- Ο Θαυμαστός βίος του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Μύρων της Λυκίας
- Ο εξαίσιος και συγκλονιστικός βίος του Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού
- Η Αγία και Μεγαλομάρτυς Αικατερίνη του Σινά (Εκτενής Βίος-Παρακλητικός Κανών- Απολυτίκιον)
- Όσιος Νείλος ο Μυροβλήτης-Αγιορείτης (Βιογραφία - Προφητείες)
- Ο θαυμαστός Βίος του Αγίου Δημητρίου του Μεγαλομάρτυρος, Θαυματουργού και Μυροβλύτου
- Ο Βίος και η Ιστορία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
- Ο Συγκλονιστικός και Θαυμαστός Βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας
- Ο συγκλονιστικός βίος και το μεγάλο έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
- Ο Βίος και η Ασκητική-Αγγελική ζωή του Οσίου Μάρκου του Αθηναίου
- Βίος και Πολιτεία του μεγάλου Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
- Βίος Αγίου Μάρκου του Ευγενικού
- Ο Βίος και το Έργο του Μεγάλου Αντωνίου
- Όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, ο διά Χριστόν σαλός, ο Προφήτης, ο υπόπτερος, ο θαυματουργός, ο Ησυχαστής, ο Νηπτικός Πατήρ
- Ο Βίος-Θαύματα-Θαυματουργικές Εικόνες του Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Αγίου Γεωργίου
- Βίος της Αγίας ενδόξου Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής
- Ο Βίος του αγίου και ενδόξου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου
Βίοι Αγίων
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
30/12 Ανυσία, Οσιομάρτυς η εν Θεσσαλονίκη *
ΑΓΙΑ ΑΝΥΣΙΑ, ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Η Αγία Ανυσία, η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (295-305 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της.Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε.Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει "τί εστίν ευάρεστον τω Κυρίω". (Εφεσ. ε’, 10).Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες.Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την π...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
17/12 Δανιήλ ο Προφήτης
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΝΙΗΛ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο προφήτης Δανιήλ είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Γεννήθηκε στην Άνω Βηθαρά και έζησε στα τέλη του 7ου με τις αρχές 6ου π.Χ. αιώνα. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα και καταγόταν από τη βασιλική οικογένεια του Δαβίδ (Δανιήλ 1, 3-6). Το όνομά του σημαίνει "ο Κύριος είναι ο κριτής μου". Ο βασιλιάς των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορ πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, την κατέλαβε και έσυρε τους κατοίκους της αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα. Έτσι ο Δανιήλ σε νεαρή ηλικία οδηγήθηκε μαζί με τους γονείς του αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα το 605 π.Χ. (Δανιήλ Α΄, 4). Ο βασιλιάς διέταξε τον Ασπενάζ, προϊστάμενο του προσωπικού του, να επιλέξει από τους Ισραηλίτες όσους νέους ήταν από βασιλική γενιά ή από οικογένειες ευ...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Ο Θαυμαστός βίος του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Μύρων της Λυκίας
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2024 - 4942 εμφανίσεις άρθρου
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ
Aπολυτίκιον. Ήχος δ΄
Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας Διδάσκαλον, ανέδειξέ σε τη ποίμνη σου, η των πραγμάτων αλήθεια· διά τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια. Πάτερ Ιεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον.
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον
Εν τοις Μύροις Άγιε, ιερουργός ανεδείχθης· του Χριστού γαρ Όσιε, το Ευαγγέλιον πληρώσας, έθηκας την ψυχήν σου υπέρ λαού σου, έσωσας τους αθώους εκ του θανάτου· δια τούτο ηγιάσθης, ως μέγας μύστης Θεού της χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Ορφανών προστάτην σε και χηρών, πεινώντων τροφέα, πενομένων τε πλουτιστήν, αιχμαλώτων ρύστην, πλεόντων τε σωτήρα, κεκτήμεθα παμμάκαρ, σοφέ Νικόλαε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄
Κανόνα πίστεως καί εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διά τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τά ὑψηλά, τῇ πτωχεία τά πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἐν τοῖς Μύροις Ἅγιε, ἱερουργός ἀνεδείχθης· τοῦ Χριστοῦ γάρ Ὅσιε, τό Εὐαγγέλιον πληρώσας, ἔθηκας τήν ψυχήν σου ὑπέρ λαοῦ σου, ἔσωσας τούς ἀθώους ἐκ τοῦ θανάτου· διά τοῦτο ἠγιάσθης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Ὀρφανῶν προστάτην σε καί χηρῶν, πεινώντων τροφέα, πενομένων τε πλουτιστήν, αἰχμαλώτων ρύστην, πλεόντων τε σωτήρα, κεκτήμεθα παμμάκαρ, σοφέ Νικόλαε.
ΕΚΤΕΝΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Άγιος Νικόλαος είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της χριστιανοσύνης. Το όνομά του βρίσκεται στο στόμα αναρίθμητων πιστών που ζητούν τη βοήθειά του. Το όνομά του το φέρουν εκατομμύρια Χριστιανοί και πολλοί είναι οι Ναοί που είναι αφιερωμένοι σ΄αυτόν. Είναι μετά την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο, ο περισσότερο γνωστός σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Σ΄όλη δε την Κύπρο υπάρχουν ενενήντα (90) και πλέον Ναοί αφιερωμένοι στο μεγάλο αυτό Ιεράρχη. Είναι αυτός που προστατεύει τους θαλασσινούς και όλους εκείνους που συναντούν τρικυμίες στη ζωή τους. Γι΄αυτό έχουν κτιστεί πολλές Εκκλησίες προς τιμή του. Όλη του η ζωή ήταν μια θαυμαστή ενσάρκωση της αγάπης και της φιλανθωπίας. Το φωτινό του παράδειγμα ας προσπαθήσουμε να το μιμηθούμε.
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας γύρω στα 230 με 250 μ.Χ. Πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Πάντως κατά το έτος 300 μ.Χ. την εποχή των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήταν Αρχιερέας των Μυραίων. Έζησε δε και μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί και η οικονομική τους κατάσταση ήταν πολύ καλή. Γι΄αυτό οι φωτισμένοι γονείς του, μόρφωσαν πρώτα την απαλή ψυχή του παιδιού τους με τη θρησκεία του Χριστού μας και ύστερα τον έστειλαν στο σχολείο για να μάθει γράμματα. Από μικρός ο Άγιος Νικόλαος έδειχνε την αφοσίωσή του και την αγάπη του στο Θεό, περνώντας την ημέρα του με προσευχές και νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή. Ακόμα και όταν ήταν βρέφος σύμφωνα με μια Παράδοση δεν ήθελε να θηλάσει Τετάρτη και Παρασκευή, παρά μόνο μετά τη δύση του ηλίου.
Όταν μεγάλωσε μισούσε τις απρεπείς και τις κακές συνομιλίες και συναναστροφές των νέων. Αγαπούσε να πηγαίνει τακτικά στην Εκκλησία και να συναναστρέφεται με ήσυχους, ήρεμους και καλούς ανθρώπους. Άκουε τις συμβουλές των μεγαλυτέρων του και προσπαθούσε να τις εφαρμόζει, όπου ήταν αναγκαίες.
Έμεινε ορφανός στο άνθος της ηλικίας του και απροστάτευτος μέσα στους πολλούς κινδύνους του ειδωλολατρικού περιβάλλοντός του. Εδώ είναι η πρώτη του νίκη. Τίποτε δεν τον παρασύρει. Την περιουσία του τη χρησιμοποιεί για έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Τον θαυμάζουν οι Χριστιανοί για τη σταθερότητά του και προσεύχονται στο Θεό να τον αξιώσει να υπηρετήσει την Εκκλησία.
Εκείνο τον καιρό Αρχιεπίσκοπος της Λυκίας ήταν ο θείος του. Αφού εκτίμησε τις αρετές και τη μεγάλη του πίστη τον κάλεσε στην υπηρεσία του Κυρίου και τον χειροτόνησε ιερέα της Επισκοπής.
Όταν έγινε ιερέας μοίρασε όλη την περιουσία του, που του άφησαν οι γονείς του, στους φτωχούς. Έντυσε γυμνούς και δυστυχισμένους. Δεν σπατάλησε την περιουσία στος διασκεδάσεις, ούτε σε πολυτελή ενδύματα, όπως κάνουν πολλοί νέοι της σημερινής εποχής, γιατί άκουε τον Προφητάνακτα Δαβίδ, ο οποίος οποίος λέγει. "Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε καρδίαν" (ψαλμός ξα΄ΙΙ). Έτσι έκανε και ο Άγιος. Δεν έδωσε προσοχή στον ρέοντα και φθαρτό πλούτο, αλλά σκόρπισε αυτό, όπως έπρεπε, για να κερδίσει άφθαρτο και αιώνια ζωή. Η απλοχεριά του έσωσε πολλούς χριστιανούς από τον κατήφορο της αμαρτίας.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί και η οικονομική τους κατάσταση ήταν πολύ καλή. Γι΄αυτό οι φωτισμένοι γονείς του, μόρφωσαν πρώτα την απαλή ψυχή του παιδιού τους με τη θρησκεία του Χριστού μας και ύστερα τον έστειλαν στο σχολείο για να μάθει γράμματα. Από μικρός ο Άγιος Νικόλαος έδειχνε την αφοσίωσή του και την αγάπη του στο Θεό, περνώντας την ημέρα του με προσευχές και νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή. Ακόμα και όταν ήταν βρέφος σύμφωνα με μια Παράδοση δεν ήθελε να θηλάσει Τετάρτη και Παρασκευή, παρά μόνο μετά τη δύση του ηλίου.
Όταν μεγάλωσε μισούσε τις απρεπείς και τις κακές συνομιλίες και συναναστροφές των νέων. Αγαπούσε να πηγαίνει τακτικά στην Εκκλησία και να συναναστρέφεται με ήσυχους, ήρεμους και καλούς ανθρώπους. Άκουε τις συμβουλές των μεγαλυτέρων του και προσπαθούσε να τις εφαρμόζει, όπου ήταν αναγκαίες.
Έμεινε ορφανός στο άνθος της ηλικίας του και απροστάτευτος μέσα στους πολλούς κινδύνους του ειδωλολατρικού περιβάλλοντός του. Εδώ είναι η πρώτη του νίκη. Τίποτε δεν τον παρασύρει. Την περιουσία του τη χρησιμοποιεί για έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Τον θαυμάζουν οι Χριστιανοί για τη σταθερότητά του και προσεύχονται στο Θεό να τον αξιώσει να υπηρετήσει την Εκκλησία.
Εκείνο τον καιρό Αρχιεπίσκοπος της Λυκίας ήταν ο θείος του. Αφού εκτίμησε τις αρετές και τη μεγάλη του πίστη τον κάλεσε στην υπηρεσία του Κυρίου και τον χειροτόνησε ιερέα της Επισκοπής.
Όταν έγινε ιερέας μοίρασε όλη την περιουσία του, που του άφησαν οι γονείς του, στους φτωχούς. Έντυσε γυμνούς και δυστυχισμένους. Δεν σπατάλησε την περιουσία στος διασκεδάσεις, ούτε σε πολυτελή ενδύματα, όπως κάνουν πολλοί νέοι της σημερινής εποχής, γιατί άκουε τον Προφητάνακτα Δαβίδ, ο οποίος οποίος λέγει. "Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε καρδίαν" (ψαλμός ξα΄ΙΙ). Έτσι έκανε και ο Άγιος. Δεν έδωσε προσοχή στον ρέοντα και φθαρτό πλούτο, αλλά σκόρπισε αυτό, όπως έπρεπε, για να κερδίσει άφθαρτο και αιώνια ζωή. Η απλοχεριά του έσωσε πολλούς χριστιανούς από τον κατήφορο της αμαρτίας.
Ο Άγιος Νικόλαος ήταν άνθρωπος των έργων και όχι των λόγων.
Οι μέρες του Αγίου περνούσαν με νηστεία, προσευχή και πολλές ελεημοσύνες. Άγρυπνα γονάτιζε και παρακαλούσε τον Χριστό να του δίνει δύναμη, υπομονή και θάρρος για να μη λυγίσει στους πειρασμούς του Σατανά.
Από τις πολλές ελεημοσύνες που έκαμε ο Άγιος ακούστε μια θαυμαστή και παράδοξη.
Τον καιρό εκείνο ζούσε ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος είχε τρείς πολύ όμορφες θυγατέρες. Από φθόνο των εχθρών του ο πλούσιος έχασε όλη του την περιουσία και έφτασε σε μεγάλη φτώχεια. Βρέθηκε σε τέτοια θλιβερή και δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να ζήσει μαζί με τις τρείς του θυγατέρες. Αποφάσισε να βάλει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να έχουν κάποιο εισόδημα και να μπορούν να ζήσουν.
Ο δε Πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλησε να ελευθερώσει τις τρεις εκείνες ψυχές από την κόλαση και την αμαρτία. Κατά την ίδια εκείνη μέρα, κατά την οποία φανέρωσε ο πατέρας των κοριτσιών τη βούλησή του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος.
Αμέσως έβαλε σ΄ενα μανδύλι τριακόσια φλωριά, πήγε κρυφά και το έρριξε στο σπίτι του πτωχεύσαντος πλουσίου από μια θυρίδα και έφυγε αμέσως χωρίς να γίνει αντιληπτός. Δεν ήθελε να φανερωθεί σε κανένα, γιατί απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και μόνον επιθυμούσε να αρέσει στο Θεό. Άκουε το Ιερό Ευαγγέλιο που έλεγε. "Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου" (Ματθ. στ’, 3), δηλαδή όταν κάμνεις την ελεημοσύνη, να μη το γνωρίζει κανένας.
Ο πατέρας των τριών κοριτσιών ξύπνησε το πρωῒ και είδε στο σπίτι ένα μανδήλι δεμένο και το άνοιξε αμέσως. Μόλις είδε τόσα πολλά φλωριά έμεινε εκστατικός και έτριβε τα μάτια του από χαρά, μη πιστέυοντας το γεγονός. Μέτρησε αμέσως τα φλωριά και τα βρήκε ακριβώς τριακόσια. Μεγάλη περιουσία είχε στα χέρια του, γι΄αυτό ήταν πολύ ενθουσιασμένος και χαρούμενος, αλλά ήθελε να μάθει ποίος έκαμε αυτή την καλή πράξη. Αφού δεν γνώριζε τον ευεργέτη του ευχαριστούσε και δοξολογούσε συνέχεια τον Θεό.
Αμέσως φρόντησε και ενύμφευσε την μεγαλύτερη του θυγατέρα με κάποιο πλούσιο της πόλης εκείνης και της έδωσε και τα τρακόσια φλωριά σαν προίκα. Ήλπιζε δε ότι εκείνος που τον βοήθησε θα φρόντιζε να τον βοηθήσει για την προίκα και των άλλων δυο κοριτσιών.
Αφού ο Άγιος Νικόλαος είδε ότι ο πατέρας χρησιμοποίησε τα χρήματα για καλό σκοπό, αμέσως τη δεύτερη νύκτα δένει σε άλλο μανδήλι άλλα τριακόσια φλωριά και το βράδυ πήγε και τα έρριξε πάλι από τη θυρίδα. Όταν ξύπνησε το πρωῒ ο πατέρας των κοριτσιών, βλέπει ένα άλλο μανδήλι με άλλα τριακόσια φλωριά. Θαύμασε για το γεγονός και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει τον άνθρωπο που του έκαμε αυτό το μεγάλο καλό και σώθηκαν τα κορίτσια του από την αμαρτία. Ήθελε να του φανερώσει τον ευεργέτη του, που με την ελεημοσύνη του άρπαξε από τα χέρια του διαβόλου τις τρεις θυγατέρες του και τις έσωσε.
