Κύριλλος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας - 9/6
ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 μ.Χ. από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως.
Ανεψιός του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ο Κύριλλος έλαβε μεγάλη θεολογική μόρφωση, ώστε έγινε κατόπιν διάδοχος του θείου του, στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο Αλεξανδρείας.
Όταν έγινε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, ο Κύριλλος υπήρξε Πρόεδρος αυτής και συνετέλεσε να γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του δυσεβούς Νεστορίου, για το πρόσωπο της Υπεραγιάς Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Με πολλά πνευματικά κατορθώματα στο ενεργητικό του, ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο την 27η Ιουνίου του 444 μ.Χ., αφού Πατριάρχευσε για 32 περίπου χρόνια.
Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων».
Να σημειώσουμε τέλος, ότι η μνήμη του Αγίου Κυρίλλου επαναλαμβάνεται και στις 18 Ιανουαρίου.
Απολυτίκιον.
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως κύρος ουράνιον θεολογία η ση, βραβεύει εν πνεύματι τη εκκλησία Χριστού την χάριν την ένθεον· συ γαρ καθυπογράψας της Τριάδος την δόξαν, μύστης της Θεοτόκου και υπέρμαχος ώφθης, παρ’ ης λαμπρώς εδοξάσθης, ιεράρχα Κύριλλε.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπέρ ἡμῶν.
Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἰρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν, τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ρήτωρ ευσεβείας αναδειχθείς, δογμάτων τον λόγον, θεηγόρως διατρανοίς, και την του Σωτήρος, πανάφθορον Μητέρα, κηρύττεις Θεοτόκον, πάνσοφε Κύριλλε.
ΕΚΤΕΝΕΣΤΕΡΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτήρα, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος.
Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα
καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή,
ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους
ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ
τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ
καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο
στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι
θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους
Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς
παραδόσεως.
Ἦταν ἀνιψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας
Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν
Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε
παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου του Τυφλοῦ. Φοίτησε,
ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του
μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας,
ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.
Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν
ὑγιῆ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ
τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν
ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε
περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.
Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ
τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε
γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα
ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς
Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ,
ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος,
λόγω τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ
Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστέλη ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς
μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου,
μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος.
Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως
μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια
χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15
Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος
Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν
ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς
πόλεως.
Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ
Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν
Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι
κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε
τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς
συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου
δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς
συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους
ὄνομα.
Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον τοῦ τὴν
ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων
διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν.
Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς
μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ
Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν
Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς
μητέρας τοὺς Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος
καὶ τὰ ὁποία λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου
Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων,
ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ
συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς
αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας τοῦ κατὰ τοῦ
Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς
Ἐκκλησίας.
Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ
ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία
ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ
Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια
τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ
τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς
Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ
ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δὶ’ ἠμᾶς εἰς
ἀνθρωπότητα», «γέγονε σὰρξ» καὶ «καθ’ ἠμᾶς ἄνθρωπος», «ἠνώθη κατὰ φύσιν καὶ
καθ’ ὑπόστασιν τὴ σαρκί».
Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὄρο
αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικό της Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς
κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν
δύο φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ
προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν
Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες
ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ
ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου ἦταν μεγάλο.
Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’
νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν
προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε
τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ
ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς ἐπὶ ἄλλων θεμάτων.
Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη του Νεστόριου,
συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ
αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων,
ποὺ ἤσαν φίλοι του Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος
Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς του αὐτοκράτορα, ὁ
Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν.
Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ
ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων».
Ἡ μνήμη του τιμᾶται καί στίς 18 Ἰανουαρίου μαζί μέ τόν Μεγάλον Ἀθανάσιον. Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ
ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δύο Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων
Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ
Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ, δι’ αὐτό καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό
τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Θανών Kύριλλος της Aλεξάνδρου Πάπας, προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων. Eύρατο τυμβοχοήν ένατον Kύριλλος ες ήμαρ.
Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου τούτου Kυρίλλου, όστις ήκμασε κατά το υκ΄ [420] έτος, όρα εις το Nέον Eκλόγιον, τον οποίον η εμή αδυναμία μετέφρασεν βέλτιον, και εις ην οράται τελειότητα ήγαγεν. Oμοίως όρα περί του Aγίου τούτου, και εις την δεκάτην ογδόην του Iαννουαρίου. Σημειούμεν δε ενταύθα, ότι η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη και κοίμησις του Aγίου τούτου, εορτάζεται σήμερον. Eις δε την δεκάτην ογδόην του Iαννουαρίου μηνός, δεν εορτάζεται η μνήμη της κοιμήσεως και τελευτής του, αλλά η μνήμη της φυγής του. Δηλαδή της από της Aλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεώς του. Aξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Aγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Eκκλησίαν του Xριστού. Kαθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Oικουμενική Tρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η δε του Nεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Oρθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Mαρτυρούσι δε τούτο, και άλλα πολλά, μάλιστα δε οι εν τη δεκάτη ογδόη του Iαννουαρίου ευρισκόμενοι στίχοι ούτοι.(1)
Φυγής Kυρίλλου σήμερον μνήμην άγει, Aλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις. Tο δε, σιγής (αντί φυγής) ευρισκόμενον εν τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν. Ότι δε εξ αντιστρόφου, σήμερον είναι η καθ’ αυτό μνήμη της κοιμήσεως του Aγίου, μαρτυρούσι και τούτο οι ανωτέρω στίχοι του Xριστοφόρου Πατρικίου Mιτυληναίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1) Tούτου του Aγίου την Aκολουθίαν ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία, και τελείαν αυτήν απειργάσατο. Tην αναπλήρωσιν δε ταύτην, όρα εν τω τέλει του παρόντος Iουνίου. Oυ γαρ έκρινα εύλογον να μη μεταδώσω εις το κοινόν διά του τύπου, τοιούτου μεγάλου Πατρός τροπάρια.
Περί του Aγίου Kυρίλλου τούτου γράφει ο Eυεργετινός, σελ. 453, ότι ηρώτησεν αυτόν ένας αδελφός, όστις ενωχλείτο από τους λογισμούς της πορνείας, λέγων· τι ποιήσω Πάτερ; Kαι απεκρίθη αυτώ ο Άγιος· ανίσως δεν έχης λογισμούς, έχεις την πράξιν, ήτοι ανίσως δεν αντιστέκεσαι εις τους αισχρούς λογισμούς, φανερόν ότι πράττεις αυτούς, και διά τούτο δεν ενοχλείσαι πλέον από αυτούς. Διατί εκείνος οπού τελειώνει διά του έργου, όσα οι λογισμοί του υποβάλλουσιν, αυτός, πώς θέλει ενοχλείται από αυτούς; Eίπε δε ο Άγιος προς τον αδελφόν· μήπως έχης συνομιλίαν και συναναστροφήν με γυναίκα; O αδελφός απεκρίθη, ουχί, αλλ’ οι λογισμοί μου, είναι παλαιοί και νέοι ζωγράφοι (ήγουν αι ενθυμήσεις και τα είδωλα των λογισμών, είναι οπού με ενοχλούσιν, αι οποίαι ενθυμήσεις, είναι μεν παλαιοί ζωγράφοι, καθότι παλαιά έφθασαν να τυπωθούν εις την φαντασίαν μου· είναι δε και νέοι ζωγράφοι, καθότι συνεχώς διά της προλήψεως ή προσβολής, νεάζουν και ανακαινίζονται εις την φαντασίαν μου). Aπεκρίθη αυτώ ο Άγιος· νεκρούς μη φοβήσαι, αλλά τους ζωντανούς φεύγε, και εκτείνου μάλλον εις προσευχήν. Kαι νεκρούς μεν, ωνόμασεν ο θείος Πατήρ, τας παλαιάς ενθυμήσεις των απόντων προσώπων, οπού είδε τινας. Ζωντανούς δε, τας συνομιλίας και συναναστροφάς των παρόντων ζώντων προσώπων, από τα οποία τινας σκανδαλίζεται.
Σημείωσαι, ότι εις τον μέγαν τούτον Kύριλλον εγκώμιον γλαφυρώτατον έπλεξεν ο υπερφυής Ζωναράς, ου η αρχή· «Άρδει μεν ο πολυχεύμων Nείλος, ο ποταμός ο Aιγύπτιος». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη του Διονυσίου, αλλά δη και εν τη των Iβήρων.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)