάθητος ερμηνέας της Αγίας Γραφής. Ποια λοιπόν είναι η συνέπεια τούτου; Είναι ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας και εκείνη της Γραφής είναι ένα και το αυτό πράγμα. Όμως αυτή η ενότητα αυτή η ταυτότητα δεν αφορά ούτε στο γράμμα ούτε στην μορφή: δεν περιλαμβάνει παρά το πνεύμα και την oυσία. Eφόσoν η χριστιανική αλήθεια έπρεπε να διαρκέσει μέχρι το τέλος του κόσμου και να γίνει κτήμα του ανθρώπου, έπρεπε πάση ανάγκη να φανερωθεί διαδοχικά υπό διάφορα εκφραστικά σχήματα, να περιβληθή ούτως ειπείν μέσα στη ροή των αιώνων ένα καινούργιο εξωτερικό περίβλημα. Η φύση της Εκκλησίας, το ίδιο και ο σκοπός της σύστασής της απαιτούσε οπωσδήποτε αυτήν την εξωτερική μεταμόρφωση. Αυτό πρόκειται να το δείξουν οι γραμμές που ακολουθούν.
Ο αιώνιος λόγος, που ανήγγειλε ο θείος Διδάσκαλος, έγινε δεκτός από τους μαθητές του, και έκτοτε έγινε πίστη, κτήμα του ανθρώπου. Προχωρώ: όταν ο Σωτήρ ανέβηκε στον πατέρα του, δεν υπήρχε για τον κόσμο, παρά μόνον μέσα στην πίστη των αποστόλων.
Αλλ’ ευθύς ως ο θείος Λόγος έγινε Κτήμα ανθρώπινο, αμέσως υπέστη τους νόμους που πρυτανεύουν στην ανθρώπινη διάνοια. Αμέσως απ’ τη στιγμή αυτή ο λόγος έγινε κατανοητός, διετηρήθη, μετεβιβάσθη υπό της ανθρωπίνης δραστηριότητος. Ακόμη και η μορφή των ευαγγελικών αναγνωσμάτων αποδεικνύει ό,τι είπαμε. Τόσο στην επιλογή όσο και στη διάθεση της ύλης, μέσα στην σύλληψη και έκθεση του θέματος, παντού φαίνεται η ιδιαίτερη ιδιοφυία εκάστου εκ των ιερών ιστορικών συγγραφέων. Αλλά τι θα συμβή όταν οι απόστολοι διασχίσουν τις θάλασσες, όταν θα φέρουν το Ευαγγέλιο στις εσχατιές του κόσμου;
Τότε βλέπουμε να εμφανίζονται, ανάμεσα σ’ αυτούς που δέχονται το κήρυγμα, ένα πλήθος δυσκολιών που οι απόστολοι είναι υποχρεωμένοι να ξεπεράσουν, και γι’ αυτό πρέπει αυτοί να συζητήσουν, να συλλογισθούν, να συγκρίνουν, πρόκειται δηλαδή για ενέργειες που θέτουν σε λειτουργία όλες τις ικανότητες της νοήσεως.
Έτσι, η διδασκαλία του Σωτήρος ετέθη κάτω από την άσκηση της ανθρώπινης διάνοιας. Αφ ενός ο θείος Λόγος υπέστη ανάλυση και έλαβε τις λογικές κατηγορίες. Αφ ετέρου συμπαρατάχθηκε και συγκρίθηκε με τον εαυτό του. Ανήγαγαν όλα τα μέρη του σε ορισμένα θεμελιακά σημεία και φιλοτέχνησαν τη βάση στην οποία βασίζεται όλο Το οικοδόμημα. Έκτοτε μία άποψη διαυγέστερη και καλλίτερα περιγεγραμμένη ανοίχτηκε στο ανθρώπινο πνεύμα, διότι όλες τις ιδέες που του έρχονται έξωθεν πρέπει να τις αφομοιώσει με τον εαυτό του σαν μέσο μιας δεύτερης δημιουργίας, αν θέλει να έχει πλήρη συνείδησή των. Έτσι επεξεργασμένη τρόπον τινά με τη βοήθεια της ανθρώπινης διάνοιας, η αρχική διδασκαλία φανερώθηκε κάτω από πολλές διαφορετικές μορφές, αλλ’ όμως αυτή ταυτιζόταν πάντα με την αρχική διδασκαλία; Μπορούμε να απαντήσουμε ναι και όχι: ναι, εφόσον έμεινε η ίδιο κατά την ουσία της, όχι, εφόσον αλλάζει κατά τη μορφή της. Βέβαια από την εποχή των Αποστόλων το Θείο Πνεύμα επεστάτησε σε όλες αυτές τις αναπτύξεις της Διδασκαλίας. Αλλά είναι εξ ίσου βέβαιο ότι αυτά δεν έγιναν χωρίς τον ίδιο τον άνθρωπο, χωρίς τη δραστηριότητά του, χωρίς τη διάνοιά του. Όπως στα χριστιανικά καλά έργα η ελευθερία και η Χάρις, το Θείο και το ανθρώπινο αλληλο-διεισδύουν αμοιβαία, έτσι συμβαίνει και στο σημείο που θίγουμε.