Έτσι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα δίνοντάς της σαν προίκα τα τριακόσια φλωριά, ελπίζοντας στον Θεό, ότι ο ευεργέτης θα βοηθήσει και την τρίτη του θυγατέρα. Την τρίτη φορά όμως ήταν πολύ προσεχτικός και ήθελε να τρέξει και να δεί τον ευεργέτη του.
Ο δε Άγιος Νικόλαος βλέποντας ότι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα αποφάσισε να τελειώσει το καλό. Οπότε έδεσε πάλι σε άλλο μανδήλι άλλα τρακόσια φλωριά και πήγε να τα ρίξει κρυφά τη νύχτα από τη θυρίδα.
Μόλις τα έρριξε ο Άγιος, ο πατέρας των κοριτσιών ήταν ξύπνιος, δεν κοιμήθηκε, άνοιξε την πόρτα, έτρεξε και είδε κάποιο να φεύγει τρέχοντας. Ύστερα για λίγη ώρα έτρεχε ο ένας τον άλλο.
Ο πατέρας των κοριτσιών τον έφασε και είδε ότι ήταν ο Άγιος Νικόλαος, ο πασίγνωστος και δημοφιλέστατος άγιος, ο μεγάλος ευεργέτης των φτωχών και των δυστυχισμένων.
Αμέσως έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια του έλεγε: "Σε ευχαριστώ, δούλε του Θεού, που με λυπήθηκες εμένα τον ταλαίπωρο και άθλιο και μου έκαμες τέτοια μεγάλη ελεημοσύνη. Ευτυχώς που με πρόλαβες γιατί διαφορετικά θα χανόμουν ψυχικά και σωματικά".
Όταν είδε ο Άγιος Νικόλαος ότι φανερώθηκε η αρετή του, είπε σ΄αυτόν: "Δεν θέλω να πείς σε κανένα τίποτε, ενόσω ζω, για την καλωσύνη που σου ένανα".
Την επόμενη μέρα ο πατέρας νύμφευσε και την τρίτη θυγατέρα του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά και δοξάζοντας το όνομα του Θεού.
Οι μέρες του Αγίου περνούσαν με νηστεία, προσευχή και πολλές ελεημοσύνες. Άγρυπνα γονάτιζε και παρακαλούσε τον Χριστό να του δίνει δύναμη, υπομονή και θάρρος για να μη λυγίσει στους πειρασμούς του Σατανά.
Από τις πολλές ελεημοσύνες που έκαμε ο Άγιος ακούστε μια θαυμαστή και παράδοξη.
Τον καιρό εκείνο ζούσε ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος είχε τρείς πολύ όμορφες θυγατέρες. Από φθόνο των εχθρών του ο πλούσιος έχασε όλη του την περιουσία και έφτασε σε μεγάλη φτώχεια. Βρέθηκε σε τέτοια θλιβερή και δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να ζήσει μαζί με τις τρείς του θυγατέρες. Αποφάσισε να βάλει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να έχουν κάποιο εισόδημα και να μπορούν να ζήσουν.
Ο δε Πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλησε να ελευθερώσει τις τρεις εκείνες ψυχές από την κόλαση και την αμαρτία. Κατά την ίδια εκείνη μέρα, κατά την οποία φανέρωσε ο πατέρας των κοριτσιών τη βούλησή του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος.
Αμέσως έβαλε σ΄ενα μανδύλι τριακόσια φλωριά, πήγε κρυφά και το έρριξε στο σπίτι του πτωχεύσαντος πλουσίου από μια θυρίδα και έφυγε αμέσως χωρίς να γίνει αντιληπτός. Δεν ήθελε να φανερωθεί σε κανένα, γιατί απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και μόνον επιθυμούσε να αρέσει στο Θεό. Άκουε το Ιερό Ευαγγέλιο που έλεγε. "Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου" (Ματθ. στ’, 3), δηλαδή όταν κάμνεις την ελεημοσύνη, να μη το γνωρίζει κανένας.
Ο πατέρας των τριών κοριτσιών ξύπνησε το πρωῒ και είδε στο σπίτι ένα μανδήλι δεμένο και το άνοιξε αμέσως. Μόλις είδε τόσα πολλά φλωριά έμεινε εκστατικός και έτριβε τα μάτια του από χαρά, μη πιστέυοντας το γεγονός. Μέτρησε αμέσως τα φλωριά και τα βρήκε ακριβώς τριακόσια. Μεγάλη περιουσία είχε στα χέρια του, γι΄αυτό ήταν πολύ ενθουσιασμένος και χαρούμενος, αλλά ήθελε να μάθει ποίος έκαμε αυτή την καλή πράξη. Αφού δεν γνώριζε τον ευεργέτη του ευχαριστούσε και δοξολογούσε συνέχεια τον Θεό.
Αμέσως φρόντησε και ενύμφευσε την μεγαλύτερη του θυγατέρα με κάποιο πλούσιο της πόλης εκείνης και της έδωσε και τα τρακόσια φλωριά σαν προίκα. Ήλπιζε δε ότι εκείνος που τον βοήθησε θα φρόντιζε να τον βοηθήσει για την προίκα και των άλλων δυο κοριτσιών.
Αφού ο Άγιος Νικόλαος είδε ότι ο πατέρας χρησιμοποίησε τα χρήματα για καλό σκοπό, αμέσως τη δεύτερη νύκτα δένει σε άλλο μανδήλι άλλα τριακόσια φλωριά και το βράδυ πήγε και τα έρριξε πάλι από τη θυρίδα. Όταν ξύπνησε το πρωῒ ο πατέρας των κοριτσιών, βλέπει ένα άλλο μανδήλι με άλλα τριακόσια φλωριά. Θαύμασε για το γεγονός και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει τον άνθρωπο που του έκαμε αυτό το μεγάλο καλό και σώθηκαν τα κορίτσια του από την αμαρτία. Ήθελε να του φανερώσει τον ευεργέτη του, που με την ελεημοσύνη του άρπαξε από τα χέρια του διαβόλου τις τρεις θυγατέρες του και τις έσωσε.
Έτσι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα δίνοντάς της σαν προίκα τα τριακόσια φλωριά, ελπίζοντας στον Θεό, ότι ο ευεργέτης θα βοηθήσει και την τρίτη του θυγατέρα. Την τρίτη φορά όμως ήταν πολύ προσεχτικός και ήθελε να τρέξει και να δεί τον ευεργέτη του.
Ο δε Άγιος Νικόλαος βλέποντας ότι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα αποφάσισε να τελειώσει το καλό. Οπότε έδεσε πάλι σε άλλο μανδήλι άλλα τρακόσια φλωριά και πήγε να τα ρίξει κρυφά τη νύχτα από τη θυρίδα.
Μόλις τα έρριξε ο Άγιος, ο πατέρας των κοριτσιών ήταν ξύπνιος, δεν κοιμήθηκε, άνοιξε την πόρτα, έτρεξε και είδε κάποιο να φεύγει τρέχοντας. Ύστερα για λίγη ώρα έτρεχε ο ένας τον άλλο.
Ο πατέρας των κοριτσιών τον έφασε και είδε ότι ήταν ο Άγιος Νικόλαος, ο πασίγνωστος και δημοφιλέστατος άγιος, ο μεγάλος ευεργέτης των φτωχών και των δυστυχισμένων.
Αμέσως έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια του έλεγε: "Σε ευχαριστώ, δούλε του Θεού, που με λυπήθηκες εμένα τον ταλαίπωρο και άθλιο και μου έκαμες τέτοια μεγάλη ελεημοσύνη. Ευτυχώς που με πρόλαβες γιατί διαφορετικά θα χανόμουν ψυχικά και σωματικά".
Όταν είδε ο Άγιος Νικόλαος ότι φανερώθηκε η αρετή του, είπε σ΄αυτόν: "Δεν θέλω να πείς σε κανένα τίποτε, ενόσω ζω, για την καλωσύνη που σου ένανα".
Την επόμενη μέρα ο πατέρας νύμφευσε και την τρίτη θυγατέρα του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά και δοξάζοντας το όνομα του Θεού.
Ύστερα από καιρό θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δεί τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Έτσι, μπήκε σ΄ένα πλοίο μαζί με άλλους χριστιανούς για να πάει στην Παλαιστίνη.
Αφού προσκύνησε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου, τον Γολγοθά, τον Τίμιο Σταυρό και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός θέλησε να μείνει εκεί να ησυχάσει. Άγγελος Κυρίου όμως, τον διέταξε τη νύχτα να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Την άλλη μέρα ο Άγιος, πιστός στην προσταγή του Αγγέλου, κατέβηκε στο λιμάνι και ρωτούσε αν κανένα πλοίο θα ξεκινούσε για τα Πάταρα. Κανένα όμως πλοίο δεν ξεκινούσε. Τότε μερικοί ναύτες του είπαν: "Όπου βρούμε ναύλο, εκεί θα πάμε". Αμέσως ο Άγιος τους είπε: "Να σας δώσω το ναύλο και να με πάρετε στα Πάταρα της Λυκίας".
Ο πλοίαρχος και οι ναύτες βλέποντας ότι ο άνεμος ήταν ούριος ύψωσαν τα πανιά και αναχώρησαν. Θέλοντας να περάσουν πρώτα από την πατρίδα τους έστρεψαν το πλοίο προς την κατεύθυνση της, αλλά ο Θεός για να μην λυπήσει τον Άγιο, σήκωσε μεγάλη τρικυμία, ώστε έσπασε το πηδάλιο - τιμόνι του πλοίου και οι ναύτες απελπισθέντες ανέμεναν το θάνατο. Ο Άγιος όμως διά της προσευχής του, καταπράϋνε τη θάλασσα. Ο πλοίαρχος μαζί με τους ναύτες του είδαν ότι έφθασαν στα Πάταρα και αφού έπεσαν στα πόδια του Αγίου του ζητούσαν συγχώρεση. Ο Άγιος τους φανέρωσε τη σκέψη τους και τους συμβούλευσε να μην επαναλάβουν τέτοιο πράγμα στη ζωή τους, τους ευχήθηκε και τους κετευώδωσε.
Επιτέλους ύστερα από μιά μεγάλη θαλασσοταραχή ο Άγιος επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα στα Πάταρα. Ο κόσμος του επεφύλαξε μεγάλη υποδοχή, γιατί τον αγαπούσε πάρα πολύ. Νέοι και γέροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και οι Μοναχοί του Μοναστηριού στο οποίο τον είχε αφήσει ο θείος του Επίτροπο, όλοι εξήλθαν να τον καλωσορίσουν και να τον υποδεκτούν.
Κοντά στα Παταρα, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων, ήταν μια μικρή πόλη που την έλεγαν Μύρα. Η πόλη Μύρα είναι στην Μικρά Ασία, αργότερα έγινε πρωτεύουσα της Λυκίας. Σήμερα τη λένε Ντεμπρέ. Εκεί, πέθανε ο Μητροπολίτης της πόλης και ήθελαν να βρούν κάποιον άξιο για να τον αντικαταστήσει.
Τότε μαζεύτηκαν οι Επίσκοποι και οι κληρικοί της Επαρχίας των Μύρων για να εκλέξουν Αρχιερέα. Εκεί που συνεδρίαζαν, σνκώθηκε ένας από τους Επισκόπους και είπε στους άλλους, να παρακαλέσουν τον Θεό να τους φωτίσει, για να κάνουν καλή επιλογή.
Τη νύκτα, όλοι οι Επίσκοποι είδαν τον ύπνο τους έναν άγγελο, που τους είπε να πάνε το πρωῒ στην Εκκλησία και όποιος μπεί πρώτος μέσα, αυτόν να κάμουν Επίσκοπο.
Πράγματι έτσι έγινε. Ο πρώτος που μπήκε στο Ναό ήταν ο Νικόλαος. Έτσι, χειροτονήθηκε ο Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων.
Η φιλανθρωπική του δράση μεγάλωσε πολύ όταν έγινε Αρχιερέας. Ίδρυσε φτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα ιδρύματα.
Την εποχή εκείνη, γύρω στο 300 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Διοκλητιανός (230 - 313μ.Χ.) πίστευε πως η αρχαία θρησκεία ήταν απαραίτητη για την ενότητα του κράτους, γι΄αυτό καταδίωξε σκληρά τους χριστιανούς. Ευτυχώς παραιτήθηκε από την εξουσία του το 305 και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του με μεγάλη απλότητα στα κτήματα του στη Δαλματία.
Επίσης ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας ο Μαξιμιανός (245 - 310 μ.Χ) έκανε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Αυτός είχε στην κυριαρχία του την Ισπανία, την Αφρική και την Ιταλία με έδρα το Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο. Συγρούστηκε με τον Μ. Κωνσταντίνο, ο οποίος τον σκότωσε ή τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει.
Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, έστειλαν αγγελιαφόρους σ΄όλους τους Επάρχους και τους διέταξαν να τιμωρούν τους εχθρούς των αρχαίων Θεών, τους χριστιανούς. Αν όμως αρνηθούν το Χριστό, τότε να τους τιμούν.
Πολλοί χριστιανοί από το φόβο των σκληρών βασανιστηρίων προσκύνησαν τα είδωλα και πήραν λεφτά, κτήματα ή και κάτι άλλο.
Άλλοι πάλι, ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί και πέθαναν με φρικτά βασανιστήρια. Σ΄αυτό τον διωγμό, ο Έπαρχος της Λυκίας, έπιασε πολλούς χριστιανούς και μαζί μ’ αυτούς και τον Άγιο Νικόλαο.
Τους έδιωξε από τα Μύρα και τους έρριξε στη φυλακή για έξι ολόκληρα χρόνια.
Ο Άγιος Νικόλαος ακόμα και μέσα στη φυλακή δίδασκε τους χριστιανούς και τους ενθάρρυνε. Από τους πολλούς ραβδισμούς που του έδωσαν, το σώμα του έγινε κατάμαυρο και έτρεχε αίμα από τις πολλές πληγές του. Δεμένο με βαρειές αλυσίδες, τον έρριξαν στη φυλακή για να συνεχίσει τα μαρτύριά του.
Είδε τότε με τα μάτια του το Χριστό, να του γιατρεύει τις πληγές, να τον ενθαρρύνει και να τον πλυμμυρίζει με ανέκφραστη αγαλλίαση. Και να πώς.
Κόντευε να ξημερώσει. Ο Άγιος φορτωμένος με αλυσίδες, διάβαζε την ορθινή προσευχή του. Ευχαριστούσε τον Πανάγαθο που τον αξίωνε να φέρει τα "στίγματα του Κυρίου" στο σώμα του, σαν τον Παύλο. Η χαρά του κορυφώθηκε, όταν σε λίγο άκουσε μέσα στη σκοτεινιά της φυλακής του αγγελικές φωνές να ψάλλουν μαζί του και οσφράνθηκε την ευωδία ουράνιου μοσχολίβανου.
Μόλις πρόβαλε η αυγή, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου απλώνονταν στη γή, όταν έξω ακούστηκαν πολλές φωνές, σωστός αλαλαγμός. Σείεται η φυλακή και άγριοι κτύποι συνταράζουν τη σιδερένεια πόρτα της, ζητώντας να την παραβιάσουν. Ο Άγιος σκέπτεται. "Φαίνεται ότι ήρθε η ευλογημένη ώρα! Ή ήλθαν για να συνεχίσουν πιο άγρια τα μαρτύρια! Ενίσχυσέ με Κύριε, να τ΄αντικρύσω με το ίδιο χαμόγελο και δέξε το πνεύμα μου στους κόλπους σου"!
Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη σκέψη του και η σιδερένεια πόρτα κλονίζεται, υποχωρεί, ανοίγει διάπλατα. Τρελός από χαρά ο δεσμοφύλακας ορμά μέσα, αρπάζει τον Άγιο στα χέρια του κλαίοντας και προσκυνώντας τα δεσμά του, που δέκτηκε για την αγάπη του Χριστού, τον βγάζει έξω απ΄την φυλακή και τον φέρνει θριαμβευτικά στη Μητρόπολή του. Οι θερμές προσευχές του λαού για τον ποιμενάρχη τους εισακούστηκαν.
Όταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός πέθαναν ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, ο γιος του Κωνσταντίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης, ο οποίος ονομάστηκε μετά Μέγας Κωνσταντίνος, από τα μεγάλα έργα που έκανε και τον τρόπο που αναδιοργάνωσε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο Κωνσταντίνος διέταξε όλους τους Επάρχους, να λευτερώσουν όλους τους χριστιανούς από τις φυλακές και να γκρεμίσουν τους βωμούς των ειδωλολατρών. Ποιός μπορεί να περιγράψει τι έγινε τότε; Η γλώσσα του ανθρώπου είναι αδύνατη να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν το λαό και η πέννα ακόμα πιό πολύ αδύνατη να παραστήσει το παραλήρημα, που κατέλαβε τους χριστιανούς.
Ο Άγιος Νικόλαος αδύνατος στο σώμα από τα πολλά βάσανα, ακμαίος όμως στη ψυχή, συνεχίζει τα υψηλά του καθήκοντα. Πέρασε πια η τρυκυμία και ήρθε η γαλήνη. Ο Άγιος είναι πάλι στο θρόνο του, ελεύθερος να φωτίζει το δρόμο των χριστιανών του, ελεύθερος να σπογγίσει τα δάκρυά τους, να λατρεύει τον Θεό, ν΄ανυψώνει το ποίμνιό του στα ύψη του ιερού και μεγάλου προορισμού του. Δεν φοβάται πια τους εχθρούς της πίστης.
Στα άγιά του χέρια, ο Πανάγαθος εμπιστεύτηκε θεϊκή δύναμη κι εκείνος τη χρησιμοποιούσε με αγαθότητα, με πραότητα, μα και με ορμή συνταρακτική, όταν αντίκρυζε τους αγώνες εναντίον του Σατανά και των οργάνων του. Έτσι πέρασε όλη του η ζωή. Έφτασε παντού, κι όπου δεν μπορούσε να φτάσει με τα άθλια μέσα της συγκοινωνίας της εποχής εκείνης, έφτανε με το πνεύμα του. Παρηγορούσε τους πονεμένους και συμβούλευε τους πλανημένους, ενίσχυε τους φτωχούς.
Φρόντιζε ιδιαίτερα για τα νειάτα. Ήταν ένας φωτεινός οδηγός, που με τα λόγια του και το παράδειγμα του φώτιζε, καθοδηγούσε, ενέπνεε.
Τις ελεημοσύνες, τις αγρυπνίες και τις νηστείες του μόνο ο Θεός τις ξέρει. Απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και ζητούσε μόνο τη δόξα του Θεού. Αλλ’ όσο κρυβόταν ο Άγιος, τόσο ο Πανάγαθος τον τιμούσε, γιατί ο Άγιος τιμούσε με τα έργα του τον Θεό.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου παρουσιάστηκε πάλι ο Σατανάς, με μορφή ανθρώπου, κι αυτός ήταν ο Άρειος. Ο Άρειος ήταν Διάκονος και πολύ μορφωμένος. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά τον έφτιαξε ο Θεός, δηλαδή ήταν δημιούργημα του Θεού. Ο Αρχιερέας Αλεξανδρείας Πέτρος, τον έδιωξε από την Επισκοπή.
Ο Άρειος κατώρθωσε να πάρει με το μέρος του τον Μητοροπολίτη Νικομήδειας και πολλούς άλλους Αρχιερείς.
Τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος για να σταματήσει η σύγχυση μέσα στη χριστιανοσύνη, έδωσε εντολή, να μαζευτούν όλοι οι Μητροπολίτες και οι κληρικοί στην πόλη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., και να βρουν τη λύση, να λάμψει η αλήθεια.
Στην Α’ αυτή Οικουμενική Σύνοδο, πήραν μέρος 318 Πατέρες και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Μέγας Αθανάσιος και άλλοι.
Όταν σε κάποια στιγμή ο Άρειος έφερε σε αδιέξοδο τους Αγίους Πατέρες, ο Άγιος Σπυδίδωνας έκανε το θαύμα με το κεραμίδι.
Δηλαδή, έβαλε ένα κομμάτι κεραμίδι στη χούφτα του, το έσφιγξε και αυτό χωρίστηκε στα τρία: σε χώμα, νερό και φωτιά. Με αυτό τον θαύμα απέδειξε τον Τριαδικό Θεό (Πατέρας - Υιός - Άγιο Πνεύμα).
Ο Άρειος όμως, λόγω του εγωισμού του, δεν πείστηκε και με την ρητορική του ικανότητα - γιατί ήταν πολύ μορφωμένος και μιλούσε με θάρρος και παρρησία - είπε ότι το θαύμα αυτό είναι δαιμονικό.
Τότε, ο Άγιος Νικόλαος αγανακτισμένος, δεν κρατήθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον Άρειο.
- Βασιλιά, είπε ο Άρειος, είναι σωστό μπροστά σου, ένας από τους Πατέρες να με κτυπήσει; Αν είναι αμαθής, ας μη μιλάει, όπως κάνουν και οι άλλοι, αν πάλι ξέρει, ας πει τη γνώμη του.
- Σωστά μιλάς, Άρειε, του λέει ο Βασιλιάς. Ο Νικόλαος θα φυλακιστεί μέχρι να τελειώσει η Σύνοδος.
Φυλακίστηκε, γιατί δεν επιτρεπόταν κανείς να κτυπήσει κάποιον, μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα και η ποινή ήταν ο θάνατος.
Ο Αυτοκράτορας αμέσως έδωσε εντολή να πιάσουν τον Επίσκοπο Πατάρων Νικόλαο. Τον έδεσαν και τον έβαλαν φυλακή, γιατί τον σεβόταν και δεν ήθελε τον θάνατό του.
Την νύκτα παρουσιάστηκε μέσα σε άσπρο σύννεφο ο Χριστός και η Παναγία και τον ρώτησαν γιατί τον έβαλαν φυλακή.
- Για τη δικιά σας αγάπη και πίστη μου, απάντησε ο Νικόλαος.
Τότε ο Χριστός τον ελευθέρωσε από τα δεσμά και του έδωσε ένα Ευαγγέλιο και η Παναγία μας το ωμοφόριο του Αρχιερέα. Από τότε καθιερώθηκε όλοι οι Αρχιερείς να φορούν ωμοφόριο. Την άλλη μέρα όταν του πήγαν φαγητό και νερό στη φυλακή, τον είδαν να διαβάζει το Ευαγγέλιο και τους είπε την οπτασία που είδε και τι του συνέβηκε. Όλοι δόξασαν τον Θεό.
Η Σύνοδος, καταδίκασε τον Άρειο σαν αιρετικό κι οι Πατέρες γύρισαν στις Επαρχίες τους. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε στα Μύρα.
Σε ηλικία 100 χρόνων περίπου, αρρρώστησε και σε λίγο κοιμήθηκε περί το έτος 333 μ.Χ. για να πάει να βρει τον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε. Προτού πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που έρχονταν, για να παραλάβουν την αγιασμένη ψυχή του.
Το ιερό λείψανό του τάφηκε στην αυλή της Επισκοπής Λυκίας. Ύστερα από πολλά χρόνια, στην πρώτη Σταυροφορία των Φράγκων κι όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄, το μετέφερε στο Μπάρι της Ιταλίας. Η μνήμη αυτή της μεταφοράς γιοράζεται στις 20 Μαῒου.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου, ημέρα που πέθανε, και τον κατέταξε μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων. Η Πέμπτη μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη σ΄αυτόν.
Επίσης χαρακτηρίζει τον Άγιο και ως Ισαπόστολο, για το μεγάλο του έργο.
Θεωρείται και σαν ένας από τους μεγάλους προστάτες του Ελληνικού Έθνους, γιατί ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης, με τα άπειρα θαύματά του, αναδείχθηκε ο προστάτης άγιος των θαλασσινών και των ναυτιλλομένων. Επειδή η Ελλάδα είναι κατ΄εξοχήν ναυτική χώρα, τόσο στο Εμπορικό, όσο και στο Πολεμικό Ναυτικό γιορτάζει πανηγυρικά τον Άγιο, και στους Ναυστάθμους, και όπου υπάρχει ναυτική μονάδα, τελούνται λειτουργίες και δοξολογίες στη μνήμη του.
Τον Άγιο Νικόλαο δεν τον τιμούν μόνο οι άνθρωποι της θάλασσας, αλλά και το σύνολο του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου.
Ο Άγιος Νικόλαος έκανε πολλά θαύματα, τα πιο πολλά σε πλοία που κινδύνευαν, γι΄αυτό και οι χριστιανοί ναυτικοί τον έχουν προστάτη τους. Σε κάθε καράβι, σε κάθε βάρκα και γενικά σε κάθε πλεούμενο υπάρχει η εικόνα του Α γίου Νικολάου.
Μερικά από τα θαύματα του Αγίου είναι τα πιο κάτω:
1. Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ |
Κάποτε ο Άγιος Νικόλαος αναχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δει τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Ήθελε να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου.
Το βράδυ, είδε στον ύπνο του, ότι είχε πιάσει μεγάλη τρικυμία και ο Σατανάς έκοψε τα σχοινιά από το καράβι κι εσπασε το τιμόνι. Το πρωϊ, λέει στον καπετάνιο ότι αν πιάσει τρικυμία να μη φοβηθεί, γιατί θα είναι έργο του Σατανά, κι ο Θεός θα τους βοηθήσει.
Στο καράβι ήταν πολλοί χριστιανοί που πήγαιναν και αυτοί για να προσκυνήσουν. Στη μέση του ταξιδιού τους, ξέσπασε πολύ μεγάλη φουρτούνα και περίμεναν όλοι τους να βουλιάξουν από στιγμή σε στιγμή. Αμέσως όλοι πήγαν κοντά στον Άγιο.
Πράγματι ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο παρακαλώντας τον να καταπαύσει η μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πολύ δυνατός άνεμος. Πράγματι ο άνεμος σταμάτησε και η θάλασσα γαλήνεψε. Όμως κάποιος ναύτης, την ώρα της φουρτούνας ανέβηκε στο κατάρτι για να φτιάξει το πανί, γλύστρισε κι έπεσε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Τότε ο Άγιος Νικόλαος πήγε κοντά του, παρακάλεσε το Θεό να τον αναστήσει και το θαύμα έγινε!
Ο ναύτης αναστήθηκε, σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από τον ύπνο. Μετά από αυτό το γεγονός, πολλοί έτρεξαν κοντά στον Άγιο και βρήκαν τη θεραπεία τους.
Το βράδυ, είδε στον ύπνο του, ότι είχε πιάσει μεγάλη τρικυμία και ο Σατανάς έκοψε τα σχοινιά από το καράβι κι εσπασε το τιμόνι. Το πρωϊ, λέει στον καπετάνιο ότι αν πιάσει τρικυμία να μη φοβηθεί, γιατί θα είναι έργο του Σατανά, κι ο Θεός θα τους βοηθήσει.
Στο καράβι ήταν πολλοί χριστιανοί που πήγαιναν και αυτοί για να προσκυνήσουν. Στη μέση του ταξιδιού τους, ξέσπασε πολύ μεγάλη φουρτούνα και περίμεναν όλοι τους να βουλιάξουν από στιγμή σε στιγμή. Αμέσως όλοι πήγαν κοντά στον Άγιο.
Πράγματι ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο παρακαλώντας τον να καταπαύσει η μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πολύ δυνατός άνεμος. Πράγματι ο άνεμος σταμάτησε και η θάλασσα γαλήνεψε. Όμως κάποιος ναύτης, την ώρα της φουρτούνας ανέβηκε στο κατάρτι για να φτιάξει το πανί, γλύστρισε κι έπεσε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Τότε ο Άγιος Νικόλαος πήγε κοντά του, παρακάλεσε το Θεό να τον αναστήσει και το θαύμα έγινε!
Ο ναύτης αναστήθηκε, σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από τον ύπνο. Μετά από αυτό το γεγονός, πολλοί έτρεξαν κοντά στον Άγιο και βρήκαν τη θεραπεία τους.
2. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΕΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ |
Αφού ο Άγιος προσκύνησε τον Πανάγαθο Τάφο του Κυρίου και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός, ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του, μα κανένα πλοίο δεν πήγαινε αν δεν εύρισκε "ναύλο".
Τότε ο Άγιος είπε στον καπετάνιο ότι ο ίδιος θα του πληρώσει όλο τον ναύλο για να τον πάρει στα Πάταρα.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, ο αέρας ήταν καλός και αντί να πάνε στα Πάταρα, πήγαιναν πρώτα στη δικιά τους πατρίδα. Τότε ξαφνικά άρχισε μια φοβερή τρικυμία, που τους έσπασε το τιμόνι και το πλοίο ακυβέρνητο θα τσακιζόταν στους βράχους. Ο Άγιος τότε πραγματικά παρακάλεσε το Θεό και η θάλασσα γαλήνεψε και με ένα χοντρό ξύλο που ματαχειριστηκανε για τιμόνι έφτασαν στα Πάταρα. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν τον Πανάγαθο.
Τότε ο Άγιος είπε στον καπετάνιο ότι ο ίδιος θα του πληρώσει όλο τον ναύλο για να τον πάρει στα Πάταρα.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, ο αέρας ήταν καλός και αντί να πάνε στα Πάταρα, πήγαιναν πρώτα στη δικιά τους πατρίδα. Τότε ξαφνικά άρχισε μια φοβερή τρικυμία, που τους έσπασε το τιμόνι και το πλοίο ακυβέρνητο θα τσακιζόταν στους βράχους. Ο Άγιος τότε πραγματικά παρακάλεσε το Θεό και η θάλασσα γαλήνεψε και με ένα χοντρό ξύλο που ματαχειριστηκανε για τιμόνι έφτασαν στα Πάταρα. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν τον Πανάγαθο.
Κάποτε ήρθε πολύ μεγάλη πείνα στην περιοχή της Λυκίας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής ουδέποτε θυμούνται τέτοια μεγάλη πείνα. Τα δε Μύρα, η Επαρχία του Αγίου Νικολάου, κινδύνεψε να καταστραφεί. Αλλά ο Άγιος λυπήθηκε το ποίμνιό του και ενήργησε ως ακολούθως:
Κάποιος πλοίαρχος φόρτωσε το πλοίο του με σιτάρι με προορισμό τη Γαλλία. Τη νύχτα στον ύπνο του, βλέπει τον Άγιο Νικόλαο να του λέει: "Πήγαινε το σιτάρι στα Μύρα της Λυκίας και όχι στη Γαλλία, γιατί εκεί είναι μεγάλη πείνα και θα το πωλήσεις πολύ ακριβά και γρήγορα. Πάρε δε και τρία φλωριά και όταν φθάσεις στα Μύρα θα πάρεις και τα υπόλοιπα χρήματα". Το πρωϊ αφού ξύπνησε ο πλοίαρχος βρήκε στα χέρια του τα νομίσματα, διηγήθηκε στους ναύτες του τα όσα του συνέβησαν τη νύχτα και τους έδειξε και τα νομίσματα. Όλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να οδηγήσουν το πλοίο στα Μύρα γιατί ήτανε θέλημα Θεού. Πράγματι, αφού έφθασαν στα Μύρα πώλησαν αμέσως όλο το σιτάρι σε πολύ καλή τιμή, οι δε κάτοικοι των Μύρων δόξασαν τον Θεό, ο οποίος τους φρόντισε για να μην πεθάνουν από την πείνα, αλλά πάντοτε φροντίζει αυτούς που στηρίζουν την ελπίδα τους στο πλούσιό του έλεος.
