Τατιανή, Μάρτυς * - 12/1
ΑΓΙΑ ΤΑΤΙΑΝΗ, ΜΑΡΤΥΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222 - 235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της.
Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ισχύϊ της πίστεως, κραταιωθείσα σεμνή, νομίμως ενήθλησας, υπέρ Χριστού του Θεού, Τατιανή ένδοξε πάσας γαρ τας ιδέας, των δεινών ενεγκούσα, ήσχυνας τον Βελίαρ, τη ατρέπτω σου στάσει εξ ου της κακοτροπίας πάντας απάλλαξαν.
Κοντάκιον.
Ήχος β’. Τά άνω ζητών.
Παρθένος σεμνή, και Μάρτυς απερίτρεπτος, εδείχθης σαφώς, Τατιανή θεόνυμφε· Χριστόν γαρ ποθήσασα, δι’ αγώνων τούτον εδόξασας· ον δυσώπει ρύσαι ημάς, παθών αδοξίας, και παντοίων δεινών.
Μεγαλυνάριον.
Ιερών αιμάτων σου ταις βαφαίς, βάψασα χιτώνα, αφθαρσίας πορφυραυγή, ω και στολισθείσα, Τατιανή θεόφρον, προς φως αθανασίας, χαίρουσα έδραμες.
Τω αυτώ μηνί ΙΒ΄
Μνήμη της Aγίας Μάρτυρος Τατιανής
Aύτη ήτον από την παλαιάν Pώμην, κατά τους χρόνους του βασιλέως Aλεξάνδρου, εν έτει σιη΄ [218], θυγάτηρ μεν πατρός πλουσίου και περιφανούς, ο οποίος τρεις φοραίς έγινεν ύπατος. Διάκονος δε της Eκκλησίας κατά την τάξιν και το επάγγελμα.
Aύτη λοιπόν διατί ωμολόγει τον Χριστόν, εφέρθη έμπροσθεν του βασιλέως, και εμβαίνουσα μέσα εις τον ναόν των ειδώλων ομού με τον βασιλέα, εκρήμνισεν εις την γην διά προσευχής της τα είδωλα.
Όθεν δέρνουσιν ταύτην εις το πρόσωπον, και με σιδηρά αγκυνέλα σχίζουσι τα βλέφαρά της. Έπειτα κρεμώσι αυτήν και καταξεσχίζουσι το σώμα της. Eίτα ξυρίζουσι την κεφαλήν της διά καταισχύνην. Μετά ταύτα ρίπτουσιν αυτήν εις την φωτίαν, και δίδουσιν εις τα θηρία διά να την φάγουν.
Eπειδή δε εφυλάχθη από αυτά αβλαβής με την χάριν του Θεού: τούτου χάριν απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβεν η αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)