Γεώργιος ο εν Μαλαιώ, Όσιος * - 4/4
ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΝ ΜΑΛΕΩ, ΟΣΙΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Από νεαρή ηλικία αγάπησε ολόψυχα τον Κύριο. Επειδή όμως οι γονείς του, παρά τη θέληση του, θέλησαν να τον παντρέψουν, ο Γεώργιος έγινε μοναχός και επιδόθηκε με όλη του τη δύναμη σε κάθε είδους άσκηση, δηλαδή νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη των θείων Γραφών και άλλα.
Πολλοί που προσέτρεχαν στον Όσιο, φωτίζονταν και επέστρεφαν διά της μετανοίας στον Χριστό.
Αλλά επειδή ήταν πολλοί αυτοί που τον επισκέπτονταν, δεν τον άφηναν ήσυχο να προσευχηθεί και ο Όσιος αποσύρθηκε στο Όρος Μαλαιώ όπου ησύχαζε.
Αλλά και εκεί μαζεύτηκε πλήθος Μοναχών, τους οποίους ο Όσιος καθοδηγούσε με προσευχή και άσκηση.
Τόσο δε πρόκοψε στην αρετή, ώστε έγινε ξακουστός και θαυμαστός και στους άρχοντες, ακόμα και στους βασιλείς, στους οποίους είχε γράψει πολλές και αξιόλογες συμβουλευτικές επιστολές για διάφορα ζητήματα.
Το τέλος της επίγειας ζωής του, προείπε ο Όσιος πρίν τρία χρόνια. Έτσι αφού ασθένησε για λίγο, μάζεψε τους μοναχούς του όρους Μαλαιώ και αφού τους έδωσε θείες συμβουλές παρέδωσε τη δίκαια ψυχή του στον Θεό, πού τόσο αγάπησε από βρέφος.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον Γεώργιον, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως ἐξήνεγκας, δι’ ἐνάρετου ζωῆς, Γεώργιε Ὅσιε, σὺ γὰρ καθάπερ φοῖνιξ, ἐν ἀσκήσει βλαστήσας, τρέφεις τὴ δωρεά σου, τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ὅθεν ἀεὶ εὐχαρίστως, τιμᾷ τὴν μνήμη σου.
Έτερον Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ’.
Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας· και τοις εκ βάθους στεναγμοίς, εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας· και γέγονας φωστήρ τη οικουμένη, λάμπων τοις θαύμασιν, Γεώργιε Πατήρ ημών όσιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον.
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Γεωργός πανάριστος, της εγκρατείας εγένου, το δοθέν σοι τάλαντον, ασκητικώς επαυξήσας· όθεν σοι, η επουράνιος κληρουχία, δίδοται, ανθ’ ων διήνυσας Πάτερ πόνων· ο Χριστός γαρ σε δοξάζει, ον ίλεών μοι δίδου Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Σπόρον γεωργήσας τον μυστικόν, στάχυν αφθαρσίας, συγκομίζεις εν ουρανώ, δι’ ου καμέ θρέψον, Γεώργιε θεόφρον, τον εν παθών πενία, αεί λιμώττοντα.