Κάποιος πλοίαρχος φόρτωσε το πλοίο του με σιτάρι με προορισμό τη Γαλλία. Τη νύχτα στον ύπνο του, βλέπει τον Άγιο Νικόλαο να του λέει: "Πήγαινε το σιτάρι στα Μύρα της Λυκίας και όχι στη Γαλλία, γιατί εκεί είναι μεγάλη πείνα και θα το πωλήσεις πολύ ακριβά και γρήγορα. Πάρε δε και τρία φλωριά και όταν φθάσεις στα Μύρα θα πάρεις και τα υπόλοιπα χρήματα". Το πρωϊ αφού ξύπνησε ο πλοίαρχος βρήκε στα χέρια του τα νομίσματα, διηγήθηκε στους ναύτες του τα όσα του συνέβησαν τη νύχτα και τους έδειξε και τα νομίσματα. Όλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να οδηγήσουν το πλοίο στα Μύρα γιατί ήτανε θέλημα Θεού. Πράγματι, αφού έφθασαν στα Μύρα πώλησαν αμέσως όλο το σιτάρι σε πολύ καλή τιμή, οι δε κάτοικοι των Μύρων δόξασαν τον Θεό, ο οποίος τους φρόντισε για να μην πεθάνουν από την πείνα, αλλά πάντοτε φροντίζει αυτούς που στηρίζουν την ελπίδα τους στο πλούσιό του έλεος.
Κάποτε ένα καῒκι κινδύνεψε να βουλιάξει. Οι ναύτες του κάλεσαν τότε τον Άγιο Νικόλαο να τους σώσει, γιατί άκουσαν ότι ο Άγιος είναι ο προστάτης των θαλασσινών και ότι τους βοηθά. Επεκαλέσθησαν τον Άγιο με τούτα τα λόγια: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ μας την ώρα αυτή, γιατί πνιγόμαστε". Πράγματι ξαφνικά παρουσιάστηκε στην πρύμνη του καϊκιού ένας καλόγερος, που κρατούσε το τιμόνι και είπε τους ναύτες: "Μη φοβάστε, με φωνάξατε να σας βοηθήσω και αμέσως ήρθα να σας βοηθήσω".
Όταν η θάλασσα γαλήνεψε, ο Άγιος χάθηκε, οι ναύτες βγήκαν στο λιμάνι των Μύρων και ζήτησαν να δούν τον Άγιο Νικόλαο. Μόλις μπήκαν στην Μητρόπολη είδαν τον ίδιο καλόγερο που ήταν στο τιμόνι και τους έσωσε. Τον έβλεπαν για πρώτη φορά και τον γνώρισαν. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως πέσανε και τον προσκυνήσανε λέγοντες: "Ευχαριστούμεν σε, δούλε του Θεού, γιατί αν δεν πρόφτανες να έρθεις, θα πνιγόμασταν στη θάλασσα".
Όταν η θάλασσα γαλήνεψε, ο Άγιος χάθηκε, οι ναύτες βγήκαν στο λιμάνι των Μύρων και ζήτησαν να δούν τον Άγιο Νικόλαο. Μόλις μπήκαν στην Μητρόπολη είδαν τον ίδιο καλόγερο που ήταν στο τιμόνι και τους έσωσε. Τον έβλεπαν για πρώτη φορά και τον γνώρισαν. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως πέσανε και τον προσκυνήσανε λέγοντες: "Ευχαριστούμεν σε, δούλε του Θεού, γιατί αν δεν πρόφτανες να έρθεις, θα πνιγόμασταν στη θάλασσα".
Άλλο θαύμα που έκανε ο Άγιος Νικόλαος, είναι όταν μια μέρα παρουσιάστηκε μια γριά γυναίκα, που δεν ήταν άλλος από τον Σατανά, στον πλοίαρχο ενός καϊκιού, που θα πήγαινε με πολλούς χριστιανούς στα Μύρα για να ποσκυνήσουν στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το ιερό του λείψανο. Αυτή, λοιπόν η γριά, του λέει ότι θα ήθελε να πάει και αυτή να προσκυνήσει μα δεν αντέχει τη θάλασσα γιατί είναι γριούλα και τον παρακάλεσε να πάρει ένα δοχείο λάδι για ν’ ανάψουν τα καντήλια.
Ο πλοίαρχος το πήρε. Όλη την ημέρα ταξίδευαν καλά, αλλά τα μεσάνυκτα φάνηκε ο Άγιος Νικόλαος στον πλοίαρχο και του είπε να πετάξει το δοχείο με το λάδι που του είχε δώσει η γριά, γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένος ο Σατανάς. Την άλλη μέρα ο πλοίαρχος το πέταξε στη θάλασσα, αμέσως μια φοβερή φλόγα βγήκε από μέσα, που μύριζε θειάφι και σηκώθηκε τόσο μεγάλο κύμα, που κόντεψε να βουλιάξει το καῒκι.
Ο πλοίαρχος το πήρε. Όλη την ημέρα ταξίδευαν καλά, αλλά τα μεσάνυκτα φάνηκε ο Άγιος Νικόλαος στον πλοίαρχο και του είπε να πετάξει το δοχείο με το λάδι που του είχε δώσει η γριά, γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένος ο Σατανάς. Την άλλη μέρα ο πλοίαρχος το πέταξε στη θάλασσα, αμέσως μια φοβερή φλόγα βγήκε από μέσα, που μύριζε θειάφι και σηκώθηκε τόσο μεγάλο κύμα, που κόντεψε να βουλιάξει το καῒκι.
Κάποτε στην Μικρά Ασία μια μεγάλη περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον Ελλήσποντο, την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία.
Στην Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι και ξένοι, οι οποίοι ονομάζοντο Ταϊφάλοι. Αυτοί λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρεις σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρεις στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στις αρπαγές, βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ό,τι εύρισκαν.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: "Ποίοι είσθε;"
Εκείνοι μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα, απάντησαν ταπεινά. "Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάμνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε, αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός".
Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: "Αφού ήλθατε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστατημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί ήλθατε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε ";
Μόλις άκουσαν αυτά οι χιλίαρχοι, εφοβήθηκαν πολύ γιατί ήταν καλοί χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι και είπαν προς τον Άγιο: "Ποιός είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε ";
Ο δε Άγιος απάντησε: "Εσείς είστε, γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας να αρπάζουν από την αγορά ότι θέλουν. Εσείς φταίτε".
Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε εφιλοξένησε τους τρεις στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας συμβούλευσε και ευχήθηκε σ’ αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων.
Στην Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι και ξένοι, οι οποίοι ονομάζοντο Ταϊφάλοι. Αυτοί λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρεις σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρεις στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στις αρπαγές, βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ό,τι εύρισκαν.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: "Ποίοι είσθε;"
Εκείνοι μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα, απάντησαν ταπεινά. "Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάμνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε, αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός".
Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: "Αφού ήλθατε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστατημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί ήλθατε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε ";
Μόλις άκουσαν αυτά οι χιλίαρχοι, εφοβήθηκαν πολύ γιατί ήταν καλοί χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι και είπαν προς τον Άγιο: "Ποιός είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε ";
Ο δε Άγιος απάντησε: "Εσείς είστε, γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας να αρπάζουν από την αγορά ότι θέλουν. Εσείς φταίτε".
Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε εφιλοξένησε τους τρεις στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας συμβούλευσε και ευχήθηκε σ’ αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων.
Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπούνε στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα, ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίουν και να τον παρακαλούν όπως προφτάσει και ελευθερώσει τρεις συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους.
Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι, μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευταία στιγμή, πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να απικεφαλίσει τους μελλοθάνατους και έλυσε τα δεσμά τους. Έτσι, όλοι δόξασαν τον και τον Άγιο Νικόλαο.
Όταν αυτό, διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δούν το γεγονός. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος. Καβαλλάρης στο άλογό του, έτρεξε για να δεί τι συνέβει.
Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για την δωροδοκία και την άδικη κρίση που επέβαλε σ’ αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους.
Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρεσε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους.
Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι, μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευταία στιγμή, πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να απικεφαλίσει τους μελλοθάνατους και έλυσε τα δεσμά τους. Έτσι, όλοι δόξασαν τον και τον Άγιο Νικόλαο.
Όταν αυτό, διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δούν το γεγονός. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος. Καβαλλάρης στο άλογό του, έτρεξε για να δεί τι συνέβει.
Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για την δωροδοκία και την άδικη κρίση που επέβαλε σ’ αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους.
Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρεσε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους.
Αφού είδαν όλα αυτά που συνέβησαν οι τρεις στρατηγοί μπήκαν στα πλοία τους και αναχώρησαν για τη Φρυγία, για να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους. Πράγματι αφού νίκησαν τους Ταϊφάλους και τους ειρήνευσαν γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Αυτοκράτορας τους τίμησε δίνοντάς τους πολλά δώρα και τους έβαλε σε ψηλώτερη θέση.
Μα ο Σατανάς, που δεν θέλει το καλό κανενός, παρακίνησε μερικούς κακούς ανθρώπους να πλησιάσουν τον Επίτροπο του Βασιλιά Αβλάβιο και να κατηγορήσουν τους στρατηγούς ότι τάχα δεν κτύπησαν τους επαναστάτες, παραμόνο έκαναν μυστική συμφωνία μαζί τους να κάνουν ξεχωριστό κράτος με βασιλιάδες τους τρεις στρατηγούς, τον Νεπωτιανό, τον Ούρσο και τον Ερπύλιο. Οι συκοφάντες έδωσαν πολλά χρήματα στον Αβλάβιο και αυτός τους φυλάκισε χωρίς οι στρατηγοί να γνωρίζουν την αιτία.
Οι κακοί εκείνοι άνθρωποι, φοβούμενοι μήπως φανερωθούν μια μέρα στο βασιλιά σαν ψεύτες, έδωσαν ακόμα περισσότερα χρήματα στον Αβλάβιο για να διατάξει να σκοτώσουν τους στρατηγούς.
Μα ο Σατανάς, που δεν θέλει το καλό κανενός, παρακίνησε μερικούς κακούς ανθρώπους να πλησιάσουν τον Επίτροπο του Βασιλιά Αβλάβιο και να κατηγορήσουν τους στρατηγούς ότι τάχα δεν κτύπησαν τους επαναστάτες, παραμόνο έκαναν μυστική συμφωνία μαζί τους να κάνουν ξεχωριστό κράτος με βασιλιάδες τους τρεις στρατηγούς, τον Νεπωτιανό, τον Ούρσο και τον Ερπύλιο. Οι συκοφάντες έδωσαν πολλά χρήματα στον Αβλάβιο και αυτός τους φυλάκισε χωρίς οι στρατηγοί να γνωρίζουν την αιτία.
Οι κακοί εκείνοι άνθρωποι, φοβούμενοι μήπως φανερωθούν μια μέρα στο βασιλιά σαν ψεύτες, έδωσαν ακόμα περισσότερα χρήματα στον Αβλάβιο για να διατάξει να σκοτώσουν τους στρατηγούς.
Αμέσως αυτός πήγε στον Αυτοκράτορα και του λέγει: "Πολυχρονεμένε μου Βασιλιά, οι τρεις στρατηγοί Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων τους οποίους έστειλες να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγή σου, τους παρέσυραν με το μέρος τους και σκέπτονται να επαναστατήσουν κατά της βασιλείας σου. Εγώ τους φυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου πρέπει να τους σκοτώσει για να γλυτώσεις από αυτούς και να παραδειγματιστούν και οι άλλοι".
Όταν ο αυτοκράτορας άκουσε τον Αβλάβιο τον πίστεψε και διάταξε να αποκεφαλιστούν την επομένη μέρα. Τότε ο Αβλάβιος έγραψε την καταδίκη και έστειλε είδηση στη φυλακή να δοθεί η αγγελία στους στρατηγούς. Όταν ο δεσμοφύλακας πήρε την είδηση και τη διάβασε, άρχισε να κλαίει και πήγε αμέσως στους στρατηγούς και τους είπε:
"Αύριο αποκεφαλίζεσθε. Εάν έχετε κάτι να γράψετε στις οικογένειές σας να το πράξετε τό συντομότερο".
Μόλις άκουσαν τη διαταγή του Βασιλιά, παράλυσαν τα μέλη τους μη γνωρίζοντες την αιτία της καταδίκης και φώναζαν και έλεγαν: "Σε ποιό πράγμα φταίξαμε ενώπιον του Θεού και του Βασιλιά μας και καταδικαστήκαμε σε θάνατο; Ποια είναι η αμαρτία μας και θέλουν να μας σκοτώσουν";
Οι τρεις στρατηγοί έγραψαν στην φυλακή την διαθήκη τους και τις τελευταίες θελήσεις και επιθυμίες τους. Ο ένας από τους τρείς, ο Νεπωτιανός, είπε ότι στο σημείο που φτάσαμε τώρα, μόνο ο Επίσκοπος Λυκίας μπορεί να μας βοηθήσει και να μας σώσει από το θάνατο. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μας ελευθερώσει και να μας σώσει. Θυμάστε, τους λέει, τι συνέβει στα Μύρα της Λυκίας με τον Μέγα Νικόλαο, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρεις άνδρες; Αυτός γνωρίζει για μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να τον παρακαλέσουμε να μας απελευθερώσει.
Πράγματι και οι τρεις με δάκρυα στα μάτια, εβόησαν λέγοντες: "Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρεις άνδρες στα Μύρα, πρόφθασε, Κύριε, και μη παρίδεις την αδικία αυτή και ούτε δε να μας λησμονήσεις από τον κίνδυνο θανάτου που βρισκόμαστε. Ελευθέρωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και πρόφθασε σε βοήθειά μας, γιατί αύριο θα θανατωθούμε".
Όλη τη νύχτα προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στη φυλακή. Και πραγματικά, το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βλέπει οπτασία τον Άγιο Νικόλαο που του λέει: "Βασιλιά, ξύπνα και λευτέρωσε τους τρεις στρατηγούς σου, γιατί όσα σου είπαν είναι ψέμα. Αν δεν το κάνεις, γρήγορα θα πεθάνεις".
"Ποίος είσαι σύ"; ρώτησε ο βασιλιάς. "Είμαι ο Επίσκοπος Λυκίας, κι εγώ τους φιλοξένησα και τους γνωρίζω καλά".
Ο Άγιος πήγε μετά στον Έπαρχο Αβλάβιο και του είπε: "Αβλάβιε, ανόητε, γιατί πήρες χρήματα και αδίκησες τους τρεις άνδρες, οι οποίοι δεν έπταισαν σε τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσεις, ειδάλλως θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι συ", ρώτησε Αβλάβιος.
Ο Άγιος απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος, ο δούλος του Θεού και ο Αρχιερέας των Μυραίων. Μόλις είπε αυτά ο Άγιος, ο Αβλάβιος αμέσως ξύπνησε και σκεφτόταν τι σήμαινε το όραμά του.
Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος σκεφτόταν τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέτες του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λέγουν: "Πήγαινε γρήγορα και σε ζητά ο Βασιλιάς".
