- Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Οι μεγάλοι αγώνες του για την Ορθόδοξη Πίστη.
- Περί Αγάπης - Α΄ Εκατοντάδα
- Ο Βίος, η Ζωή, το Έργο και οι μεγάλοι Αγώνες του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού
- Περί Αγάπης - Δ΄ Εκατοντάδα
- Συμβολισμοί στην Θεία Λειτουργία (Αγίου Μάξιμου Ομολογητή)
- Γιατί η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα είχε έξι άνδρες και ποιά είναι η σημασία των έξι αυτών ανδρών της Σαμαρείτιδος;
- Μ. Τρίτη: Η σημασία των 7 ανδρών και της μιας συζύγου των Σαδδουκαίων (Αγίου Μαξίμου)
- Μ. Δευτέρα: Ποια είναι η Συκιά που καταράσθηκε ο Κύριος μας και γιατί; (Άγίου Μαξίμου)
- Ένας σπουδαιότατος και ανεπανάληπτος Διάλογος για θέματα Πίστεως, μεταξύ του Αγίου Μαξίμου και των Αιρετικών!
- Περί Αγάπης - Β΄ Εκατοντάδα
- Περί Αγάπης - Γ΄ Εκατοντάδα
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
4/10 Ιερόθεος Επίσκοπος Αθηνών *
ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ποτέ δεν μένει χωρίς αποτέλεσμα ο λόγος του Θεού. Γιατί ο θείος λόγος δεν είναι σαν το λόγο των ανθρώπων· είναι λόγος, όπως λέει ο άγιος Απόστολος, "ζων και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον...". Ούτε μπορεί κανείς να ξέρη τι αλλοιώσεις κατεργάζεται ο θείος λόγος μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ακριβώς τότε που φαίνεται πως οι άνθρωποι τον απορρίπτουν και τον χλευάζουν. Όταν ο Απόστολος Παύλος πήγε στας Αθήνας και τον άκουσαν να κηρύττη την Ανάσταση, άρχισαν οι σοφοί να τον χλευάζουν. Ήσαν όμως και μερικοί που επίστεψαν, ήσαν εκείνοι - οι λίγοι έστω, επάνω στους οποίους βρήκεν απήχηση και είχεν επίδραση ο θείος λόγος. Αυτοί οι λίγοι, μαζί με τον άγιο Διονύσιο, ήσαν μια γυναίκα "ονόματι Δάμαρις...
Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
21/9 Ιωνάς ο Προφήτης *
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΝΑΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Προφήτης Ιωνάς έζησε επί των βασιλέων Αμασίου και Ιεροβοάμ. Ήταν γιος του Αμαθί και είχε πατρίδα την Γεχθοφέρ, της φυλής Ζαβουλών. Ο Ιωνάς ήταν αυτός, που με θεία νεύση ενθάρρυνε τον Ιεροβοάμ σε πόλεμο κατά του άρχοντα της Συρίας, που κατέληξε σε νίκη του Ισραήλ και αποκατάσταση των συνόρων του. Ο Ιωνάς φέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, πέμπτος μεταξύ των μικρών λεγόμενων προφητών. Βρίσκουμε δε γι’ αυτόν στο ομώνυμο βιβλίο, που κυρίως τον έκανε γνωστό λόγω της ιερής δραματικότητός του. Ο Κύριος τον είχε διατάξει να πάει στη Νινευή, έδρα πλάνης μάταιων καλλωπισμών και οργίων, για να κηρύξει σ’ αυτή και να προφητέψει την καταστροφή της. Ο Ιωνάς όμως, αποφάσισε να λησμονήσει τη διαταγή του Θεού, και έκρινε...
Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Ο Βίος, η Ζωή, το Έργο και οι μεγάλοι Αγώνες του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού
Δευτέρα, 26 Αυγούστου 2024 - 4903 εμφανίσεις άρθρου
Ο ΒΙΟΣ Η ΖΩΗ ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
Τα πρώτα χρόνια
Mέγας όχι μόνο στο όνομα, αλλά και στη ζωή του, ο Άγιος Μάξιμος γεννήθηκε στη Βασιλεύουσα, στα τέλη του 6ου αιώνα γύρω στο 580 μ.X. από επιφανείς και ευσεβείς γονείς. Έλαβε ευρεία μόρφωση και παρακολούθησε σε βάθος τη φιλοσοφία και τη θεολογία Ήταν γνωστός και σεβαστός στα ανάκτορα για τη σοφία του.
Όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος
διαπίστωσε την ευστροφία του και τη δίκαιη ζωή του, τον τοποθέτησε, παρά τη
θέλησή του, στη θέση του πρώτου γραμματέα και τον συμπεριέλαβε ανάμεσα στους
συμβούλους του. Ο Άγιος Μάξιμος αγαπήθηκε και έγινε σεβαστός στους αυλικούς,
αποδείχθηκε δε και πολύ σημαντικός για όλη τη Βασιλεύουσα.
Αυτό
είναι αντίθετο με την ορθόδοξη ομολογία, η οποία αναγνωρίζει στον Κύριό μας,
τον σαρκωμένο Θεό, δύο φύσεις και δύο θελήματα και ενέργειες, ευδιάκριτα για
κάθε φύση, ενωμένα όμως στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι Θεός, όχι
διαιρεμένος σε δύο πρόσωπα, αλλά, όπως είναι γνωστό, σε δύο ασύγχυτες φύσεις.
Εκείνοι που πρώτοι υπερασπίστηκαν και διέσπειραν την αίρεση των μονοθελητών
ήταν ο Κύρος, πατριάρχης Αλεξανδρείας, και ο Σέργιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ακόμη και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ασπάστηκε την αίρεση.
Ο
Κύρος Αλεξανδρείας και ο Σέργιος Κωνσταντινούπολης συγκάλεσαν τοπικά συμβούλια,
εδραίωσαν αυτή την αίρεση, διέδωσαν τις αποφάσεις τους παντού και διέφθειραν
όλη την Ανατολή. Μόνο ο Άγιος Σωφρόνιος, πατριάρχης Ιεροσολύμων, αντιτάχθηκε
και δεν αποδέχθηκε τις ψεύτικες διδασκαλίες.
Ο
Άγιος Μάξιμος, βλέποντας πως η αίρεση είχε διεισδύσει ακόμη και στο παλάτι και
είχε διαφθείρει τον ίδιο τον αυτοκράτορα, φοβήθηκε μήπως διαφθαρεί και ο ίδιος
και παρασυρθεί από το παράδειγμα των πολλών. Γι’ αυτό εγκατέλειψε τη θέση του,
παρ’ όλη τη δόξα που την περιέβαλλε, και κατέφυγε στη μονή της Χρυσούπολης,
στην πίσω πλευρά του Βοσπόρου, που απείχε αρκετά από την Πόλη.
Βρισκόταν
σε ένα μέρος που καλείται Σκουτάρι, το οποίο ήταν φημισμένο για την ευσεβή ζωή
των μοναχών του. Εδώ ο Άγιος Μάξιμος εκάρη μοναχός, διαλέγοντας να είναι
«απόκληρος στον οίκο του Θεού, παρά να μένει σε οίκο αμαρτωλών». Σε λίγα
χρόνια, χάρη στη θεάρεστη ζωή του, εξελέγη ηγούμενος.
