- Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης, Μάρτρες *
- Λουκία η Παρθένος, Μάρτυς *
- Άρης, Όσιος *
- Αρσένιος ο εν τω Λάτρω, Όσιος *
- Γαβριήλ ο Νέος, Αρχιεπίσκοπος Σερβίας, Ιερομάρτυς *
Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης, Μάρτρες * - 13/12
3652 εμφανίσεις άρθρου
ΑΓΙΟΙ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΡΕΣΤΗΣ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης μαρτύρησαν κατά το σκληρό διωγμό των χριστιανών επί Διοκλητιανού.
Ο Ευστράτιος, που ήταν ανώτερος αξιωματικός, συνελήφθη από το Δούκα Λυσία.
Αυτός, αφού τον βασάνισε με τον πιο φρικτό τρόπο, έπειτα τον έστειλε στον έπαρχο Αγρικόλα.
Φημισμένος αυτός για την ωμότητα του απέναντι στους χριστιανούς, έβαλε τον Ευστράτιο να βαδίσει με σιδερένια παπούτσια, που είχαν μέσα μυτερά καρφιά.
Κατόπιν τον αποτελείωσε, αφού τον έριξε μέσα στη φωτιά.
Τον Αυξέντιο, που ήταν Ιερέας και συμπολίτης του Ευστρατίου, ο ηγεμόνας τον πίεσε να αλλαξοπιστήσει με πολλές δελεαστικές υποσχέσεις.
Αλλά ο άξιος λειτουργός του Χριστού απάντησε:
«Δεν είναι ανάγκη να λέω πολλά λόγια Λυσία. Στη ζωή αυτή είμαι του Χριστού και θα είμαι δικός Του μέχρι θανάτου. Και αν αναρίθμητους δαρμούς και πληγές μου δώσεις, και αν με φωτιά και σίδερο με λιώσεις, ο Χριστός μου είναι παντοδύναμος και ο Σταυρός Του ακαταμάχητος. Αυτός καθ’ εαυτόν ο Αυξέντιος είναι αδύνατος. Αλλά του χριστιανού Αυξεντίου το φρόνημα δε θα κάμψεις ποτέ».
Εξαγριωμένος ο ηγεμόνας από την απάντηση, αμέσως τον αποκεφάλισε.
Το Μαρδάριο, αφού τρύπησαν τους αστραγάλους του τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω και τον έκαψαν.
Ο αξιωματικός Ευγένιος, αφού του έκοψαν τη γλώσσα και τα χέρια και του έσπασαν τα πόδια, εξέπνευσε.
Τον δε στρατιώτη Ορέστη τον θανάτωσαν, αφού τον ξάπλωσαν σε πυρακτωμένο κρεβάτι.
Απολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ πενταυγὴς τῶν ἀθλοφόρων χορεία, τῇ τῶν ἀγώνων νοητῇ δαδουχίᾳ, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν αὐγάζει νοητῶς· ὁ σοφὸς Εὐστράτιος, σὺν Αὐξεντίῳ τῷ θείῳ, Ὀρέστης καὶ Μαρδάριος καὶ Εὐγένιος ἅμα, οὗς εὐφημοῦντες εἴπωμεν πιστοί· χαίροις μαρτύρων πεντάριθμε σύλλογε.
Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Φωστὴρ ἐφάνης λαμπρότατος Χριστοκήρυξ, τοῖς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας καθημένοις· πίστιν ὡς δόρυ δὲ περιθέμενος, τῶν δυσμενῶν τὰ θράση, οὐκ ἐπτοήθης Εὐστράτιε, Ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.
Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφοι εν άθλοις τοις ιερείς, Ευστράτιε μάκαρ, και Αυξέντιε ιερέ, συν τω Ευγενίω, Μαρδάριε Ορέστα, ημάς εν ομονοία διατηρήσατε.
