- Κατάθεσις Τιμίας Εσθήτος Θεοτόκου *
- Ιουβενάλιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων *
- Κόϊντος, Μάρτυς *
Κατάθεσις Τιμίας Εσθήτος Θεοτόκου * - 2/7
4821 εμφανίσεις άρθρου
ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο.
Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α’ ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την Τίμια Εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.
Η Εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ.
Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ.
Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της.
Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τα ρήματα (του Κυρίου) εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. θ’, 51), δηλαδή, διατηρούσε τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της. Έτσι ας πράττουμε κι εμείς.
Απολυτίκιον.
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείον ένδυμα, των οικτιρμών σου, και ιμάτιον αθανασίας, την αγίαν σου Εσθήτα και άφθαρτον, τη κληρουχία σου Κόρη δεδώρησαι, εις περιποίησιν πάντων και σύναψιν. Όθεν Άχραντε, την θείαν αυτής κατάθεσιν, τιμώντες ευσεβώς σε μεγαλύνομεν.
Έτερον Απολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.