Μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ, Μάρτυρες * - 17/6
ΑΓΙΟΙ ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ ΚΑΙ ΙΣΜΑΗΛ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Και οι τρεις ήταν αδέλφια από την Περσία (ο πατέρας τους ήταν πυρολάτρης, ενώ η μητέρα τους χριστιανή και τους μετέδωσε τη χριστιανική αγωγή, ενώ τη χριστιανική μόρφωση κάποιος ευλαβής Ιερέας ονόματι Εύνικος) και είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη για κάποια αποστολή.
Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής τους, συνέβη να δουν στη Χαλκηδόνα τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, που θυσίαζε στα είδωλα εν μέσω πομπής. Το θέαμα αυτό τους λύπησε πολύ και εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια τους για το κράτος, που ο ηγέτης του γινόταν ένοχος τέτοιας ασέβειας. Κάποιοι καταδότες όμως, που τους άκουσαν, τους κατάγγειλαν στον Ιουλιανό. Αυτός διέταξε αμέσως οι τρεις Πέρσες ν’ αρνηθούν το Χριστό. Αλλά και αυτοί με τη σειρά τους αποκρίθηκαν, ότι τους εαυτούς τους προ πολλού είχαν αρνηθεί, και στον Ιησού που είχαν παραδομένη την ψυχή τους, είναι έτοιμοι να χύσουν γι’ Αυτόν το αίμα τους. Τότε άρχισε ο βασανισμός τους.
Διαπέρασαν τους αστραγάλους τους με μυτερό αντικείμενο, και έκαψαν τις μασχάλες τους με αναμμένες λαμπάδες. Κατόπιν τους αποκεφάλισαν.
Αλλά η θεία δίκη δεν άργησε να έλθει. Όταν μετά από λίγο ο Ιουλιανός εξεστράτευσε κατά των Περσών, σε κάποια μάχη, πληρώνοντας για τις αμαρτίες του, έπεσε νεκρός στο άνθος της ηλικίας του.
Απολυτίκιον. Ήχος δ΄.
Οι της ευσεβείας υπέρμαχοι, και της ασεβείας αντίπαλοι, Μανουήλ θεόπνευστε, και Ισμαήλ θαυμάσιε, και Σαβέλ αξιάγαστε, παρρησία τον Χριστόν, Υιόν Θεού κηρύξαντες, το αίμα υμών υπέρ Αυτού εξεχέατε· ον δυσωπούντες μη παύσητε, του σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῇ πίστει Χριστοῦ, τρωθέντες παμμακάριστοι, καὶ τούτου πιστῶς, πιόντες τὸ ποτήριον, τὰ Περσῶν σεβάσματα, καὶ τὸ θράσος εἰς γῆν κατεβάλετε, τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι, πρεσβείας ποιοῦντες, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Αθλοφόρων παρεμβολή, Ίσαυρε παμμάκαρ, και οι σύναθλοι οι κλεινοί. Χαίρετε γενναίοι, οπλίται του Κυρίου, Αγγέλων συμπολίται, και ισοστάσιοι.