Αμέσως πήγε και παρουσιάστηκε στο Βασιλιά. Ο δε Βασιλιάς μόλις τον είδε, άρχισε να του διηγείται το όραμα που είδε. Ο Αβλάβιος απάντησε αμέσως ότι είδε το ίδιο όνειρο και απορούσε πολύ.
Τότε ο Βασιλιάς ζήτησε συγγνώμη από τους τρεις στρατηγούς και τους διηγήθηκε την οπτασία που είδε.
Οι τρείς στρατηγοί ελευθερώθηκαν και έγιναν μοναχοί. Τις δε περιουσίες τους, τις μοίρασαν στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Ο Βασιλιάς, τους έδωσε ένα χρυσό Ευαγγέλιο, ένα χρυσό θυμιατήρι στολισμένο με πολύτιμους λίθους και δυο μεγάλες επίχρυσες λαμπάδες, δώρα για την Εκκλησία στην οποία ήταν Αρχιερέας ο Άγιος Νικόλαος.
Όταν ο αυτοκράτορας άκουσε τον Αβλάβιο τον πίστεψε και διάταξε να αποκεφαλιστούν την επομένη μέρα. Τότε ο Αβλάβιος έγραψε την καταδίκη και έστειλε είδηση στη φυλακή να δοθεί η αγγελία στους στρατηγούς. Όταν ο δεσμοφύλακας πήρε την είδηση και τη διάβασε, άρχισε να κλαίει και πήγε αμέσως στους στρατηγούς και τους είπε:
"Αύριο αποκεφαλίζεσθε. Εάν έχετε κάτι να γράψετε στις οικογένειές σας να το πράξετε τό συντομότερο".
Μόλις άκουσαν τη διαταγή του Βασιλιά, παράλυσαν τα μέλη τους μη γνωρίζοντες την αιτία της καταδίκης και φώναζαν και έλεγαν: "Σε ποιό πράγμα φταίξαμε ενώπιον του Θεού και του Βασιλιά μας και καταδικαστήκαμε σε θάνατο; Ποια είναι η αμαρτία μας και θέλουν να μας σκοτώσουν";
Οι τρεις στρατηγοί έγραψαν στην φυλακή την διαθήκη τους και τις τελευταίες θελήσεις και επιθυμίες τους. Ο ένας από τους τρείς, ο Νεπωτιανός, είπε ότι στο σημείο που φτάσαμε τώρα, μόνο ο Επίσκοπος Λυκίας μπορεί να μας βοηθήσει και να μας σώσει από το θάνατο. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μας ελευθερώσει και να μας σώσει. Θυμάστε, τους λέει, τι συνέβει στα Μύρα της Λυκίας με τον Μέγα Νικόλαο, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρεις άνδρες; Αυτός γνωρίζει για μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να τον παρακαλέσουμε να μας απελευθερώσει.
Πράγματι και οι τρεις με δάκρυα στα μάτια, εβόησαν λέγοντες: "Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρεις άνδρες στα Μύρα, πρόφθασε, Κύριε, και μη παρίδεις την αδικία αυτή και ούτε δε να μας λησμονήσεις από τον κίνδυνο θανάτου που βρισκόμαστε. Ελευθέρωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και πρόφθασε σε βοήθειά μας, γιατί αύριο θα θανατωθούμε".
Όλη τη νύχτα προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στη φυλακή. Και πραγματικά, το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βλέπει οπτασία τον Άγιο Νικόλαο που του λέει: "Βασιλιά, ξύπνα και λευτέρωσε τους τρεις στρατηγούς σου, γιατί όσα σου είπαν είναι ψέμα. Αν δεν το κάνεις, γρήγορα θα πεθάνεις".
"Ποίος είσαι σύ"; ρώτησε ο βασιλιάς. "Είμαι ο Επίσκοπος Λυκίας, κι εγώ τους φιλοξένησα και τους γνωρίζω καλά".
Ο Άγιος πήγε μετά στον Έπαρχο Αβλάβιο και του είπε: "Αβλάβιε, ανόητε, γιατί πήρες χρήματα και αδίκησες τους τρεις άνδρες, οι οποίοι δεν έπταισαν σε τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσεις, ειδάλλως θα πεθάνεις". "Ποίος είσαι συ", ρώτησε Αβλάβιος.
Ο Άγιος απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος, ο δούλος του Θεού και ο Αρχιερέας των Μυραίων. Μόλις είπε αυτά ο Άγιος, ο Αβλάβιος αμέσως ξύπνησε και σκεφτόταν τι σήμαινε το όραμά του.
Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος σκεφτόταν τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέτες του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λέγουν: "Πήγαινε γρήγορα και σε ζητά ο Βασιλιάς".
Αμέσως πήγε και παρουσιάστηκε στο Βασιλιά. Ο δε Βασιλιάς μόλις τον είδε, άρχισε να του διηγείται το όραμα που είδε. Ο Αβλάβιος απάντησε αμέσως ότι είδε το ίδιο όνειρο και απορούσε πολύ.
Τότε ο Βασιλιάς ζήτησε συγγνώμη από τους τρεις στρατηγούς και τους διηγήθηκε την οπτασία που είδε.
Οι τρείς στρατηγοί ελευθερώθηκαν και έγιναν μοναχοί. Τις δε περιουσίες τους, τις μοίρασαν στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Ο Βασιλιάς, τους έδωσε ένα χρυσό Ευαγγέλιο, ένα χρυσό θυμιατήρι στολισμένο με πολύτιμους λίθους και δυο μεγάλες επίχρυσες λαμπάδες, δώρα για την Εκκλησία στην οποία ήταν Αρχιερέας ο Άγιος Νικόλαος.
|
Κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ζούσε κάποιος χριστιανός ευλαβής και πιστός, ο οποίος υπεραγαπούσε τον Άγιο Νικόλαο, όπως και ο Άγιος τον αγαπούσε πολύ. Θέλησε κάποτε να ταξιδέψει με καράβι για ατομική του υπόθεση. Πήγε πρώτα στο ναό του Αγίου Νικολάου στην Κωνσταντινούπολη που τον είχε κτίσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, για να προσκυνήσει προτού ξεκινήσει για το ταξίδι του. Έπειτα, αφού αποχαιρέτησε τους συγγενείς και τους φίλους του, μπήκε στο καράβι. Κατά τη νύχτα οι ναύτες ξύπνησαν για να διορθώσουν τα πανιά γιατί είχε αλλάξει η διεύθυνση του ανέμου. Την ίδια στιγμή ξύπνησε και ο καλός αυτός χριστιανός και πήγαινε για φυσική του ανάγκη. Πέρασε απ’ εκεί που κατεγίνοντο οι ναύτες με τα σύνεργά τους και περιπλεχθείς με τα πανιά, έπεσε στη θάλασσα.
Οι ναύτες πρόσεξαν τον άνθρωπο που έπεσε στη θάλασσα, αλλά δεν μπόρεσαν να τον σώσουν, γιατί ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός. Το μόνο που έκαναν ήταν να τον κλαίνε συνέχεια για τον τραγικό θάνατό του.
Ο άνθρωπος αυτός, καθώς ήταν ντυμένος, καταποντίστηκε στο βυθό της θάλασσας, θυμήθηκε και έλεγε νοερά: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με".
Οι συγγενείς του, που κοιμούνταν εκείνη την ώρα στο σπίτι, ξύπνησαν έντομοι ακούοντας τις φωνές του. Επίσης ξύπνησαν και οι γείτονες του από το θόρυβο και έτρεξαν στο σπίτι του και είδαν και αυτοί τη σκηνή και πρόσεξαν που έτρεχε τον νερό της θάλασσας από τα ρούχα του. Όλοι όσοι ήταν παρόντες και είδαν τα συμβάντα έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί και δεν ήξεραν τι να πουν. Τότε ο χριστιανός άρχισε να διηγείται αυτό που του συνέβηκε και να τους παρακαλεί να του πουν πώς βρέθηκε στο σπίτι του σε τέτοιες συνθήκες. Όλοι τότε έκλαιγαν και φώναζαν. "Κύριε, ελέησόν".
Αφού ο χριστιανός άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε στεγνά ξεκίνησε για να πάει στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει τον Άγιο για το θαύμα που έκανε. Ο ναός έγινε κατάφωτος και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος ρωτώντας ο ένας τον άλλο τι είχε γίνει και αμέσως το θαύμα έγινε γνωστό. Μάλιστα δε όταν πλησίασαν τον διασωθέντα πρόσεξαν ότι ευωδίαζε το σώμα του από διάφορα αρώματα, εξέστησαν όλοι και δόξασαν το Θεό ευχαριστούντες τον Μέγα Ιεράρχη Νικόλαο.
Αυτό το θαύμα του Αγίου έγινε σε λίγες μέρες γνωστό σε όλη την Κωνσταντινούπολη. Έφτασε δε και στα αυτιά του Βασιλιά και του Πατριάρχη. Αμέσως κάλεσαν Ιερά Σύνοδο, καθώς και τον διασωθέντα χριστιανό, ο οποίος στάθηκε μπροστά σε όλους τους συναθροισθέντες Συνοδικούς, που φώναζαν: "Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!"
Όλοι οι χριστιανοί έκαμαν λιτανεία και αγρυπνία, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεό, απονέμοντες δε και την πρέπουσα ευχαριστία στον Άγιο Νικόλαο.
Οι ναύτες πρόσεξαν τον άνθρωπο που έπεσε στη θάλασσα, αλλά δεν μπόρεσαν να τον σώσουν, γιατί ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός. Το μόνο που έκαναν ήταν να τον κλαίνε συνέχεια για τον τραγικό θάνατό του.
Ο άνθρωπος αυτός, καθώς ήταν ντυμένος, καταποντίστηκε στο βυθό της θάλασσας, θυμήθηκε και έλεγε νοερά: " Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ με".
Οι συγγενείς του, που κοιμούνταν εκείνη την ώρα στο σπίτι, ξύπνησαν έντομοι ακούοντας τις φωνές του. Επίσης ξύπνησαν και οι γείτονες του από το θόρυβο και έτρεξαν στο σπίτι του και είδαν και αυτοί τη σκηνή και πρόσεξαν που έτρεχε τον νερό της θάλασσας από τα ρούχα του. Όλοι όσοι ήταν παρόντες και είδαν τα συμβάντα έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί και δεν ήξεραν τι να πουν. Τότε ο χριστιανός άρχισε να διηγείται αυτό που του συνέβηκε και να τους παρακαλεί να του πουν πώς βρέθηκε στο σπίτι του σε τέτοιες συνθήκες. Όλοι τότε έκλαιγαν και φώναζαν. "Κύριε, ελέησόν".
Αφού ο χριστιανός άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε στεγνά ξεκίνησε για να πάει στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει τον Άγιο για το θαύμα που έκανε. Ο ναός έγινε κατάφωτος και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος ρωτώντας ο ένας τον άλλο τι είχε γίνει και αμέσως το θαύμα έγινε γνωστό. Μάλιστα δε όταν πλησίασαν τον διασωθέντα πρόσεξαν ότι ευωδίαζε το σώμα του από διάφορα αρώματα, εξέστησαν όλοι και δόξασαν το Θεό ευχαριστούντες τον Μέγα Ιεράρχη Νικόλαο.
Αυτό το θαύμα του Αγίου έγινε σε λίγες μέρες γνωστό σε όλη την Κωνσταντινούπολη. Έφτασε δε και στα αυτιά του Βασιλιά και του Πατριάρχη. Αμέσως κάλεσαν Ιερά Σύνοδο, καθώς και τον διασωθέντα χριστιανό, ο οποίος στάθηκε μπροστά σε όλους τους συναθροισθέντες Συνοδικούς, που φώναζαν: "Μέγας ει Κύριε, και θαυμαστά τα τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!"
Όλοι οι χριστιανοί έκαμαν λιτανεία και αγρυπνία, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεό, απονέμοντες δε και την πρέπουσα ευχαριστία στον Άγιο Νικόλαο.
Στο Άγιον Όρος είναι ένα μοναστήρι, που το λένε, του Σταυρονικήτα. Είναι ένα μικρό και φτωχό μοναστηράκι τιμημένο στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Το μοναστήρι αυτό στην αρχή κτίστηκε εις μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Κατά την εποχή των εικονομάχων οι καλόγεροι ρίξανε πολλές εικόνες στη θάλασσα για να μην τις μολύνουν τα χέρια των εικονομάχων. Μια από τις εικόνες εκείνες, ήταν του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα και που είναι μια από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους.
Κάποτε το μοναστήρι αυτό το κάψανε οι κουρσάροι. Ο Πατριάρχης, ο Ιερεμίας ο Παλαιός, θέλησε να το ξανακτίσει στο όνομα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κι ενώ οι μαστόροι άρχισαν το κτίσιμο, οι καλόγεροι έρριψαν τα δίχτυα στη θάλασσα για να πιάσουνε κανένα ψάρι. Όταν τραβήξανε τα δίχτυα βρήκαν μέσα σ΄αυτά το θαυματουργό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.
Στο μέτωπό του ήταν κολλημένο ένα στρείδι. Όταν το τραβήξανε για να το ξεκολλήσουν συνέβηκε κάτι το συγκλονιστικό. Έτρεξε αίμα από την πληγή που άνοιξε το στρείδι! Απ’ αυτό το θαύμα, ονομάστηκε, Άγιος Νικόλαος Στρειδάς. Και η ονομασία αυτή παραμένει μέχρι σήμερα.
Η εικόνα εκείνη είναι πολύ παλαιά. Είναι φτιαγμένη όχι με ζωγραφική. Είναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εικόνες μωσαϊκές, όπως τις λέμε, έχουν φιλοτεχνηθεί σε τοίχους αρκετών ναών. Τέτοιες υπάρχουν στο Δαφνί, στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης και αλλού. Φιλοτεχνημένες όμως σε ξύλινα, μικρά εικονίσματα υπάρχουν πολύ λίγες...
Το παλιό προσκυνητάρι του Αγίου Όρους αναφέρει το εξής για την εικόνα αυτή του Αγίου:
"Αύτη η εικών εβγήκε από την θάλασσαν, επειδή και την έρριψαν εις αυτήν κατά τον καιρόν της εικονομαχίας τινές και από την πολυκαιρίαν όπου έκαμεν εις την θάλασσαν, εφύτρωσεν ένα οστρείδιον εις το μέτωπόν της δια τούτο και οστρειδάς καλείται είναι δε μετά μωσίου ψηφίδων χρυσών η ιεροϊστορία εγκεκοσμημένη εις κάλλος".
Κατά την εποχή των εικονομάχων οι καλόγεροι ρίξανε πολλές εικόνες στη θάλασσα για να μην τις μολύνουν τα χέρια των εικονομάχων. Μια από τις εικόνες εκείνες, ήταν του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα και που είναι μια από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους.
Κάποτε το μοναστήρι αυτό το κάψανε οι κουρσάροι. Ο Πατριάρχης, ο Ιερεμίας ο Παλαιός, θέλησε να το ξανακτίσει στο όνομα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κι ενώ οι μαστόροι άρχισαν το κτίσιμο, οι καλόγεροι έρριψαν τα δίχτυα στη θάλασσα για να πιάσουνε κανένα ψάρι. Όταν τραβήξανε τα δίχτυα βρήκαν μέσα σ΄αυτά το θαυματουργό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.
Στο μέτωπό του ήταν κολλημένο ένα στρείδι. Όταν το τραβήξανε για να το ξεκολλήσουν συνέβηκε κάτι το συγκλονιστικό. Έτρεξε αίμα από την πληγή που άνοιξε το στρείδι! Απ’ αυτό το θαύμα, ονομάστηκε, Άγιος Νικόλαος Στρειδάς. Και η ονομασία αυτή παραμένει μέχρι σήμερα.