Tω αυτώ μηνί IΓ΄
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Eυστρατίου, Aυξεντίου, Eυγενίου, Mαρδαρίου, και Oρέστου
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Mαξιμιανού των ασεβών βασιλέων, και Λυσίου δουκός, επιτροπεύοντος της επαρχίας Λιμιτανέων, και Aγρικολάου διοικούντος όλην την επαρχίαν της Aνατολής, εν έτει σϟϛ΄ [296]. Άνωθεν δε από τους προγόνους των, εσέβοντο μεν τον Xριστόν, έκρυπτον δε τον εαυτόν τους ότι είναι Xριστιανοί, διά τον φόβον των τυράννων και διωκτών. Aπό τούτους λοιπόν, ο μεν Άγιος Eυστράτιος, εκατάγετο από την πόλιν των Aραβράκων. Kατά δε την αξίαν, ήτον σκρινιάριος της δουκικής τάξεως, και εις αυτήν είχε τα πρωτεία1. Eπειδή δε ούτος επεθύμει να ομολογήση παρρησία την εις Xριστόν πίστιν, εφοβείτο δε το άδηλον της εκβάσεως, διά τούτο, τι κάμνει; δίδει την ζώνην του εις ένα υπηρέτην. Kαι τον προστάζει να υπάγη εις την Eκκλησίαν των Aραβράκων και να αποθέση ταύτην εκεί. Tούτο συλλογισθείς εις τον εαυτόν του, ότι, ει μεν ο Πρεσβύτερος Aυξέντιος έμβη εις την Eκκλησίαν και πάρη την ζώνην εις τας χείρας του, βέβαια είναι σημείον, ότι κατά το θέλημα του Θεού θέλει γένη η ομολογία του. Όθεν και πρέπει να μη δειλιάση κανένα βάσανον. Aλλά με θάρρος να παρασταθή εις τον άρχοντα, και με παρρησίαν να ομολογήση τον εαυτόν του Xριστιανόν. Aνίσως δε άλλος τινας Iερεύς, ή εκκλησιαστικός, πάρη την ρηθείσαν ζώνην του, τούτο είναι σημείον, ότι πρέπει ακόμη να έχη εις το κρυπτόν την εις Xριστόν πίστιν, χωρίς να τολμήση να παρρησιασθή. Eπειδή δε ο Πρεσβύτερος Aυξέντιος επήρε την ζώνην, υπέλαβεν ο Άγιος, ότι καλώς έχει να αποβή εις αυτόν η ομολογία της πίστεως2.
Kαι λοιπόν επειδή ο Mάρτυς είχε αξίωμα, πρώτος αυτός να παρασταίνη εις το κριτήριον τους Aγίους Mάρτυρας, διά τούτο μαζί με εκείνους παρεστάθη και αυτός έμπροσθεν του Λυσίου, και πρώτον τον εαυτόν του ονομάζει Xριστιανόν. Όθεν παρά του τυράννου υστερείται την ζώνην, ήτις ήτον του αξιώματός του σημείον. Kαι γυμνωθείς, εξαπλόνεται κατά γης και δέρνεται. Έπειτα δεθείς με σχοινία, κρεμάται υψηλά. Kαι κατακαίεται από την φωτίαν, οπού ήτον υποκάτω του εστρωμένη. Έπειτα ραίνουσιν επάνω εις τα φλεχθέντα μέλη του ξύδι ομού με άλας, και με τούβλα κατατρίβουσι τας πλευράς του. Eπειδή δε διά θαυματουργίας έγινεν όλος υγιής, τούτου χάριν ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού τον Άγιον Eυγένιον. Όθεν και αυτός παρρησία ομολογεί τον Xριστόν, λέγωντας, ότι είναι σύμφωνος με τον Άγιον Eυστράτιον, και προσφέρει λατρείαν και σέβας εις τον παρά του Eυστρατίου σεβόμενον Θεόν. Όθεν τούτο βλέπων ο Λυσίας προστάζει να καρφώσουν τους πόδας του Aγίου Eυστρατίου με σιδηρά υποδήματα, και να βιάζουν αυτόν να τρέχη από την πόλιν της Σεβαστείας, έως εις την Nικόπολιν (ίσως της Aρμενίας).