Ουδέποτε θα ήταν δυνατόν να συνέβαινε διαφορετικά. Μετά τον θάνατο των Αποστόλων, όταν τα ευαγγέλια, οι επιστολές και όλες οι Γραφές περιήλθαν στα χέρια των πιστών και τότε ακόμη βλέπουμε τον λόγο του Θεού τρόπον τινά υποτεταγμένον στην ανθρώπινη δραστηριότητα.
Όταν η Εκκλησία διατυπώνει την αρχέγονή της διδασκαλία κατά των αιρέσεων, πρέπει κατ’ ανάγκην να αλλάξει την αποστολική έκφραση με άλλη πιο κατάλληλη για την απώθηση της πλάνης που η Εκκλησία θέλει να καταδικάσει
Οι Απόστολοι δείχνοντας τη Θεία αλήθεια υπό όλες τις επόψεις της, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την πρωταρχικήν μορφήν. Ούτε και η Εκκλησία το ηδυνήθη.
Εφόσον η αίρεση αναπαράγεται υπό χίλιες διαφορετικές όψεις, εφόσον ενδύεται όλα τα εξωτερικά σχήματα, δανείζεται όλα τα χρώματα, η Εκκλησία επίσης οφείλει να πάρει διαφορετικές θέσεις, οφείλει να σταθεί απέναντι στην πλάνη προκειμένου να αντιπαραθέσει στις καινούργιες εκφράσεις της αίρεσης μία νέα ορολογία. Όποιος εξετάσει το σύμβολο της Νικαίας, θα αναγνωρίσει, ό,τι ισχυρισθήκαμε ανωτέρω. Έτσι, η Παράδοση μεταδίδει την χριστιανική αλήθεια δια μέσου των αιώνων κάτω από ποικίλα περιβλήματα, ντύνοντάς την με μια μορφή πάντοτε νέα. Και αυτό γιατί; Επειδή αυτή η αλήθεια είναι εμπεπιστευμένη σε ανθρώπους, που οφείλουν να λαβαίνουν υπ’ όψει τους καιρούς και τις περιστάσεις. Και όπως τα γραπτά των Αποστόλων δίνουν περισσότερον φως στα λόγια του Θείου Διδασκάλου, έτσι η διδασκαλία της Εκκλησίας ρίπτει καινούργιο φως στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Πώς, λοιπόν, οι μαθητές του Λουθήρου τολμούν να μας λένε: Εγκαταλείπετε την διδασκαλίαν των Ιερών Βιβλίων για να κηρύξετε την διδασκαλία της Εκκλησίας; Στο σημείο, αυτό δεν θα μπορούσαμε να τους απαντήσουμε: εγκαταλείπετε την διδασκαλία του Σωτήρος για να κηρύξετε μόνο και μόνο τη διδασκαλία της Γραφής; Ποτέ δεν θα μας είχαν διατυπώσει μια τόσο άτοπη αντίρρηση, αν είχαν αντιληφθεί ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε Θεός και συνάμα άνθρωπος, και ότι επομένως θέλησε να συνεχίσει το έργο του με τρόπο ταυτόχρονα Θείον και ανθρώπινον.