Η εικόνα εκείνη είναι πολύ παλαιά. Είναι φτιαγμένη όχι με ζωγραφική. Είναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εικόνες μωσαϊκές, όπως τις λέμε, έχουν φιλοτεχνηθεί σε τοίχους αρκετών ναών. Τέτοιες υπάρχουν στο Δαφνί, στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης και αλλού. Φιλοτεχνημένες όμως σε ξύλινα, μικρά εικονίσματα υπάρχουν πολύ λίγες...
Το παλιό προσκυνητάρι του Αγίου Όρους αναφέρει το εξής για την εικόνα αυτή του Αγίου:
"Αύτη η εικών εβγήκε από την θάλασσαν, επειδή και την έρριψαν εις αυτήν κατά τον καιρόν της εικονομαχίας τινές και από την πολυκαιρίαν όπου έκαμεν εις την θάλασσαν, εφύτρωσεν ένα οστρείδιον εις το μέτωπόν της δια τούτο και οστρειδάς καλείται είναι δε μετά μωσίου ψηφίδων χρυσών η ιεροϊστορία εγκεκοσμημένη εις κάλλος".
Μόλις λοιπόν είδε ο Πατριάρχης το θαύμα αυτό του εικονίσματος, αφιέρωσε το καινούργιο μοναστήρι που κτιζόταν, στ’ όνομα του Αγίου Νικολάου και όχι του Προδρόμου. Και το μεν κέλυφος του στρειδιού το έκανε ο Πατριάρχης δισκάκι για το ύψωμα της Παναγίας, στην Αγία Τράπεζα, το δε άλλο το έκανε εγκόλπιο και βρίσκεται τώρα στο σκευοφυλάκιο του Πατριαρχείου της Μόσχας.... Το θαύμα αυτό συνέβει στα 1553.
* Στη Βέρροια της Μακεδονίας έχει Μετόχι η Μονή. Μια δυο φορές τον χρόνο, πάντοτε το καλοκαίρι, επικοινωνούσαμε δια θαλάσσης με μικρό πλοιάριο της Μονής.
Κάποτε ταξίδευα με δυο αδελφούς προς τον Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσε κανονικά. Η εκνευριστική θάλεγε αυτή νηνεμία μ΄ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό. Ζωηρή η ανησυχία μου, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε, εγώ τους προέτρεπα να επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πως επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή, αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε το πλοιάριο. Εν τω μεταξύ μικρό νεφύδριο φάνηκε πάνω από το Πήλιο, που ολοένα μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τι τρομερό ξέσπασμα ήταν εκείνο που ακολούθησε! Μιά σπανιοτάτη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνα που λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε, συνέτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούντο, ομολογώντας πως μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες, εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τι θέαμα ήταν εκείνο, όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνια που προσβάλλονταν απ’ το Λίβα ή τον Γαρμπή, είχαν εξωκείλει ή είχαν βυθυστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνος είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο, γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον αποκορυφώθηκε η συνκίνησή μας...
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία που είχα στο πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη και εναργής η επέμβαση του Αγίου;
Κάποτε ταξίδευα με δυο αδελφούς προς τον Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσε κανονικά. Η εκνευριστική θάλεγε αυτή νηνεμία μ΄ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό. Ζωηρή η ανησυχία μου, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε, εγώ τους προέτρεπα να επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πως επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή, αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε το πλοιάριο. Εν τω μεταξύ μικρό νεφύδριο φάνηκε πάνω από το Πήλιο, που ολοένα μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τι τρομερό ξέσπασμα ήταν εκείνο που ακολούθησε! Μιά σπανιοτάτη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνα που λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε, συνέτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούντο, ομολογώντας πως μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες, εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τι θέαμα ήταν εκείνο, όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνια που προσβάλλονταν απ’ το Λίβα ή τον Γαρμπή, είχαν εξωκείλει ή είχαν βυθυστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνος είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο, γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον αποκορυφώθηκε η συνκίνησή μας...
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία που είχα στο πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη και εναργής η επέμβαση του Αγίου;
Κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου η Μονή μας επιτελεί την πανήγυρη του αγίου Νικολάου, και προμηθεύεται ψάρια από το Παλούρι, Κασσάνδρας. Εκεί εδρεύουν συστηματικοί ψαράδες.
Λίγες μέρες πριν την πανήγυρι, εστάλει το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός, ευλαβέστατος και απλούς.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι που καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η πανήγυρη επλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε, οι άνεμοι ενισχύοντο, ο μοναχός ανησυχούσε. "Να γίνει πανήγυρη χωρίς ψάρια"; Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του. Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάκλητος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε το σταυρό του, κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: "Άγιε Νικόλα, βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρή σου χωρίς ψάρια. Φεύγουμε!".
Έκανε όντως το κουμάντο του ο άγιος. Έφθασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν να τους δούν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα του αγίου Νικολάου, κι άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Άλλά δεν ήταν αδύνατο για τον άγιο. Και τούτο ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά*, στη θέση όπου τοποθετείτο, και κατόπιν υποχώρησε ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός επανηγυρίσθει ιδιαιτέρως. Θαυμαστή τόσο η πίστη του ενάρετου μοναχού, όσο και η υπακοή του αγίου!
*Αρσανάς ή Ταρσανάς = ναυπηγείο, ναύσταθμος, αποβάθρα.
Λίγες μέρες πριν την πανήγυρι, εστάλει το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός, ευλαβέστατος και απλούς.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι που καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η πανήγυρη επλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε, οι άνεμοι ενισχύοντο, ο μοναχός ανησυχούσε. "Να γίνει πανήγυρη χωρίς ψάρια"; Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του. Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάκλητος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε το σταυρό του, κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: "Άγιε Νικόλα, βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρή σου χωρίς ψάρια. Φεύγουμε!".
Έκανε όντως το κουμάντο του ο άγιος. Έφθασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν να τους δούν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα του αγίου Νικολάου, κι άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Άλλά δεν ήταν αδύνατο για τον άγιο. Και τούτο ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά*, στη θέση όπου τοποθετείτο, και κατόπιν υποχώρησε ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός επανηγυρίσθει ιδιαιτέρως. Θαυμαστή τόσο η πίστη του ενάρετου μοναχού, όσο και η υπακοή του αγίου!
*Αρσανάς ή Ταρσανάς = ναυπηγείο, ναύσταθμος, αποβάθρα.
Το θαύμα που θα αναφέρουμε τώρα εγινε στην Κύπρο μας πριν πολλά χρόνια.
Το χωριο Άγιος Νικόλαος της Σολιάς δεν είχε αυτό το όνομα από την αρχή. Ένα θαύμα όμως του Αγίου Νικολάου έκαμε τους κατοίκους να δώσουν στο χωριό τους αυτό το όνομα.
Ένας γεωργός μια μέρα, ζευγαρίζοντας το χωράφι του, συνάντησε μια δυσκολία. Το υνί του αλετριού του πιάστηκε κάτω από μια μέγάλη πέτρα. Με την αξίνα του ο γεωργός ξέθαψε την πέτρα και την έβγαλε στην επιφάνεια του χωραφιού.
Εκεί πρόσεξε που η πέτρα είχε μια τρύπα από τη μια άκρη ίσα με την άλλη, καμωμένη ξεπίτηδες. Ο γεωργός σκέφτηκε πως μια τέτοια πέτρα του είναι χρήσιμη και, ξεκινώντας το απόγευμα για το σπίτι του, την κουβάλησε στην αυλή του. Πέρασε από την τρύπα το σκοινί του βοδιού του το΄δεσε εκεί. Το πρωϊ που ξύπνησε, βρήκε πεθαμένο το βόδι του και φώναξε τους γείτονες για να τους πεί πως μπορεί να΄παθε το βόδι του από την πέτρα, γιατί μπορούσε να ΄ναι δαιμονοκαβαλλικεμένη. Οι γείτονες είπαν πως το βόδι πέθανε από κάποιο χόρτο, που ΄φαγε και όχι από την πέτρα. Ωστόσο ο γεωργός επέμενε, ώσπου μια μέρα, ένας γέρος του είπε, πως αυτό που έπαθε, είναι θαύμα του Αγ. Νικολάου, γιατί είχε ακούσει από τον παππού του, πως στο μέρος εκείνο που βρήκε την πέτρα βρισκόταν ο ναός του Αγ. Νικολάου που καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.
Ο γεωργός άρχισε να υποψιάζεται πως ο γέρος μπορεί να΄χει δίκιο. Ένα Σάββατο βράδυ φάνηκε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος και του είπε πως, εκεί που βρήκε την πέτρα, είναι η εκκλησία του θαμμένη βαθειά, και πρέπει να σκάψει να τη βρεί. Ο γεωργός εκείνος, την Κυριακή που πήγε στον Ναό, ύστερα από τη λειτουργία, ανάφερε στους χωριανούς του το όραμα που είδε, και τους παρακάλεσε να πάνε μαζί του να σκάψουν και να βρούνε τον Ναό. Εκείνοι τον ακολούθησαν και προτού δύσει ο ήλιος, βρήκαν τους τοίχους του Ναού. Εξακολούθησαν το ξέχωμα και ξέθαψαν ολόκληρο τον Ναό με όρθιους τους τοίχους ως τη μέση, και μάλιστα ζωγραφισμένους. Απάνω σ’ ένα τοίχο ήταν ζωγραφισμένος ολόσωμος ο Άγιος Νικόλαος. Οι χωριανοί αποφάσισαν τότε να κτίσουν στην ίδια θέση τον Ναό του Αγίου και να ονομάσουν το χωριό τους Άγιο Νικόλαο.
Το χωριο Άγιος Νικόλαος της Σολιάς δεν είχε αυτό το όνομα από την αρχή. Ένα θαύμα όμως του Αγίου Νικολάου έκαμε τους κατοίκους να δώσουν στο χωριό τους αυτό το όνομα.
Ένας γεωργός μια μέρα, ζευγαρίζοντας το χωράφι του, συνάντησε μια δυσκολία. Το υνί του αλετριού του πιάστηκε κάτω από μια μέγάλη πέτρα. Με την αξίνα του ο γεωργός ξέθαψε την πέτρα και την έβγαλε στην επιφάνεια του χωραφιού.
Εκεί πρόσεξε που η πέτρα είχε μια τρύπα από τη μια άκρη ίσα με την άλλη, καμωμένη ξεπίτηδες. Ο γεωργός σκέφτηκε πως μια τέτοια πέτρα του είναι χρήσιμη και, ξεκινώντας το απόγευμα για το σπίτι του, την κουβάλησε στην αυλή του. Πέρασε από την τρύπα το σκοινί του βοδιού του το΄δεσε εκεί. Το πρωϊ που ξύπνησε, βρήκε πεθαμένο το βόδι του και φώναξε τους γείτονες για να τους πεί πως μπορεί να΄παθε το βόδι του από την πέτρα, γιατί μπορούσε να ΄ναι δαιμονοκαβαλλικεμένη. Οι γείτονες είπαν πως το βόδι πέθανε από κάποιο χόρτο, που ΄φαγε και όχι από την πέτρα. Ωστόσο ο γεωργός επέμενε, ώσπου μια μέρα, ένας γέρος του είπε, πως αυτό που έπαθε, είναι θαύμα του Αγ. Νικολάου, γιατί είχε ακούσει από τον παππού του, πως στο μέρος εκείνο που βρήκε την πέτρα βρισκόταν ο ναός του Αγ. Νικολάου που καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.
Ο γεωργός άρχισε να υποψιάζεται πως ο γέρος μπορεί να΄χει δίκιο. Ένα Σάββατο βράδυ φάνηκε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος και του είπε πως, εκεί που βρήκε την πέτρα, είναι η εκκλησία του θαμμένη βαθειά, και πρέπει να σκάψει να τη βρεί. Ο γεωργός εκείνος, την Κυριακή που πήγε στον Ναό, ύστερα από τη λειτουργία, ανάφερε στους χωριανούς του το όραμα που είδε, και τους παρακάλεσε να πάνε μαζί του να σκάψουν και να βρούνε τον Ναό. Εκείνοι τον ακολούθησαν και προτού δύσει ο ήλιος, βρήκαν τους τοίχους του Ναού. Εξακολούθησαν το ξέχωμα και ξέθαψαν ολόκληρο τον Ναό με όρθιους τους τοίχους ως τη μέση, και μάλιστα ζωγραφισμένους. Απάνω σ’ ένα τοίχο ήταν ζωγραφισμένος ολόσωμος ο Άγιος Νικόλαος. Οι χωριανοί αποφάσισαν τότε να κτίσουν στην ίδια θέση τον Ναό του Αγίου και να ονομάσουν το χωριό τους Άγιο Νικόλαο.
Το παρόν θαύμα καθώς και το επόμενο τα αφηγήθηκε η κα Σύλβια Λεωνίδου - Ονησιφόρου από την Λεμεσό και τα κατάγραψε ο κος Κυριάκος Νικολαίδης στο βιβλίο "Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ" (Έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Λεμεσού).
Αρχίζει η αφήγηση... Ο παππούς μου δηλαδή ο πατέρας της μητέρας μου, ονομαζόταν Ιωάννης Κυριακίδης. Υπηρέτησε στην μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου σαν νεωκόρος περισσότερο από τριάντα χρόνια. Ήταν ένας τίμιος, ειλικρινής, ταπεινός και καλός άνθρωπος και αγαπούσε πάρα πολύ την Εκκλησία και είχε μεγάλη αδυναμία στον Άγιο Νικόλαο. Τον είχε πάντοτε προστάτη και βοηθό του.
Η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου (η Λεμεσός υπαγόταν στην Μητρόπολη Κιτίου) είχε παραχωρήσει στον παππού μου το ένα από τα δυο σπίτια που υπήρχαν κοντά στη Εκκλησία, ακριβώς εκεί που στεγάζεται σήμερα το Ενοριακό Κέντρο, και ζούσε μαζί με τη γυναίκα του Ελένη. Στο άλλο σπίτι έμενε ο ιερέας με την οικογένειά του.
Ένα βράδυ του χειμώνα, που βροχές έρχονταν και βροχές έφευγαν, είχε μιά μεγάλη καταιγίδα. Ήταν χαλασμός κόσμου. Βροντές ακούγονταν από μακρυά και μεγάλες αστραπές έσχιζαν τον ουρανό από ανατολή σε δύση. Μεγάλη ερημιά και βαθύ σκοτάδι επικρατούσε παντού. Ούτε φώτα υπήρχαν, ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα, γιατί ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από μαύρα πυκνά σύννεφα.
Ο παππούς μου είχε πλαγιάσει νωρίς. Περασμένα τα μεσάνυκτα. Η γιαγιά ξαφνικά άκουσε να σηκώνεται από το κρεββάτι του ο παππούς και τον βλέπει να ρίχνει βιαστικά πάνω στους ώμους του το φτωχικό του σακκάκι, έτοιμος να βγεί έξω από το σπίτι. Αμέσως η γιαγιά μου του έβαλε τις φωνές. "Που πας Γιαννή, τέτοια ώρα;" Ο δε παππούς ήρεμος και με σιγανή φωνή απαντά. "Μη φοβάσαι, Ελένη. Ήρθε ο Άγιος Νικόλαος και μου είπε ότι έπεσε η ασημένια εικόνα του κάτω στο πάτωμα της εκκλησίας και θα πάω να την σηκώσω".
