Νικηφόρος, Μάρτυς * - 9/2
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, ΜΑΡΤΥΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
O Άγιος Νικηφόρος έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Βαλεριανού (253 - 259 μ.Χ.) και Γαληνού (259 - 268 μ.Χ.), και συνδεόταν στενά με κάποιον ιερέα ονόματι Σαπρίκιο, ο οποίος έτρεφε μεγάλο μίσος κατά του Νικηφόρου γιατί πίστευσε στα λόγια κάποιου συκοφάντη.
O Νικηφόρος ζητούσε επανειλημμένα από τον ιερέα να του πει τον λόγο και να τον συγχωρέσει, όμως μάταια.
Όταν το 257 μ.Χ. ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν πολλοί Επίσκοποι και ιερείς μεταξύ των οποίων και ο Σαπρίκιος.
Μόλις ο Άγιος διέκρινε μεταξύ των συλληφθέντων και τον Σαπρίκιο, τρέχει και πέφτει στο γόνατά του και τον παρακαλεί με δάκρυα να τον συγχωρήσει.
O Σαπρίκιος αρνείται πεισματικά.
Μετά το μαστίγωμα που δέχθηκε, ο Νικηφόρος τον πλησιάζει και πάλι, ασπάζεται τις πληγές του και του ζητά να του δώσει έστω και την τελευταία στιγμή την ευλογία του.
O Σαπρίκιος ανένδοτος, τον απομακρύνει και οδηγείται για αποκεφαλισμό.
Η άρνηση και η αδιαλλαξία του Σαπρίκιου, τον καθιστούν ανάξιο στα μάτια του Θεού.
Χωρίς πλέον την δύναμη της θείας χάρης, δεν άντεξε τα βασανιστήρια και την ώρα του αποκεφαλισμού λυγίζει και ζητά να θυσιάσει στα είδωλα.
Μόλις το άκουσε ο Νικηφόρος, τρέχει και τον παρακαλεί να ανακαλέσει την άρνησή του.
Εκνευρισμένοι τότε οι δήμιοι, αποκεφαλίζουν τον Νικηφόρο και έτσι αξιώνεται εκείνος το στέφανο του μαρτυρίου, ενώ ο Σαπρίκιος το στίγμα της ατιμίας.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθείς τὴν ψυχήν, τοῦ νόμου τῆς χάριτος, ἐκπληρωτής ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι, ὅθεν καὶ τὸν πλησίον, ὡς σαυτὸν ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες, ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοίᾳ, ἠμᾶς διατήρησον.
Κοντάκιον.
Ήχος α’. Χορός Αγγελικός.
Αγάπης τω δεσμώ, συνδεθείς Νικηφόρε, διέλυσας τρανώς, την κακίαν του μίσους, και ξίφει την κάραν σου, εκτμηθείς εχρημάτισας, Μάρτυς ένθεος, του σαρκωθέντος Σωτήρος, ον ικέτευε, υπέρ ημών των υμνούντων, την ένδοξον μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Πλήρης ων αγάπης της προς Θεόν, ηγάπησας μάκαρ, τον πλησίον ως σευατόν, όθεν και αθλήσας, του μίσους τον εργάτην, καθείλες Νικηφόρε, Χριστώ πειθόμενος.
______________
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
Ο ΣΑΠΡΙΚΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
(ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ - ΔΙΔΑΧΗ Δ΄)
Καὶ πρῶτον, πρέπει ἀδελφοί μου, νὰ προσέχετε εἰς ὅλα τὰ νοήματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, διότι εἶνε ὅλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος, καὶ περισσότερον ἐδῶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ πρῶτον νὰ στοχασθῶμεν τί ἔκαμεν ὁ Χριστός μας. Δὲν ἐφύλαξε μίσος καὶ ἔχθρα νὰ μὴ μεταλάβη τὸν Ἰούδαν τὸν ἐχθρόν του, ἀλλ᾿ ὅπως ἐμετάλαβε καὶ τοὺς ἕνδεκα μαθητάς, τοὺς φίλους του τοὺς καλούς, ἔτσι καὶ τὸν Ἰούδαν, τὸν ἐχθρόν του.
Ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος ἐνήστευε πάντοτε, προσηύχετο, ὑπάνδρευε πτωχὰς γυναίκας, ἔκτιζεν ἐκκλησίας, ποτέ του δὲν ἔβλαψεν, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε τὸ δίκαιον. Ἦτο καὶ ἕνας ἄλλος ὀνομαζόμενος Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ποτέ του καλὸν δὲν ἔκαμε, μάλιστα ἔκλεπτεν, ἀδικοῦσε τὸν κόσμον, ἐπόρνευεν, ὅλα τὰ κακὰ τὰ εἶχε κάμει. Ἤθελε δὲ νὰ φονεύση καὶ τὸν ἀδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ἡμέραν στέλλει ὁ βασιλεὺς καὶ παίρνει τὸν Σαπρίκιον καὶ τοῦ λέγει: Νὰ ἀρνηθῆς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήσῃς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ τὸν Χριστόν μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ. Τὸν ἐβασάνισεν ὁ βασιλεὺς δυνατὰ καὶ ὡσὰν εἶδε πὼς δὲν εἶνε τρόπος νὰ νικήση τὴν γνώμην του, ἀπεφάσισε νὰ τὸν θανατώση. Παίρνοντάς τον λοιπὸν ὁ δήμιος νὰ τὸν ὑπάγη εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, τὸ ἔμαθεν ὁ Νικηφόρος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν δρόμον καὶ λέγει τοῦ Σαπρικίου: Ἐγώ, ἀδελφέ, σοῦ ἔπταισα· καὶ ἔμαθα ὅτι θὰ σὲ θανατώσουν. Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀδελφέ, νὰ μὲ συγχωρήσῃς· σοῦ ἔσφαλα. Πάλιν κύπτει ὁ Νικηφόρος καὶ τὸν παρακαλεῖ, τοῦ φιλεῖ τὰ πόδια. Ἀδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με διὰ τὸν Θεόν. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός του δὲν τὸν συγχωρεῖ. Ἔφθασαν καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Τὸν παρεκάλει ὁ Νικηφόρος μετὰ δακρύων, καὶ δὲν τὸν ἐσυγχώρησε. Τοῦ λέγει πάλιν ὁ Νικηφόρος: Ἰδού, ἀδελφέ, τώρα θὰ σὲ κόψουν· διατὶ δὲν μὲ συγχωρεῖς; Ἐσὺ θὰ κολασθῆς· ἐγὼ σὲ συγχωρῶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ δὲν σὲ συγχωρῶ ποτέ! Καὶ καθὼς ἐσήκωσεν ὁ δήμιος τὸ σπαθὶ νὰ τοῦ κόψη τὸ κεφάλι, βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην, σηκώνει τὴν χάριν του, καὶ ἐρωτᾶ ὁ Σαπρίκιος τὸν στρατιώτην: Διατὶ θέλης νὰ μὲ φονεύσῃς; Λέγει του ὁ στρατιώτης: Καὶ δὲν τὸ ἠξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δὲν προσκυνᾶς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Διὰ τοῦτο μὲ βασανίζεις; Ἐγὼ ἀρνοῦμαι τὸν Χριστὸν καὶ προσκυνῶ τὰ εἴδωλα! Καὶ εὐθὺς λέγοντας τὸν λόγον δὲν τὸν ἐφόνευσεν, ἀλλ᾿ ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγε μὲ τὸν διάβολον. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ ἔστεκαν μὲ ἕνα στέφανον χρυσοῦν, λέγει εἰς τὸν δήμιον: Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ πιστεύω εἰς τὸν Χριστόν μου. Λέγει τοῦ Σαπρικίου: Συγχώρησόν με, ἀδελφέ, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι σε. Καὶ ἀμέσως ἔκοψεν ὁ στρατιώτης τὸ κεφάλι τοῦ Νικηφόρου καὶ παρέλαβον οἱ Ἄγγελοι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον.
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς συγχωρῶμεν· νὰ τοὺς τρέφωμεν, νὰ τοὺς ποτίζωμεν, νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τότε νὰ λέγωμεν εἰς τὸν Θεόν: Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσῃς καθὼς καὶ ἐγὼ συγχωρῶ τοὺς ἐχθρούς μου. Εἰ δὲ καὶ δὲν συγχωρήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ τὸ αἷμά μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν (42).
