Τιμόθεος, Απόστολος * - 22/1
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι Πράξεις των Αποστόλων και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ο Τιμόθεος ήταν ο πιο αγαπητός μαθητής και ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου. Το όνομά του είναι ελληνικό και σημαίνει αυτός που τιμά τον Θεό, αλλά και αυτόν που τιμά ο Θεός.
Ο Άγιος Απόστολος Τιμόθεος γεννήθηκε στα Λύστρα της Λυκαονίας από Έλληνα πατέρα και Ιουδαία μητέρα, την Ευνίκη. Έμεινε πολύ μικρός ορφανός από πατέρα και η γιαγιά του, η Λωίδα, τον ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Όταν ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε τα Λύστρα, εκτιμώντας τα πνευματικά του χαρίσματα και το φλογερό ιεραποστολικό του ζήλο, τον διαπαιδαγωγεί κατάλληλα και τον παίρνει συνοδό του στην Β΄ Αποστολική περιοδεία όπου ζει όλες τις περιπέτειες του κορυφαίου Αποστόλου για τη διάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Παύλου, επιστρέφει στην Έφεσο και συνεχίζει την ιεραποστολική του δράση.
Κατά τη διάρκεια μίας ειδωλολατρικής εορτής της Αρτέμιδος της Εφέσου, υπέστη άγριο ξυλοδαρμό και μαρτυρικό θάνατο από τον εξαγριωμένο ειδωλολατρικό όχλο επειδή κατέκρινε τα όργιά τους.
Το σκήνωμά του μεταφέρθηκε το έτος 356 μ.Χ. επί Κωνσταντίου στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καί νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθήν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τά ἀπόρρητα, καί τήν πίστιν τηρήσας, τόν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἀπόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Έτερον Απολυτίκιον.
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Τέκνον γνήσιον, του Παύλου ώφθης, ως παρίστησι, και σενεργάτης, αγαπητός κατά πάντα Τιμόθεε, και διαπρέψας τω λόγω της χάριτος, αθλητικώς εδοξάσθης Απόστολε. Όθεν πρέσβευε, Κυρίω τω σε δοξάσαντι, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικὸς.
Τόν θεῖον Μαθητήν, καί συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, ἀνυμνήσωμεν πάντες, σύν τούτῳ γεραίροντες, τόν σοφόν Ἀναστάσιον, τόν ἐκλάμψαντα, ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καί ἐλαύνοντα, τά ψυχικά ἡμῶν πάθη, καί νόσους τοῦ σώματος.
Έτερον Κοντάκιον. Όμοιον.
Τιμόθεον πιστοί, τον συνέκδημον Παύλου, και θείον μαθητήν, και πιστόν συνεργάτην, ενθέως τιμήσωμεν, προς αυτόν ανακράζοντες. Αεί πρέσβευε, τω Βασιλεί των απάντων, δούναι άφεσιν, αμαρτιών ημίν πάσιν, ως θείος Απόστολος.
Μεγαλυνάριον.
Χερσί ταις του Παύλου ολοσχερώς, Χριστώ ανετέθης, τω των όλων δημιουργώ, και της εν Εφέσω, Αγίας Εκκλησίας, ποιμήν σοφός εδείχθης, μάκαρ Τιμόθεε.
Τω αυτώ μηνί ΚΒ΄
Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Τιμοθέου
Oύτος ήτον από την πόλιν Λύστραν την εν Λυκαονία, ή Ισαυρία ευρισκομένην, και υποκειμένην εις τον Ικονίου. Υιός, πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Ευνίκης. Μαθητευθείς δε από τον Aπόστολον Παύλον, έγινε μαζί με αυτόν συνεργός και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου. Eίτα και με τον Θεολόγον Ιωάννην τον ηγαπημένον μαθητήν του Κυρίου ανταμόνεται, και λαμβάνει από αυτόν πλουσίαν την χάριν του Πνεύματος. Ύστερον δε έγινεν υπό του Aποστόλου Παύλου Eπίσκοπος Eφέσου. Όταν δε ο Θεολόγος Ιωάννης εξωρίσθη εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, τότε ο μακάριος ούτος Τιμόθεος επεσκόπευεν εις την Έφεσον. Μίαν φοράν δε, βλέπωντας τους Έλληνας, οπού εις μίαν πάτριον εορτήν, Καταγώγιον ονομαζομένην, έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμούντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας, και φονεύοντες ένας τον άλλον. Tαύτα, λέγω, βλέπων ο θείος Τιμόθεος, εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου, και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα. Aλλ’ εδίδασκεν αυτούς και επαρακίνει να παύσουν από τας αταξίας ταύτας. Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις, κινηθέντες από μανίαν και θυμόν μεγάλον, εφόνευσαν τον του Κυρίου Aπόστολον με τα ξύλα οπού είχον εις τας χείρας των. Και έτζι ο μακάριος τελειωθείς, ενταφιάσθη από τους Χριστιανούς. Το δε Άγιον αυτού λείψανον ανεκομίσθη ύστερον και εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και απεθησαυρίσθη μαζί με τα λείψανα Λουκά και Aνδρέου εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων, όπου και η Σύναξις και εορτή αυτού τελείται2.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βάκλα είναι τα ξύλα, με τα οποία κτυπούσι τα τύμπανα.
2. Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τροπάρια τη ακολουθία του Aγίου Τιμοθέου, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Άπερ ετυπώσαμεν εν τω τέλει του Ιαννουαρίου μηνός και εί τις φιλοτιμόθεος, ψαλλέτω ταύτα. Έπλεξε δε εγκώμιον εις την αποστολικήν αυτού κεφαλήν Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Τί δε, ο Τιμόθεος;» (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου και εν τω πρώτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.) τον δε ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Τιμόθεον τον μέγαν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)