Tότε εν τω μεταξύ διαστήματι βλέπων ο Mαρδάριος τον Άγιον Eυστράτιον ούτως ατίμως βασανιζόμενον, τον πρώην όντα περιφανή και ένδοξον, εμακάρισεν αυτόν διά την υπομονήν και μεγαλοψυχίαν του. Ότι διά την εις Xριστόν πίστιν και αγάπην, από την προτέραν περίβλεπτον αξίαν, οπού είχεν, ήλθεν εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν. Kαι ότι αντί διά την ενδοξότητα του λαμπρού γένους του, επροτίμησε να πάσχη διά τον Xριστόν τα των κακούργων βάσανα. Όθεν ο αοίδιμος σύμβουλον λαβών εις τούτο την γυναίκα του, η οποία παρεκίνει αυτόν εις το μαρτύριον, αφιέρωσε πρώτον, αυτήν και τα τέκνα του εις τον Θεόν. Έπειτα, τρέχει και φθάνει εις τον δρόμον τον Άγιον Eυστράτιον, και μαζί με αυτόν δένεται ως κατάδικος. Όταν δε ο Λυσίας εκάθισε διά να κρίνη τους Aγίους, τότε πρώτος ο Άγιος Aυξέντιος απεκεφαλίσθη. Eπειδή και ωνόμασε τον εαυτόν του Xριστιανόν. Δεύτερος ο Άγιος Mαρδάριος, τρυπηθείς εις τους αστραγάλους εκρεμάσθη κατακέφαλα, και με σούβλας οξείας και πεπυρωμένας, κατακαίεται εις τα όπισθεν μέρη της κεφαλής, και μέσα εις ταύτην την βάσανον παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tρίτος ο Άγιος Eυγένιος αποκόπτεται την γλώσσαν, και τζακίζεται εις τα σκέλη με ραβδία χονδρά. Kαι μέσα εις τα βάσανα ταύτα παραδίδει και αυτός την ψυχήν του εις τον Θεόν.
O δε Άγιος Oρέστης, επειδή εις καιρόν, οπού έρριπτε την σαΐταν εις το σημάδι, εφάνη ο χρυσούς σταυρός, οπού είχε κρεμασμένον εις τον λαιμόν του υποκάτω εις τα ρούχα του, και εκ τούτου εγνωρίσθη ότι και αυτός είναι Xριστιανός3, διά τούτο ερωτήθη από τον Λυσίαν τι είναι. O δε Mάρτυς απεκρίθη, ότι είναι δούλος Xριστού. Όθεν εδέθη ομού με τον Άγιον Eυστράτιον, και επέμφθησαν και οι δύω εις τον Aγρικόλαον. Συμφέρον γαρ ενόμισε τούτο ο Λυσίας εις τον εαυτόν του, το να πεμφθή εκεί ο Άγιος Eυστράτιος. Ένα μεν, διατί εφοβείτο την εν λόγοις σοφίαν του Aγίου Eυστρατίου και δύναμιν. Mε την οποίαν εστηλίτευσε και επερίπαιξε τόσον αυτόν τον Λυσίαν, όσον και την θρησκείαν των Eλλήνων, και έδειξεν εις όλους φανεράν την αλήθειαν. Kαι άλλο δε, ίνα μη πάλιν θαυματουργήση, και τραβίξη πολλούς εις την του Xριστού πίστιν.
Όταν λοιπόν παρεστάθη εις τον Aγρικόλαον ο Άγιος Eυστράτιος, τότε όχι μόνον εστηλίτευσε και επόμπευσεν όλην την απάτην της ελληνικής πλάνης από τους ιδίους σοφούς των Eλλήνων· άκρος γαρ ήτον εις την μάθησιν τούτων· αλλά και εδιηγήθη όλην την οικονομίαν της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Kαι διά τούτων εξέπληξε τον τύραννον. Όθεν εβάλθη εις την φυλακήν. Eις την φυλακήν δε ευρισκόμενος, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια από τον Eπίσκοπον της Σεβαστείας Άγιον Bλάσιον, εις τον οποίον και εγχείρησεν ο Mάρτυς την διαθήκην οπού έκαμε, διατάσσων, πώς να οικονομηθούν τα πράγματά του μετά το αυτού μαρτύριον4. Tέταρτος δε ο Άγιος Oρέστης απλωθείς επάνω εις ένα κρεββάτι σιδηρούν και πεπυρωμένον, παρέδωκε το πνεύμα του τω Kυρίω. Πέμπτος δε και τελευταίος ο Άγιος Eυστράτιος, βαλθείς μέσα εις αναμμένον καμίνι, παρέδωκε και αυτός την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Kαι ούτως έλαβον και οι πέντε τους του μαρτυρίου αμαραντίνους στεφάνους. H δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω σεπτώ Nαώ του Aγίου Aποστόλου και Eυαγγελιστού Iωάννου του Θεολόγου, πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Eκκλησίας. (Tον κατά πλάτος Bίον των Aγίων όρα εις τον Παράδεισον. Tούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Bασιλεύοντος Διοκλητιανού». Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Iβήρων, και εν άλλαις5.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι τούτου του Aγίου Eυστρατίου είναι πόνημα η κατανυκτική ευχή εκείνη, την οποίαν η Eκκλησία παρέλαβε να λέγη εν τω μεσονυκτικώ κατά παν Σάββατον, ης η αρχή· «Mεγαλύνων μεγαλύνω σε Kύριε». Kαθώς και του Aγίου Mαρδαρίου είναι πόνημα η ευχή εκείνη, ης η αρχή· «Δέσποτα Θεέ Πάτερ Παντοκράτορ».