Κάμνετε ἐδῶ ἀφορισμούς; Νὰ προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας νὰ μὴ κάμνετε, διότι ὁ ἀφορισμὸς εἶνε ξεχωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὸν παράδεισον, καὶ παραδομὸς εἰς τὸν διάβολον, εἰς τὴν κόλασιν. Δι᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀδελφὸν ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς νὰ βγάλη ἀπὸ τὴν κόλασιν, καὶ σὺ διὰ μικρὸν πράγμα τὸν ἀφορίζεις καὶ τὸν βάνεις εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε; Τόσον σκληροκάρδιος εἶσαι; Μὰ καλὰ στοχάσου· ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ἐγεννήθης πόσες ἁμαρτίες ἔχεις πράξει μὲ τὸ μάτι ἢ μὲ τὸ αὐτὶ ἢ μὲ τὸ στόμα ἢ μὲ τὸν νοῦν; Ἀναμάρτητος νομίζεις εἶσαι; Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον μᾶς λέγει ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶνε ἀναμάρτητος, ἡμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί. Ὥστε νὰ μὴ κάμνετε ἀφορισμούς.
Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ἂν θέλετε νὰ σᾶς συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ σᾶς γράψη διὰ τὸν παράδεισον, εἰπέτε καὶ ἡ εὐγένιά σας διὰ τοὺς ἐχθρούς σας τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς. Αὐτή, ἀδελφοί μου, ἡ συγχώρησις ἔχει δυὸ ἰδιώματα, ἕνα νὰ φωτίζῃ καὶ ἕνα νὰ κατακαίῃ. Ἐγὼ σᾶς εἶπα νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας διὰ ἰδικόν σας καλόν. Ἐσὺ πάλιν ὁποὺ ἀδίκησες τοὺς ἀδελφούς σου καὶ ἤκουσες ὁποὺ εἶπον νὰ σὲ συγχωρήσουν, μὴ χαίρεσαι, ἀλλὰ μάλιστα νὰ κλαῖς, διότι αὐτὴ ἡ συγχώρησίς σου ἔγινε φωτιὰ εἰς τὸ κεφάλι σου, ἀνίσως καὶ δὲν ἐπιστρέψης τὸ ἄδικον ὀπίσω. Νὰ κλαύσῃς καὶ νὰ παρακαλέσῃς νὰ σὲ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς διὰ τὰς ἰδικάς σου ἁμαρτίας. Ὅλοι οἱ πνευματικοί, πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ὅλος ὁ κόσμος νὰ σὲ συγχωρήσῃ, ἀσυγχώρητος εἶσαι. Ἀμὴ ποῖος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ σὲ συγχωρήσῃ; Ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἀδίκησες. Καὶ ἂν ἐξετάσωμεν καλά, πρέπει νὰ δώσῃς εἰς τὸ ἕνα τέσσαρα, καθὼς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ τότε νὰ λάβης συγχώρησιν. Ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νὰ πληρώσῃς; Πήγαινε καὶ πώλησον τὰ πράγματά σου, καὶ ὅσα πάρεις δόσε τα· καὶ καλύτερα νὰ εἶσαι σκλάβος ἐδῶ εἰς τὸ σῶμα πέντε, δέκα χρόνους, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἐδῶ καὶ αὔριον νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι πάντοτε.
Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανοὺς ἢ Ἑβραίους ἢ Τούρκους, νὰ δώσητε τὸ ἄδικον ὀπίσω, διότι εἶνε κατηραμένον καὶ δὲν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Ἐκεῖνα τὰ ἄδικα τὰ τρώγετε διὰ νὰ ζῆτε· καὶ ἐκεῖνα σᾶς θανατώνουν, καὶ ὁ Θεὸς σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Ὅποιος θέλει νὰ δώση τὸ ἄδικον ὀπίσω, ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσιν. Ἕνα πρόβατον κλεμμένον νὰ βάλης εἰς 100 ἰδικά σου, τὰ μαγαρίζει ὅλα· διότι εἶνε ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἤθελον δώσει τὰ ἄδικα ὀπίσω, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτούς.
(Αγίου Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Δ΄.
Βιβλίον «ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ» σελ. 109)