Παρόλες τις προτροπές της γιαγιά να μην πάει μέσα σε τέτοια φοβισμένη και βροχερή νύκτα, εντούτοις ο παππούς πήγε γρήγορα στον ναό χωρίς να χάσει λεπτό.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε μούσκεμα σαν παπί, αλλά πολύ ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Είχε πράγματι δίκαιο. Η ασημένια εικόνα του Αγίου Νικολάου ήταν πεσμένη στο πάτωμα της εκκλησίας, όπως του είχε πεί προηγουμένως ο Άγιος. Ο παππούς σήκωσε την εικόνα του αγίου με μεγάλο σεβασμό και με πολλή ευλάβεια και την τοποθέτησε ξανά στην παντοτινή της θέση. Κάνοντας το σταυρό του τρείς φορές προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο και αφού κλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε μέσα στις βροχές στο φτωχικό του κρεββατάκι, για να συνεχίσει τον ύπνο του, ευχαριστημένος και ικανοποιημένος πλέον, γιατί είχε πράξει στο ακέραιον το καθήκον του.
Αρχίζει η αφήγηση... Ο παππούς μου δηλαδή ο πατέρας της μητέρας μου, ονομαζόταν Ιωάννης Κυριακίδης. Υπηρέτησε στην μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου σαν νεωκόρος περισσότερο από τριάντα χρόνια. Ήταν ένας τίμιος, ειλικρινής, ταπεινός και καλός άνθρωπος και αγαπούσε πάρα πολύ την Εκκλησία και είχε μεγάλη αδυναμία στον Άγιο Νικόλαο. Τον είχε πάντοτε προστάτη και βοηθό του.
Η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου (η Λεμεσός υπαγόταν στην Μητρόπολη Κιτίου) είχε παραχωρήσει στον παππού μου το ένα από τα δυο σπίτια που υπήρχαν κοντά στη Εκκλησία, ακριβώς εκεί που στεγάζεται σήμερα το Ενοριακό Κέντρο, και ζούσε μαζί με τη γυναίκα του Ελένη. Στο άλλο σπίτι έμενε ο ιερέας με την οικογένειά του.
Ένα βράδυ του χειμώνα, που βροχές έρχονταν και βροχές έφευγαν, είχε μιά μεγάλη καταιγίδα. Ήταν χαλασμός κόσμου. Βροντές ακούγονταν από μακρυά και μεγάλες αστραπές έσχιζαν τον ουρανό από ανατολή σε δύση. Μεγάλη ερημιά και βαθύ σκοτάδι επικρατούσε παντού. Ούτε φώτα υπήρχαν, ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα, γιατί ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από μαύρα πυκνά σύννεφα.
Ο παππούς μου είχε πλαγιάσει νωρίς. Περασμένα τα μεσάνυκτα. Η γιαγιά ξαφνικά άκουσε να σηκώνεται από το κρεββάτι του ο παππούς και τον βλέπει να ρίχνει βιαστικά πάνω στους ώμους του το φτωχικό του σακκάκι, έτοιμος να βγεί έξω από το σπίτι. Αμέσως η γιαγιά μου του έβαλε τις φωνές. "Που πας Γιαννή, τέτοια ώρα;" Ο δε παππούς ήρεμος και με σιγανή φωνή απαντά. "Μη φοβάσαι, Ελένη. Ήρθε ο Άγιος Νικόλαος και μου είπε ότι έπεσε η ασημένια εικόνα του κάτω στο πάτωμα της εκκλησίας και θα πάω να την σηκώσω".
Παρόλες τις προτροπές της γιαγιά να μην πάει μέσα σε τέτοια φοβισμένη και βροχερή νύκτα, εντούτοις ο παππούς πήγε γρήγορα στον ναό χωρίς να χάσει λεπτό.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε μούσκεμα σαν παπί, αλλά πολύ ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Είχε πράγματι δίκαιο. Η ασημένια εικόνα του Αγίου Νικολάου ήταν πεσμένη στο πάτωμα της εκκλησίας, όπως του είχε πεί προηγουμένως ο Άγιος. Ο παππούς σήκωσε την εικόνα του αγίου με μεγάλο σεβασμό και με πολλή ευλάβεια και την τοποθέτησε ξανά στην παντοτινή της θέση. Κάνοντας το σταυρό του τρείς φορές προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο και αφού κλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε μέσα στις βροχές στο φτωχικό του κρεββατάκι, για να συνεχίσει τον ύπνο του, ευχαριστημένος και ικανοποιημένος πλέον, γιατί είχε πράξει στο ακέραιον το καθήκον του.
Η κα Σύλβια Λεωνίδου - Ονησιφόρου συνεχίζει να αφηγείται το δεύτερο θαύμα που έγινε στην οικογένειά της.
Η μητέρα μου Χρυστάλλα Ανδρέου κοιμήθηκε στις 3/2/1992. ΄Ηταν μια πολύ ήσυχη και πιστή γυναίκα και μεγάλωσε εκεί στα παλιά σπίτια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1985 ενώ καθόταν στην βεράντα του σπιτιού μαζί με τον πατέρα μου Ανδρέα Λεωνίδου και την μικρή μου αδελφή την Αγγελική Λεωνίδου και συνομιλούσαν όλοι μεταξύ τους, ξαφνικά η μητέρα μου σηκώθηκε από την καρέκλα της, άνοιξε την αγκαλιά της και την άκουσαν να φωνάζει: "Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! Περάστε μέσα". Το πρόσωπό της έλαμπε κάπως παράξενα και φαινόταν παρα πολύ χαρούμενη. Οι άλλοι που την είδαν και πρόσεξαν τις κινήσεις της και άκουσαν και τα λόγια της που είπε, δεν κατάλαβαν, μα ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν το λόγο που την έκαμε να πράξει ότι έπραξε.
Μετά από λίγα λεπτά κάθησε ήσυχη στην καρέκλα της. Ανήσυχοι οι άλλοι τη ρώτησαν τι είχε και τι έπαθε. Τότε η μητέρα μου απάντησε φυσικότατα: "Δεν βλέπατε τους τρείς Δεσποτάδες που ήλθαν στο σπίτι μας; Ήταν εδώ κοντά μας ο Άγιος Νικόλαος, ο Απόστολος Λουκάς και τον τρίτο δεν τον κατάλαβα ποιός ήταν. Και οι τρείς ήταν ντυμένοι στα αρχιερατικά τους ενδύματα. Τους είπα να περάσουν μέσα, αλλά ο Άγιος Νικόλαος μου απάντησε ότι ήταν όλοι τους βιαστηκοί. Αμέσως εκείνη τη στιγμή ο Άγιος Νικόλαος ευλόγησε το σπίτι μας και μου είπε να μην φοβούμαι και ότι όλα θα πάνε καλά. Μου χαμογέλασαν και οι τρείς, βγήκαν από την αυλή μας και προχώρησαν προς το μέρος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Εσείς δεν τους είδατε που ήταν εδώ; Γιατί με ρωτάται;"
Η μητέρα μου την ώρα που έγιναν όλα αυτά ήταν ξύπνια και είχε τις αισθήσεις της. Επίσης η μητέρα μου ήταν ένας πολύ θετικός και ειλικρινής άνθρωπος και έλεγε με σιγουριά και με ενθουσιασμό εκείνα που συνέβηκαν εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού το 1985.
Η μητέρα μου Χρυστάλλα Ανδρέου κοιμήθηκε στις 3/2/1992. ΄Ηταν μια πολύ ήσυχη και πιστή γυναίκα και μεγάλωσε εκεί στα παλιά σπίτια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1985 ενώ καθόταν στην βεράντα του σπιτιού μαζί με τον πατέρα μου Ανδρέα Λεωνίδου και την μικρή μου αδελφή την Αγγελική Λεωνίδου και συνομιλούσαν όλοι μεταξύ τους, ξαφνικά η μητέρα μου σηκώθηκε από την καρέκλα της, άνοιξε την αγκαλιά της και την άκουσαν να φωνάζει: "Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! Περάστε μέσα". Το πρόσωπό της έλαμπε κάπως παράξενα και φαινόταν παρα πολύ χαρούμενη. Οι άλλοι που την είδαν και πρόσεξαν τις κινήσεις της και άκουσαν και τα λόγια της που είπε, δεν κατάλαβαν, μα ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν το λόγο που την έκαμε να πράξει ότι έπραξε.
Μετά από λίγα λεπτά κάθησε ήσυχη στην καρέκλα της. Ανήσυχοι οι άλλοι τη ρώτησαν τι είχε και τι έπαθε. Τότε η μητέρα μου απάντησε φυσικότατα: "Δεν βλέπατε τους τρείς Δεσποτάδες που ήλθαν στο σπίτι μας; Ήταν εδώ κοντά μας ο Άγιος Νικόλαος, ο Απόστολος Λουκάς και τον τρίτο δεν τον κατάλαβα ποιός ήταν. Και οι τρείς ήταν ντυμένοι στα αρχιερατικά τους ενδύματα. Τους είπα να περάσουν μέσα, αλλά ο Άγιος Νικόλαος μου απάντησε ότι ήταν όλοι τους βιαστηκοί. Αμέσως εκείνη τη στιγμή ο Άγιος Νικόλαος ευλόγησε το σπίτι μας και μου είπε να μην φοβούμαι και ότι όλα θα πάνε καλά. Μου χαμογέλασαν και οι τρείς, βγήκαν από την αυλή μας και προχώρησαν προς το μέρος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Εσείς δεν τους είδατε που ήταν εδώ; Γιατί με ρωτάται;"
Η μητέρα μου την ώρα που έγιναν όλα αυτά ήταν ξύπνια και είχε τις αισθήσεις της. Επίσης η μητέρα μου ήταν ένας πολύ θετικός και ειλικρινής άνθρωπος και έλεγε με σιγουριά και με ενθουσιασμό εκείνα που συνέβηκαν εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού το 1985.
Γύρω στο 1920 όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι, μέναμε εδώ στον Άγιο Νικόλαο. Είχαμε μεγάλη φτώχεια. Ο πατέρας μου ήταν βοσκός και είχε δικό του κοπάδι. Κάποια μέρα πήτε για να κόψει ξύλα. Εκεί λοιπόν που πήγε κτύπησε σ’ ένα σημείο σ’ ένα δέντρο και "έχασε το φώς του" (τυφλώθηκε). Ο κόσμος είπε ότι κτύπησε το "τραπέζι του έξω που δαμέ" (διαβόλου).
Επισκέφτηκε διάφορους γιατρούς και δεν γιατρευόταν. Πήγε και σε διάφορες εκκλησίες. Στο τέλος αποφάσισε να πάμε περπατητοί από τον Άγιο Νικόλαο στην Αγία Βαρβάρα στο Ζακάκι. Το βράδυ, στον ύπνο του, φανερώθηκε ένας Άγιος και του είπε: "Πήγες σε όλες τις εκκλησίες και κοντά μου δεν ήρθες".
"Ποιός είσαι;" ρώτησε ο πατέρας μου. Και πήρε την απάντηση: "Είμαι ο Άγιος Νικόλας. Θέλω να έρθεις έτσι..." και σήκωσε τα ράσα του, δείχνοντας τα πόδια του που ήταν καθαρά.
Ο πατέρας μου ζήτησε να του βράσουν νερό και έκανε μπάνιο. Κάναμε μαζί την αντίστροφη πορεία με τα πόδια αυτός, ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος κι’ εγώ. Το βράδυ ο πατέρας μου κοιμήθηκε μόνος του μέσα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Το άλλο πρωϊνό πήγαμε να τον πάρουμε από εκεί αλλά δεν τον βρήκαμε. Είχε γίνει καλά. Ο Άγιος Νικόλαος θεράπευσε τα μάτια του και όταν ξύπνησε έβλεπε όπως πρίν. Είχε πάει σπίτι μας, στη στάνη, πήρε το κοπάδι και το οδήγησε στην βοσκή.
Όλοι μας δοξάσαμε τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο! Οι "παλιοί" είχαν μεγάλη πίστη βλέπετε.
Επισκέφτηκε διάφορους γιατρούς και δεν γιατρευόταν. Πήγε και σε διάφορες εκκλησίες. Στο τέλος αποφάσισε να πάμε περπατητοί από τον Άγιο Νικόλαο στην Αγία Βαρβάρα στο Ζακάκι. Το βράδυ, στον ύπνο του, φανερώθηκε ένας Άγιος και του είπε: "Πήγες σε όλες τις εκκλησίες και κοντά μου δεν ήρθες".
"Ποιός είσαι;" ρώτησε ο πατέρας μου. Και πήρε την απάντηση: "Είμαι ο Άγιος Νικόλας. Θέλω να έρθεις έτσι..." και σήκωσε τα ράσα του, δείχνοντας τα πόδια του που ήταν καθαρά.
Ο πατέρας μου ζήτησε να του βράσουν νερό και έκανε μπάνιο. Κάναμε μαζί την αντίστροφη πορεία με τα πόδια αυτός, ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος κι’ εγώ. Το βράδυ ο πατέρας μου κοιμήθηκε μόνος του μέσα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Το άλλο πρωϊνό πήγαμε να τον πάρουμε από εκεί αλλά δεν τον βρήκαμε. Είχε γίνει καλά. Ο Άγιος Νικόλαος θεράπευσε τα μάτια του και όταν ξύπνησε έβλεπε όπως πρίν. Είχε πάει σπίτι μας, στη στάνη, πήρε το κοπάδι και το οδήγησε στην βοσκή.
Όλοι μας δοξάσαμε τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο! Οι "παλιοί" είχαν μεγάλη πίστη βλέπετε.
(Απόσπασμα από την εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΙΝΗ" ημερομηνίας 19/7/1998).
Ο αστυφύλακας Πολύδωρος Γεωργιάδης δεν είναι από τους ανθρώπους, που λυγίζουν εύκολα. Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και μοναδική νηφαλιότητα, τη ζωή. Όταν θυμάται όμως, τις 100 μέρες της αιχμαλωσίας του, σταν μπουντρούμια των Αδάνων και της Αμάσιας, είναι αδύνατο, όσο κι αν προσπαθεί, να κρύψει τα δάκρυά του κι ακόμα περισσότερα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν εξιστορούσε την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου, μέσα στο κελλί του, στις 5 Σεπτεμρίου. Ας τον αφήσουμε να μας αφηγηθεί τι είδε:
"Ενώ κοιμόμουν, στις 10 το βράδυ εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος, κρατώντας στο ένα χέρι τη γυναίκα μου, η οποία φορούσε τα ίδια ρούχα με την τελευταία μέρα, που την είδα, όταν πιάστηκα αιχμάλωτος, και στο άλλο χέρι ένα μωρό. "Να η γυναίκα σου και το αρσενικό μωρό που σου γέννησε", μου είπε. "Ναι, αλλά το τάξαμε στον Απόστολο Ανδρέα", του απάντησα. "Το ξέρω, αλλά να το βαφτίσετε στην εκκλησία μου", μου είπε ο Άγιος Νικόλαος και εξαφανήστηκε. "Την ίδια στιγμή", πρόσθεσε ο Πολύδωρος Γεωργιάδης, είδα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο χωριό μου, τη Νατά της Πάφου. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε στις φυλακές ο Ερυθρός Σταυρός και εγώ έγραψα αυτά που είδα τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου, όταν εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος. Οι Σημειώσεις μου έφθασαν, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στα χέρια της γυναίκας μου, η οποία αργότερα μού είπε ότι συγκλονίστηκε και ενημέρωσε όλους τους συγχωριανούς μου για την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου. Στις 28 Οκτωμβρίου, όταν απελευθερώθηκα, πήγαμε κατευθείαν στη Νατά. Ήταν 1.30 το πρωί και όλοι οι συγχωριανοί μου, που ήταν ειδοποιημένοι, βρίσκονταν στο πόδι, ενώ η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου κτυπούσε χαρμόσυνα".