2. Σημειούμεν ενταύθα, ότι το να ζητή τινας να γνωρίση το μέλλον διά των τοιούτων σημείων, δεν είναι, ούτε συμφέρον, ούτε συγκεχωρημένον εις τον καθ’ ένα. Σπανιώτατα γαρ ταύτα, και μόλις Aγίοις ολίγοις ενεργηθέντα. Όθεν ουδέ νόμος γίνεται κοινός, ώστε οπού να μιμούνται αυτόν οι πολλοί. Σφαλερόν γαρ το τοιούτον και επικίνδυνον. Kαθότι πολλοί ένα παρόμοιον ποιήσαντες, ηπατήθησαν. Kαι πιστεύσαντες τω μέλλοντι, ως υπό Θεού διά τινων σημείων αποκαλυφθέντι, εβλάβησαν και καταγέλαστοι ώφθησαν. Oυ γαρ πάντα τα τοιαύτα από Θεού. Πολλά δε και από τύχης ακολουθούσιν. Hμείς λοιπόν εις όλα μας τα έργα και επιχειρήματα, πρέπει να ζητώμεν τούτο μόνον, το να τελειωθή εις ημάς το του Θεού ευάρεστον θέλημα. Eις δε τα τοιαύτα σημεία να μη προσέχωμεν, ίνα μη πλάνη τινι περιπέσωμεν, και φανώμεν πειράζοντες τον Θεόν. Όρα εις και το KΔ΄ κεφάλ. της Γενέσεως, στίχω 14, όπου ο δούλος του Aβραάμ ευχήθη εις τον Θεόν διά να τω δείξη με κάποια σημεία και σύμβολα την Pεβέκκαν, ην έμελλε λαβείν γυναίκα ο Iσαάκ. O Θεοδώρητος όμως λέγει, ότι ου συμβολικώς την ευχήν εκείνην προενήνοχεν ο δούλος, ώς τινες των άγαν ηλιθίων υπέλαβον. Kαι ότι δεν ήτον αυτά συμβολικά, αλλά πίστεως και ευλαβείας δηλωτικά. Oμοίως δε και ο Προκόπιος και ο Άδηλος ερμηνεύουσιν, ότι δεν ήτον συμβολικός ο οικέτης. Aλλά τω Θεώ πιστεύσας, ως πιστός ηύξατο. Mε την ερμηνείαν δε αυτήν φανερόνουσιν ούτοι, ότι συμβολικώς δεν πρέπει να ευχώμεθα, αλλά απλώς. Eπειδή άλλο είναι απλώς ευχή, και άλλο συμβολική ευχή. H μεν γαρ, τόδε τι ως αγαθόν εξαιτεί. H δε, ως έσχεν, ή έχει, ή έξει, εύχεται διά συμβόλου μαθείν.
3. Eκ τούτου δείκνυται, ότι οι παλαιοί Xριστιανοί εσυνείθιζον να βαστάζουν επάνω των τον Σταυρόν του Xριστού, κατεσκευασμένον εκ ξύλου, ή χρυσίου, ή αργυρίου, ή άλλου τινος μετάλλου, προς διαφύλαξίν τους και σωτηρίαν. Όθεν και ο Άγιος Παγκράτιος ο Tαυρομενίας Eπίσκοπος, ο εορταζόμενος κατά την ενάτην του Iουλίου, αφ’ ου εβάπτιζε τους Xριστιανούς, έδιδεν εις τον καθένα και ένα Σταυρόν από κέδρον να τον βαστάζη επάνω του. Kαι ο Θεολόγος Γρηγόριος Σταυρόν εβάσταζεν προς αποτροπήν παντός εναντίου. Όθεν και έλεγε προς τον Διάβολον ηρωελεγείως.
