- Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων, Μάρτυρες *
Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων, Μάρτυρες * - 19/9
3325 εμφανίσεις άρθρου
ΑΓΙΟΙ ΤΡΟΦΙΜΟΣ, ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΔΟΡΥΜΕΔΩΝ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Και οι τρεις, μαρτύρησαν επί βασιλέως Πρόβου και διοικητού Αντιοχείας Ηλιοδώρου (278 μ.Χ.).
Όταν λοιπόν ο Τρόφιμος με το Σαββάτιο βρέθηκαν στην Αντιόχεια και είδαν τα πολυποίκιλα αμαρτωλά όργια που γίνονταν προς τιμήν του Απόλλωνα, δε συγκρατήθηκαν και αποδοκίμασαν δημόσια την αμαρτωλή αυτή παραφροσύνη.
Βέβαια, γρήγορα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο. Θαρραλέα δήλωσαν πως είναι χριστιανοί.
Τότε ο ηγεμόνας Ηλιόδωρος διέταξε και τους μαστίγωσαν ανελέητα. Τόσο, που οι σάρκες τους κόβονταν κομμάτια.
Εκεί ο Σαββάτιος άφησε την τελευταία του πνοή. Ο δε Τρόφιμος οδηγήθηκε σε άλλο σκληρότερο ηγεμόνα, το Διονύσιο Περώννιο. Αυτός, αφού τον έγδαρε με σιδερένια νύχια, μισοπεθαμένο τον έριξε στη φυλακή.
Εκεί τον επισκέφθηκε κάποιος, βουλευτής, ο Δορυμέδων, που είδε το μαρτύριό του και στερεώθηκε στην πίστη του Χρίστου.
Όταν το έμαθε αυτό ο ηγεμόνας, βασάνισε σκληρά το Δορυμέδοντα. Έπειτα, έριξε και τους δύο τροφή στα θηρία, μέσα στο αμφιθέατρο. Αλλά η πεινασμένη αρκούδα και η αιμοβόρα λεοπάρδαλη στάθηκαν στα πόδια τους σαν ήμερα αρνιά.
Το ίδιο και το αγριεμένο λιοντάρι που ελευθέρωσαν αργότερα.
Όταν λοιπόν είδαν ότι δεν τους άγγιξαν τα θηρία, αμέσως οι δήμιοι τους αποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἀκαθαίρετον, Τριάδος δύναμιν, ἀνθηφορήσαντες, Μάρτυρες ἔνδοξοι, ἐναπετέματε στερρῶς, τὴν ἄκανθαν τῆς ἀπάτης, Τρόφιμε μακάριε, Ἐκκλησίας ἐντρύφημα, Σαββάτιε πάνσοφε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, καὶ δόξα εὐσεβῶν Δορυμέδον ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Ὡς ἀθλητῶν ἑδραίωμα, καὶ εὐσεβείας ἔρεισμα, ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ καὶ γεραίρει σου, τὴν φωτοφόρον ἄθλησιν· παναοίδιμε μάκαρ, ἀθλητὰ γενναιόφρον, ἔνδοξε Τρόφιμε, σὺν τοῖς συνάθλοις σου, ἱλασμὸν τοῖς ὑμνοῦσί σε αἴτησαι, ὡς ἀήττητος.
Μεγαλυνάριον.
Δόξη λαμπρυνθέντες Τριαδική, Τρόφιμος ο θείος, Δορυμέδων ο ευκλεής, συν τω Σαββατίω, μαρτυρικοίς αγώσι, της πίστεως το κάλλος, ως λύχνοι έφαναν.