Κατά τα λοιπά, αν διεισδύουμε όλο και περαιτέρω μέσα στην ευαγγελική αποκάλυψη όσο προχωρούμε μέσα στους χριστιανικούς αιώνες, αυτό το οφείλουμε φαίνεται στις επιθέσεις της πλάνης κατά της αλήθειας. Παρακινούμενοι από ένα τυφλό ζήλο οι Ιουδαίοι, εκείνοι που δεν είχαν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό κατά τρόπον ορθόν, οπλίζονται για να υπερασπισθούν την μωσαϊκή θρησκεία: ο Άγιος Παύλος μας αποκαλύπτει την ανωτερότητα του Ευαγγελίου και την εξοχότητα της Πίστης. Ταραχές ξεσπούν μεταξύ των πιστών της Κορίνθου, ο ίδιος απόστολος χαράσσει τις ουράνιες διδασκαλίες του περί της Εκκλησίας. Μετ’ ολίγον οι γνωστικοί σπείρουν την διχόνοιαν στον αγρό του Κυρίου. Αλλά μέσα απ’ τα έγκατα αυτού του αγώνα αναβλύζει ένα ζωηρό φως επί ζητημάτων μεγίστης σημασίας, περί της καταγωγής του κακού, περί της φύσεως της ελευθερίας, περί της πρώτης και της δεύτερης της εν Χριστώ δημιουργίας.
Έτσι και η πολεμική κατά των πελαγιανών μας αποκάλυψε ούτως ειπείν, την αδυναμία και την βαθειά αθλιότητα του ανθρώπου. Τέλος η πτώση του προτεσταντισμού εσημείωσε μια ανοδική πορεία στον καθολικισμό. Ας συγκρίνουμε τους συγγραφείς των τελευταίων χρόνων με τα συγγράμματα τα πριν από την σύνοδο του Τριδέντου, και θα δούμε πολύ καθαρά, ότι ως προς την γνωριμία του χριστιανισμού, βρισκόμαστε σε ένα βαθμό πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι εδώ και τρεις αιώνες.
Όλα τα δόγματα τεθέντα επί τάπητος από τον Λούθηρο εσχολιάστηκαν, συζητήθηκαν, τοποθετήθηκαν υπό νέο φώς, βασίσθηκαν σε βάσεις πιο σταθερές και καλλίτερα περιγραμμένες. Επομένως κάθε βαθύτερη θεώρηση της χριστιανικής αλήθειας έχει σαν προϋπόθεση, τον αγώνα και την μάχη, την επίθεση και την υπεράσπιση της αλήθειας. Αυτό το φαινόμενο είναι πολύ σπουδαίο ώστε δεν μπορεί παρά να επικεντρώσει προς στιγμήν την προσοχή μας.
Όταν η πλάνη ρίψει την αμφιβολία και την διαίρεση στα πνεύματα, ποίο είναι το μέσο, εκτός από την αυθεντία, να διακρίνουμε την αληθινή διδασκαλία και να ξαναφέρουμε την ενότητα στο χώρο της πεποίθησης; Χωρίς αλάθητο δικαστήριο, χωρίς ζώντα κριτή, δεν θα πέφταμε από προσωπική γνώμη σε άλλη γνώμη, από πλάνη σε πλάνη, μέχρι να φθάσουμε στον πυθμένα του γκρεμού; Επίσης, για να παρατηρήσουμε εν παρόδω, παντού όπου η Γραφή εκηρύχθη μόνος γνώμων πίστεως, δεν κατανόησαν τις αναπτύξεις του δόγματος, τις απέρριψαν μάλιστα εξ απόψεως μορφής. Ενίοτε επίσης το άτοπον αυτών των αρχών, οι καταστροφικές συνέπειές τους σπρώχνουν και γκρεμίζουν σε μια άλλη άβυσσον.