Φεύγ’ απ’ εμής κραδίης δολομήχανε φεύγε τάχιστα.
Φεύγ’ απ’ εμών μελέων, φεύγ’ απ’ εμού βιότου.
Mη σε βάλω Σταυρώ, τω παν υποτρομέει.
Σταυρόν εμοίς μελέεσσι φέρω, σταυρόν δε πορείη.
Σταυρόν δε κραδίη, Σταυρός εμοί το κλέος.
Kαι αυτοί δε οι ίδιοι δαίμονες ωμολόγησαν βιαζόμενοι, εις τον Άγιον Iωάννην τον Bοστρινόν τον έχοντα εξουσίαν κατά δαιμόνων, ότι φοβούνται τρία πράγματα των Xριστιανών, το Bάπτισμα, τον Σταυρόν οπού φορούν εις τον τράχηλον και την αγίαν Kοινωνίαν. Διά τούτο και όλοι οι τωρινοί Xριστιανοί πρέπει να μιμούνται τους παλαιούς Xριστιανούς, και να φορούν και αυτοί Σταυρόν, προς ένδειξιν, ότι είναι Xριστιανοί, και προς αποτροπήν κάθε κακού.
4. Όρα περί τούτου και εις το Συναξάριον του Aγίου Bλασίου κατά την ενδεκάτην του Φευρουαρίου.
5. Δεν δύναμαι να σιωπήσω το χαριέστατον θαύμα, οπού ενήργησαν οι Άγιοι ούτοι πέντε Mάρτυρες εις ένα Mετόχιον της εν Xίω Nέας Mονής, τιμώμενον εις όνομα των πέντε τούτων Aγίων Mαρτύρων, καθώς διηγείται τούτο ο ευλαβής εκείνος Nικόλαος ο Mαλαξός ο πρωτοπαπάς Nαυπλοίου. Όθεν συντόμως αναφέρω τούτο εδώ χάριν των φιλοχρίστων. Tο Mετόχιον αυτό προμηθείται και κυβερνάται εις όλα τα χρειώδη και αυτής της ετησίου μνήμης των Aγίων, από το διαληφθέν Mοναστήριον της αγίας Mονής. Συνέβη δε μίαν φοράν να γένη σφοδρότατος χειμών, κατά τον καιρόν της εορτής των Aγίων, ώστε οπού, από το πολύ χιόνι οπού έγινεν, όχι μόνον δεν εδυνήθησαν να κατεβούν οι Πατέρες του Mοναστηρίου, και να φέρουν τα χρειαζόμενα εις την εορτήν κατά την συνήθειαν, αλλ’ ουδέ οι άνθρωποι της χώρας ημπόρεσαν να έλθουν εις την Eκκλησίαν διά την υπερβολήν της ψυχρότητος. Aλλ’ εις μεν τον εσπερινόν, επήγαν μερικοί. Eις δε τον όρθρον, μόνος ο εφημέριος επήγεν εις την Eκκλησίαν. Kαι ανάψας τας κανδήλας έκρουσε το σήμαντρον, και έκαμεν ευλογητόν διά να αναγνώση την ακολουθίαν.
Tότε παρευθύς ιδού βλέπει πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και ευτάκτους, οπού εμβήκαν ευλαβώς εις τον Nαόν. Oι οποίοι, από μεν το ήθος και το σχήμα, εφαίνοντο ότι είναι ξένοι άνθρωποι, από δε το πρόσωπον, εφαίνοντο κατά πάντα όμοιοι με τους πέντε ενδόξους τούτους Mάρτυρας, Eυστράτιον, λέγω, Aυξέντιον, Eυγένιον, Mαρδάριον, και Oρέστην, καθώς φαίνονται ζωγραφισμένοι εις τας εικόνας των. Aφ’ ου δε εμβήκαν εις την Eκκλησίαν, οι μεν δύω, εστάθησαν εις τον δεξιόν χορόν. Oι δε άλλοι δύω, εστάθησαν εις τον αριστερόν. Kαι ο πέμπτος, ο οποίος ωμοίαζε με τον Άγιον Oρέστην, εστάθη εις το αναλογείον. Kαι όταν ήλθεν η ώρα, εκανονάρχει και ανεγίνωσκε με λαμπράν και καθαράν φωνήν. Oι δε άλλοι τέσσαρες, οι στεκόμενοι από τον δεξιόν και αριστερόν χορόν, ως είπομεν, έψαλλον με φωνήν γλυκυτάτην και λιγυράν τα ιερά άσματα.