Ο αστυφύλακας Πολύδωρος Γεωργιάδης δεν είναι από τους ανθρώπους, που λυγίζουν εύκολα. Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και μοναδική νηφαλιότητα, τη ζωή. Όταν θυμάται όμως, τις 100 μέρες της αιχμαλωσίας του, σταν μπουντρούμια των Αδάνων και της Αμάσιας, είναι αδύνατο, όσο κι αν προσπαθεί, να κρύψει τα δάκρυά του κι ακόμα περισσότερα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν εξιστορούσε την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου, μέσα στο κελλί του, στις 5 Σεπτεμρίου. Ας τον αφήσουμε να μας αφηγηθεί τι είδε:
"Ενώ κοιμόμουν, στις 10 το βράδυ εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος, κρατώντας στο ένα χέρι τη γυναίκα μου, η οποία φορούσε τα ίδια ρούχα με την τελευταία μέρα, που την είδα, όταν πιάστηκα αιχμάλωτος, και στο άλλο χέρι ένα μωρό. "Να η γυναίκα σου και το αρσενικό μωρό που σου γέννησε", μου είπε. "Ναι, αλλά το τάξαμε στον Απόστολο Ανδρέα", του απάντησα. "Το ξέρω, αλλά να το βαφτίσετε στην εκκλησία μου", μου είπε ο Άγιος Νικόλαος και εξαφανήστηκε. "Την ίδια στιγμή", πρόσθεσε ο Πολύδωρος Γεωργιάδης, είδα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο χωριό μου, τη Νατά της Πάφου. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε στις φυλακές ο Ερυθρός Σταυρός και εγώ έγραψα αυτά που είδα τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου, όταν εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος. Οι Σημειώσεις μου έφθασαν, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στα χέρια της γυναίκας μου, η οποία αργότερα μού είπε ότι συγκλονίστηκε και ενημέρωσε όλους τους συγχωριανούς μου για την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου. Στις 28 Οκτωμβρίου, όταν απελευθερώθηκα, πήγαμε κατευθείαν στη Νατά. Ήταν 1.30 το πρωί και όλοι οι συγχωριανοί μου, που ήταν ειδοποιημένοι, βρίσκονταν στο πόδι, ενώ η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου κτυπούσε χαρμόσυνα".
Tω αυτώ μηνί ϛ΄, μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικολάου Aρχιεπισκόπου Mύρων της Λυκίας του Θαυματουργού1
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Mαξιμιανού των τυράννων, εν έτει τ΄ (300). Kαι πρότερον μεν, έλαμψεν εν τη μοναδική πολιτεία. Ύστερον δε, διά την υπερβάλλουσαν αρετήν του έγινε και Aρχιερεύς. Eπειδή δε με ελευθέραν φωνήν εκήρυττεν ο Άγιος την ευσέβειαν, διά τούτο επιάσθη από τους άρχοντας της πόλεως Λυκίας, και ετιμωρήθη με δαρμούς και στρεβλώσεις. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν ομού με άλλους Xριστιανούς. Aφ’ ου δε ο μέγας Kωνσταντίνος έγινε βασιλεύς των Xριστιανών με ψήφον Θεού, τότε ελευθερώθησαν όλοι οι Xριστιανοί, όσοι ήτον δεδεμένοι εις τας φυλακάς. Mαζί δε με αυτούς ελευθερώθη και ο μέγας ούτος Nικόλαος. Δεν επέρασε δε καιρός πολύς, και εσυναθροίσθη εις την Nίκαιαν υπό του Mεγάλου Kωνσταντίνου, η αγία και Oικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε΄ (325), της οποίας μέρος ήτον και ο θείος Nικόλαος.
Oύτος ο της νίκης επώνυμος, πολλά μεν εποίησε θαύματα, καθώς ο κατά πλάτος Bίος αυτού ιστορεί. Hλευθέρωσε δε και τρεις ανθρώπους από τον θάνατον αδίκως συκοφαντηθέντας με τοιούτον τρόπον. Oι άνθρωποι αυτοί ήτον κλεισμένοι εις την φυλακήν εν Kωνσταντινουπόλει, και έμαθον την απόφασιν του θανάτου των, ότι αύριον έχουν να αποκεφαλισθούν. Όθεν επικαλέσθησαν τον Άγιον εις βοήθειάν τους, ενθυμήσαντες αυτόν, και ότι εις την Λυκίαν ελύτρωσε τους τρεις ανθρώπους, οι οποίοι έμελλον αδίκως να θανατωθούν. Διά τούτο ο Άγιος Nικόλαος επακούσας της δεήσεώς των, φαίνεται εις το όνειρον του βασιλέως Kωνσταντίνου, και του επάρχου Aβλαβίου. Kαι τον μεν έπαρχον, ήλεγξε, διατί αδίκως εδιάβαλε τους τρεις αθώους εκείνους προς τον βασιλέα. Tον δε βασιλέα εδίδαξεν, ότι ήτον ανεύθυνοι οι παρ’ αυτού καταδικασθέντες και διά φθόνον μόνον εδιαβάλθησαν, ως αποστάται και θανάτου άξιοι. Όθεν διά της οπτασίας ταύτης ελευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος από του θανάτου την καταδίκην.
Oυ μόνον δε τούτο, αλλά και άλλα πολλά θαύματα ετέλεσεν ο θαυμαστός Nικόλαος. Όθεν και ιερώς και οσίως το ορθόδοξον αυτού ποιμάνας ποίμνιον, και φθάσας εις βαθύ γήρας, προς Kύριον εξεδήμησε. Πλην και μετά θάνατον, δεν αλησμόνησε το ποίμνιόν του ο ποιμήν ο καλός, αλλά καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν και ώραν, χαρίζει εις τους δεομένους ευεργεσίας και χάριτας, και ελευθερόνοι από κάθε κίνδυνον και περίστασιν τους αυτόν επικαλουμένους εκ πίστεως. Eπειδή δε αι ευεργεσίαι και χάριτες του μεγάλου τούτου Πατρός, είναι πολλαί και αναρίθμητοι: διά τούτο εγώ θέλω αφήσω όλας τας άλλας, μίαν δε μόνον θέλω ενθυμηθώ. Ας μη απιστήση δέ τινας ακούων το θαύμα, οπού ηκολούθησεν εις τας ημέρας μας, νομίζωντας, πως είναι τούτο αδύνατον. Διότι κανένα πράγμα δεν αδυνατεί εις τον Θεόν.
Eις την Kωνσταντινούπολιν ήτον ένας Xριστιανός ευλαβής και πιστός, με υπερβολήν αγαπών τον όσιον Πατέρα ημών Nικόλαον, και αμοιβαίως παρά του Πατρός Nικολάου αγαπώμενος. Oύτος λοιπόν θέλωντας μίαν φοράν να ταξειδεύση εις άλλον τόπον διά κάποιαν αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Nαόν του Aγίου Nικολάου και επροσευχήθη από βάθους καρδίας. Έπειτα αποχαιρετίσας τους συγγενείς του και φίλους, εμβήκεν εις το καΐκι. Kατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός εσηκώθησαν οι ναύται να γυρίσουν τα πανία του καϊκίου, επειδή και εγύρισεν άλλος άνεμος. Eσηκώθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος διά να υπάγη εις χρείαν ύδατος. Kαι επειδή όλοι οι ναύται εκαταγίνοντο εις το να γυρίσουν τα πανία, διά τούτο περιπλεχθείς ο Xριστιανός εκείνος και συμποδισθείς, (καθώς τούτο συνειθίζει να ακολουθή εις τοιαύτας περιστάσεις), ερρίφθη εις την θάλασσαν. Oι δε ναύται δεν εδυνήθησαν να κάμουν καμμίαν μέθοδον διά να τραβίξουν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον. Ένα μεν, διατί ήτον σκότος και άλλο δε, διατί ο άνεμος έπνεε δυνατώτερα, και εβίαζε το πλοίον διά να πηγαίνη έμπροσθεν. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν και έκλαιον διά τον του ανδρός πικρόν θάνατον.
O δε Xριστιανός εκείνος, επειδή και έπεσεν εις την θάλασσαν καθώς ήτον φορεμένος με όλα τα ρούχα του, καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενθυμήθη και έλεγε με τον νουν του. Άγιε Nικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Kύριε! ευρέθη εις το μέσον του οσπητίου του. Kαι τούτο μη αισθανθείς ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλά αισθητώς, Άγιε Nικόλαε βοήθει μοι. Oι δε γείτονες ακούοντες τας φωνάς του εσηκώθησαν. Oμοίως και οι άνθρωποι του οσπητίου του σηκωθέντες, άναψαν φως. Aλλά και οι έξωθεν ακούσαντες, έτρεξαν και εκείνοι, και βλέπουσιν αυτόν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα. Bλέπουσι δε και τρέχει νερόν πολύ της θαλάσσης από τα ρούχα οπού εφόρει. Όθεν από τον θαυμασμόν τους και έκστασιν, έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, μη ηξεύροντες τι να ειπούν. O δε Xριστιανός εκείνος εφώναζεν. Aδελφοί, τι είναι αυτό οπού βλέπω; Eγώ γαρ ηξεύρω καλώτατα, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν απεχαιρέτισα όλους εσάς, και εμβήκα εις το καΐκιον. Kαι επειδή εφύσησεν άνεμος επιτήδειος, επεράσαμεν αρκετόν διάστημα τόπου. Eις δε την δευτέραν ή και τρίτην φυλακήν (ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός) επήγα διά χρείαν ύδατος, και συμποδισθείς από τους ναύτας, ερρίφθηκα εις την θάλασσαν. Όθεν επικαλούμην τον Άγιον Nικόλαον εις βοήθειαν. Πού δε τώρα είμαι, δεν ηξεύρω. Όθεν εσείς είπατέ μοι. Ότι εγώ είμαι εκστατικός και άλλος εξ άλλου έγινα.
Oι δε συναθροισθέντες Xριστιανοί ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το νερόν της θαλάσσης οπού έτρεχεν από τα ρούχα του, εξεπλάγησαν ως είπομεν, στοχαζόμενοι το παράδοξον του θαύματος. Όθεν έχαιρον μαζί με τον διασωθέντα αδελφόν, και εδάκρυον ενταυτώ. Kαι εις πολλήν ώραν το, Kύριε ελέησον, έκραζον. O δε Xριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βρεγμένα φορέματα, και ενδυθείς άλλα, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου Nικολάου. Kαι εκεί επέρασε το υπόλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Aγίου, και παρακαλών, και τας ευχαριστίας αποδιδούς με θαυμασμόν και έκπληξιν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός του όρθρου, και εσυναθροίσθη ο λαός εις τον Nαόν του Aγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν του Aγίου το θαύμα. Όθεν μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, οπού έφερεν ο διασωθείς εκείνος Xριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Eκκλησίαν του Aγίου, οπού ήτον ολόφωτος, ηρώτων ένας τον άλλον διά να μάθουν την αιτίαν του πράγματος. Mαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, δοξάζοντες μεν τον Θεόν, ευχαριστούντες δε τον μέγαν Nικόλαον.
Tούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλείον του Aγίου, διεφημίσθη εις όλην την Mεγαλόπολιν του Kωνσταντίνου. Έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον Xριστιανόν επί Συνόδου. Όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων, εδιηγήθη παρρησία, πώς, και με τι τρόπον, και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον τερατούργημα. Tο οποίον ακούσαντες όλοι, εβόησαν. «Mέγας εί Kύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!» Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού, εσυνάχθησαν οι Xριστιανοί εις τον Nαόν του Aγίου Nικολάου, και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Nικόλαον2.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Σημείωσαι, ότι το τροπάριον εκείνο του Aγίου Nικολάου το λέγον· «Ώφθης Kωνσταντίνω βασιλεί», παράμελον και μη ορθόν ον, ούτω διορθούται παρά τοις χειρογράφοις Mηναίοις· «Ώφθης Kωνσταντίνω βασιλεί συν τω Aβλαβίω κατ’ όναρ, και τούτους φόβω βαλών, ούτως αυτοίς είρηκας. Λύσατε δη εν σπουδή, εν ειρκτή ους κατέχετε, δεσμίους αδίκως. Aθώοι γαρ πέλουσι, της παρανόμου σφαγής. Όμως, εάν παρακούσης έντευξιν ποιήσομαι άναξ, κατά σου προς Kύριον δεόμενος».
2. Σημείωσαι, ότι τον κατά πλάτος Bίον του Aγίου, ελληνιστί μεν συνέγραψε Συμεών ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Σοφόν τι χρώμα ζωγράφων χειρ». Aπλοϊκώς δε μετέφρασεν αυτόν Δαμασκηνός ο Mοναχός και υποδιάκονος εις τον Θησαυρόν του, όστις και Aρχιερεύς ύστερον έγινε της Pενδίνης. Έχει δε και ο Kρήτης Aνδρέας εγκώμιον γλαφυρόν εις τον μέγαν Nικόλαον, ου η αρχή· «Άνθρωπε του Θεού και πιστέ θεράπων». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη του Σταυρονικήτα, και εν τη του Διονυσίου.) Kαι Bασίλειος ο Λακεδαιμονίας, ου η αρχή· «H των αρετών τη μεγαλειότητι». (Σώζεται εν τω έκτω Πανηγυρικώ της του Bατοπαιδίου.) Kαι ο Mακάριος εις την Σάλπιγγα. Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία μετέφρασεν εις το απλούν το ρηθέν εγκώμιον του Aγίου Aνδρέου. Όρα και εις το βιβλίον Xρυσάνθου Iεροσολύμων, εις τον Ποιμενικόν Aυλόν, εις την Σαγήνην και εις τον Mακάριον τον Kωφόν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Σημείωσαι, ότι το τροπάριον εκείνο του Aγίου Nικολάου το λέγον· «Ώφθης Kωνσταντίνω βασιλεί», παράμελον και μη ορθόν ον, ούτω διορθούται παρά τοις χειρογράφοις Mηναίοις· «Ώφθης Kωνσταντίνω βασιλεί συν τω Aβλαβίω κατ’ όναρ, και τούτους φόβω βαλών, ούτως αυτοίς είρηκας. Λύσατε δη εν σπουδή, εν ειρκτή ους κατέχετε, δεσμίους αδίκως. Aθώοι γαρ πέλουσι, της παρανόμου σφαγής. Όμως, εάν παρακούσης έντευξιν ποιήσομαι άναξ, κατά σου προς Kύριον δεόμενος».
2. Σημείωσαι, ότι τον κατά πλάτος Bίον του Aγίου, ελληνιστί μεν συνέγραψε Συμεών ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Σοφόν τι χρώμα ζωγράφων χειρ». Aπλοϊκώς δε μετέφρασεν αυτόν Δαμασκηνός ο Mοναχός και υποδιάκονος εις τον Θησαυρόν του, όστις και Aρχιερεύς ύστερον έγινε της Pενδίνης. Έχει δε και ο Kρήτης Aνδρέας εγκώμιον γλαφυρόν εις τον μέγαν Nικόλαον, ου η αρχή· «Άνθρωπε του Θεού και πιστέ θεράπων». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη του Σταυρονικήτα, και εν τη του Διονυσίου.) Kαι Bασίλειος ο Λακεδαιμονίας, ου η αρχή· «H των αρετών τη μεγαλειότητι». (Σώζεται εν τω έκτω Πανηγυρικώ της του Bατοπαιδίου.) Kαι ο Mακάριος εις την Σάλπιγγα. Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία μετέφρασεν εις το απλούν το ρηθέν εγκώμιον του Aγίου Aνδρέου. Όρα και εις το βιβλίον Xρυσάνθου Iεροσολύμων, εις τον Ποιμενικόν Aυλόν, εις την Σαγήνην και εις τον Mακάριον τον Kωφόν.
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)