Ο αιρετικός, αφού διήνυσε την σταδιοδρομία της αίρεσης, καλυμμένος από πυκνά σκοτάδια, συναντώντας παντού το χάος και μόνον, έχει έλθει σε απόγνωση για το αν ποτέ θα βγή απ’ αυτό τον λαβύρινθο της αμφιβολίας και των προσωπικών απόψεων, τότε στην απόγνωσή του, αποδίδει στην Γραφή όλες τις φαντασιώσεις του, όλα τα όνειρα της εποχής σαν αντίστοιχα τόσες προτάσεις πίστης. Αλλά εάν ανεβάζουμε στο επίπεδο του δόγματος όλες τις προσωπικές γνώμες, οιεσδήποτε κι αν είναι αυτές, που είναι συνδεδεμένες με την Γραφή, σε τι θα καταλήξει τότε η χριστιανική ιστορία; Σ’ αυτό θα καταλήξει, στο να δείχνει ότι η Γραφή, εκ του γεγονότος ότι δέχεται όλες τις απόψεις, δεν περιέχει κανένα νόημα. Ιδού λοιπόν σε τι οδηγούν όλες οι αντιρρήσεις κατά της καθολικής Εκκλησίας. Όλοι οι δογματικοί όροι σας, μας λένε με λόγια ισοδύναμα, υποθέτουν ότι το Γράμμα των Γραφών υποκρύπτει ένα νόημα μοναδικό, για πάντα αμετάβλητο, εν τούτοις αυτή δεν έχει κανένα νόημα αφού τα έχει όλα. Το ανθρώπινο πνεύμα μέσα στην χριστιανική Εκκλησία, δεν έχει άλλο σκοπό παρά να φέρνει στο φως αυτήν την αλήθεια, που δεκαοκτώ αιώνες δεν μπόρεσαν να σας δώσουν να καταλάβετε.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΥΠΟ ΣΤΕΝΗ ΕΝΝΟΙΑ
ΚΑΝΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ
Ας θεωρήσουμε ακόμη την Παράδοση υπό μίαν άλλην έποψη. Μέχρι τώρα την έχουμε ορίσει σαν το χριστιανικό αίσθημα, το λόγο τον ζώντα, το κριτήριο στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Υπ’ αυτήν την σχέση η Παράδοση και η Γραφή δεν είναι παρά εν και το αυτό, περιλαμβάνουν και αι δύο το ίδιο ποσόν αληθειών. Όμως υπάρχουν πολλά δόγματα αναντίρρητα, περιβεβλημμένα με την πιο υψηλήν βεβαιότητα, διδασκόμενα από τους Αποστόλους, που ο γραπτός λόγος δεν περιέχει καθόλου ή το πολύ μ’ ένα τρόπο πολύ συνεπτυγμένο. Ιδού η διδασκαλία της Εκκλησίας, διδασκαλία της πιο μεγάλης σπουδαιότητας, και στην οποία διδασκαλία ανυψούται υπό ορισμένες επόψεις όλο το χριστιανικό οικοδόμημα. Σ’ αυτό το θεμέλιο βασίζεται η κανονικότης και η θεοπνευστία της Γραφής, διότι αυτή η Γραφή δεν δηλώνει ουδόλως ποια είναι τα βιβλία από τα οποία αποτελείται, και αν περιελάμβανε αυτήν την ένδειξη, θα υπελείπετο να αποδειχθεί η αυθεντία, το αλάθητο αυτής της μαρτυρίας.
Λοιπόν την θεοπνευστίαν των Αγίων Γραφών μας την πιστοποιεί η κοινωνία που ίδρυσε ο Σωτήρ. Προς το παρόν πρέπει να αντιληφθούμε, ελπίζουμε, την αναγκαιότητα της αυθεντίας της Εκκλησίας. Πού υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να μη αναγνωρίζει τον δάκτυλο του Θεού στο ζήτημα της διατήρησης των Γραφών; Αλλά πρέπει να συμφωνήσουμε στο σημείο αυτό ότι δηλαδή η Εκκλησία ήταν εκείνη που έκανε αυτό το θαύμα, η Εκκλησία είναι που διέσωσε τα μνημεία της πίστεώς μας. Ποιος δεν το γνωρίζει αυτό; Οι αιρετικοί των πρώτων αιώνων, οι γνωστικοί και οι αντιτριαδικοί, απέρριπταν πότε ένα και πότε άλλο ευαγγέλιο. Μ’ ένα ιερόσυλο χέρι περιέκοπταν τα γνήσια γραπτά έργα των αποστόλων και παρήγαγαν πλαστά. Αυτοί οι αιρετικοί κτύπησαν την Εκκλησίαν με τον ίδιο τρόπο όπως αργότερα οι προτεστάντες. Την Εκκλησία αυτοί οι αιρετικοί ονομάζουν εκ συμφώνου πόρνη της Βαβυλώνας, διαφθορέα της αληθινής διδασκαλίας, τύραννο της διανοίας. Αυτήν την Εκκλησίαν ο Θεός διάλεξε για να φυλάξει τον θησαυρό των χριστιανών. Τι δεν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε απ’ αυτό. Αυτή η παρατήρηση προξενούσε στον ίδιο τον Λούθηρο μια βαθειά εντύπωση. Δεν θα αναφέρουμε τους στοχασμούς του επ’ αυτού. Αφήνουμε στους μαθητές του την φροντίδα να τα συμφιλιώσουν, αν μπορούν, με την στάση που κράτησε απέναντι στην Εκκλησία.