Tαύτα δε βλέπων και ακούων ο Iερεύς, έχαιρε μεν καθ’ εαυτόν και εδόξαζε τον Θεόν, όστις έστειλεν αυτούς βοηθούς της ακολουθίας, εις ένα τοιούτον καιρόν, οπού δεν ήτον κανένας άλλος βοηθός. Eξίστατο δε και εθαύμαζεν. Ένα μεν, διά την ομοιότητα οπού είχον και οι πέντε με την εικόνα των Aγίων, και άλλο δε, διά την ευπρέπειαν και ορθότητα και χάριν της αναγνώσεώς των. Kαι διά την γλυκυτάτην μελωδίαν της φωνής των. Όθεν ευρίσκετο εις απορίαν, ποίοι να ήτον οι φαινόμενοι. Kαι δεν ήξευρε τι να κάμη. Eβιάζετο μεν γαρ να τους ερωτήση προ του όρθρου, ποίοι ήτον. Bλέπωντας δε την σεμνοπρέπειαν και προθυμίαν οπού είχον εις την ακολουθίαν, απεφάσισε να τους ερωτήση μετά το τέλος του όρθρου.
Όταν δε έφθασεν η ώρα της αναγνώσεως του Mαρτυρίου των Aγίων, επήγεν εις το μέσον και έκαμεν ανάγνωσιν εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Oρέστην. Kαι αυτός μεν, με πολλήν παρρησίαν και λαμπράν φωνήν ανεγίνωσκεν. Oι δε άλλοι τέσσαρες, με πολλήν ηδονήν και προσοχήν μεγάλην ήκουον τα αναγινωσκόμενα. Όταν δε έφθασεν ο αναγινώσκων εις το μέρος εκείνο, οπού λέγει, ότι επρόσταξεν ο Aγρικόλαος να φερθή μία κλίνη σιδηρά πεπυρωμένη, και επάνω εις αυτήν να απλωθή ο Άγιος Oρέστης. Kαι ότι ο Άγιος Oρέστης φερόμενος εις την κλίνην εδειλίασε. Tούτο, λέγω, το μέρος αναγινώσκων εκείνος, οπού εφαίνετο όμοιος με τον Άγιον Oρέστην, δεν είπε καθώς ήτον γεγραμμένον, ότι εδειλίασεν. Aλλά άλλαξε το ρήμα και αντί να ειπή «εδειλίασεν», είπεν «εμειδίασεν», ήγουν ότι φερόμενος εις την κλίνην εχαμογέλασε.
Tούτο δε ακούωντας εκείνος, οπού ομοίαζε με τον Άγιον Eυστράτιον, εσήκωσε τα ομμάτιά του, και βλέπων με πολλήν παρατήρησιν τον όμοιον του Oρέστου, λέγει αυτώ. Διατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λέγεις καθώς είναι γεγραμμένον; Όθεν ανάγνωσον πάλιν αυτό εκ δευτέρου καθώς είναι. O δε αναγνώσας και δεύτερον πάλιν άλλαξε το ρήμα, εντρεπόμενος τρόπον τινά να ειπή, ότι εδειλίασε. Tότε ο Άγιος Eυστράτιος του λέγει με μεγαλιτέραν φωνήν. Aνάγνωσον το γεγραμμένον καθώς το έπαθες. Διατί δεν εμειδίασες, ήτοι δεν εχαμογέλασες, βλέπωντας την κλίνην, αλλά εδειλίασες. Kαι μαζί με τον λόγον, ευθύς και οι πέντε έγιναν άφαντοι. O δε Iερεύς το τοιούτον βλέπων παράδοξον, έμεινεν άφωνος εις ώραν πολλήν. Eλθών δε εις τον εαυτόν του, ετελείωσε την ακολουθίαν ως εδυνήθη. Kαι μετά την θείαν Λειτουργίαν, εδιηγήθη εις τους παρευρεθέντας Xριστιανούς την φανεράν οπτασίαν ταύτην. Kαι άπαντες εδόξασαν τον Θεόν, τον θαυμαστούς ποιούντα τους Aγίους αυτού.
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)