Οι προτεστάντες δεν συμφωνούν καθόλου με τους καθολικούς στο ζήτημα του Κανόνος των Γραφών. Στην αρχή φάνηκε ότι σπουδαίες αντιθέσεις επρόκειτο να αναπτυχθούν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Επιστεύθη ότι ο Λούθηρος θα ξαναζωντάνευε τις θλιβερές σκηνές των πρώτων χριστιανικών αιώνων, όταν απέρριπταν το πρωί ένα ευαγγέλιο και το βράδυ ένα άλλο, ανάλογα με τις απαιτήσεις των αιρετικών διδασκαλιών. Όπως γνωρίζουμε ο Πατριάρχης της μεταρρυθμίσεως, απέρριψε την επιστολήν του Ιακώβου, έφθασε μάλιστα στο σημείο να την ονομάζει γραπτό αξιοθρήνητο, αχυρένιο (Strohernen). Δεν μιλούσε διαφορετικά για την Αποκάλυψη του Ιωάννου, και συνήθιζε να λέγει ότι δεν πρέπει να ψάχνωμε το αληθινό ευαγγέλιο στα τρία πρώτα κανονικά ευαγγέλια.
Με μια λέξη, απ’ όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, δεν σεβάστηκε παρά το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, τις Πράξεις των Aπoστόλων, τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή του Αγίου Ιακώβου αντέλεγε στη διδασκαλία του Λουθήρου για τα καλά έργα. Και ο Λούθηρος προτίμησε να απορρίψει αυτό το κανονικό βιβλίο παρά να αναθεωρήσει τη γνώμη του, προτίμησε να σχίσει ένα θεόπνευστο βιβλίο μάλλον παρά να θέσει υπό αμφισβήτηση το δικό του αλάθητο. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου επίσης δεν μπορούσε να τύχει χάριτος απ’ αυτόν: παρ’ όλες τις σκοτεινές σελίδες της, ήταν πολύ εύγλωττη σε πολλά εδάφιά της. Έγραφε π.χ. «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες... τα γαρ έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών». (Αποκ. Ιδ΄ 14). Σ’ αυτό το εδάφιο υπήρχε κάτι που να σκανδαλίσει τον ανακαινιστή των Γραφών. Όσο για την ανήκουστη μέχρι την Μεταρρύθμιση πρόταση, ότι δεν πρέπει να αναζητήσουμε το Ευαγγέλιο μέσα στα κανονικά Ευαγγέλια, εξηγείται από το νόημα που είπαμε ότι είχε στη προτεσταντική διδασκαλία αυτό το τελευταίο. Εν τούτοις δεν μπόρεσε, υπ’ αυτόν τον συσχετισμό, να παραπλανήσει το πνεύμα των μαθητών του. Αυτοί αναγνωρίζουν, όπως και οι επίδοξοι μετερρυθμισμένοι, όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ως προς την αρχαιότητα επεκράτησαν οι προλήψεις των διδασκαλιών, και όλα τα βιβλία που ονομάζουμε δευτεροκανονικά το ένα μετά το άλλο αφαιρέθηκαν από τον Κανόνα. Κατά τα λοιπά, η κριτική δεν υπήρξε το μόνο κίνητρον, που ωδήγησε σ’ αυτό τους προτεστάντες. Ο Clausen, ανάμεσα σ’ άλλους συγγραφείς της αιρέσεως το ομολογεί ρητώς.
Χρήστου Βασιλειάδη
Θεολόγου-Φιλολόγου, Καθηγητού