Εν τω
μεταξύ, ο πατριάρχης Σέργιος έπεισε τον αυτοκράτορα Ηράκλειο να γράψει μια
ομολογία της προαναφερθείσας λανθασμένης πίστης. Αυτή η ομολογία, της αίρεσης
των μονοθελητών, ονομάστηκε από τον αυτοκράτορα Έκθεσις. Ο τελευταίος διέταξε
όλους μέσα στην αυτοκρατορία να συμμορφωθούν με αυτή. Η Εκκλησία του Χριστού
βρέθηκε σε μεγάλη σύγχυση. Η Έκθεσις, την οποία στην πραγματικότητα συνέταξε ο
οικουμενικός πατριάρχης Σέργιος, υποστήριζε το δόγμα του ενός θελήματος.
Ο Αββάς
Μάξιμος, βλέποντας την αναταραχή που επικρατούσε στην Εκκλησία της
Κωνσταντινούπολης και σε όλη την Ανατολή, πενθούσε, αναστέναζε και έκλαιγε
διαρκώς. Οι αιρετικοί είχαν πολλαπλασιαστεί και είχαν επικρατήσει· αντίθετα οι
ορθόδοξοι είχαν λιγοστέψει και είχαν κλονιστεί από την καταιγίδα των διώξεων.
Όταν πάντως άκουσε πως αυτή η αίρεση δεν είχε βρει οπαδούς στη Δύση αλλά είχε
τελείως απορριφθεί, γιατί ο πάπας Σεβήρος της Ρώμης δεν είχε αποδεχθεί την
αυτοκρατορική Έκθεσι και ο διάδοχός του στον θρόνο της Ρώμης, πάπας Ιωάννης ο
4ος, την είχε αναθεματίσει στο συμβούλιο, τότε ο Άγιος Μάξιμος άφησε τη μονή
και αποφάσισε να βρει καταφύγιο στην παλαιά Ρώμη. Στα Ιεροσόλυμα δεν υπήρχε
πιθανότητα να ζήσει, λόγω της εισβολής των Σαρακηνών στην Παλαιστίνη. Έφυγε
λοιπόν για τη Ρώμη, προτιμώντας να ζήσει με τους ορθοδόξους οι οποίοι ήταν
σταθεροί στην πίστη.
Καθ’
οδόν επισκέφθηκε τους Αφρικανούς επισκόπους στις πόλεις που ήταν στην πορεία
του, τους στερέωσε στην πίστη και τους δίδαξε πως να αποφύγουν την πανουργία
των αντιπάλων τους και πως να ξεφύγουν από τις ύπουλες παγίδες τους. Σε όσους
ήταν πολύ μακριά έστειλε γράμματα, διδάσκοντάς τους την ορθή πίστη και
προειδοποιώντας τους με όλους τους τρόπους να προσέχουν τη νέα αίρεση.
Εκείνη
την εποχή ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Σέργιος κοιμήθηκε και στη θέση του
τοποθετήθηκε ο Πύρρος, υποστηρικτής της ίδιας αίρεσης. Αλλά και ο Κύρος, ο
πατριάρχης Αλεξανδρείας, καθώς και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, κοιμήθηκαν. Πάντως ο
αυτοκράτορας, πριν από τον θάνατό του, βλέποντας πως πολλοί μεγάλοι Άγιοι
Ιεράρχες και θεοφορούμενοι πατέρες είχαν απορρίψει και αναθεματίσει την Έκθεσί
του περί πίστεως, την αναθεώρησε. Γνωστοποίησε παντού πως αυτή η ομολογία δεν
ήταν δική του, αλλά είχε γραφτεί από τον πατριάρχη Σέργιο, που τον είχε πείσει
να την υπογράψει.
Όταν
ο αυτοκράτορας Ηράκλειος πέθανε, τον διαδέχθηκε ο γιος του Κωνσταντίνος, ο
οποίος όμως τέσσερις μήνες αργότερα κοιμήθηκε, έχοντας δηλητηριαστεί κρυφά από
τη θετή του μητέρα Μαρτίνα. Σε συνεργασία με τον πατριάρχη, αυτή ανέβασε στον
θρόνο τον γιο της Ηρακλέωνα. Αλλά έξι μήνες αργότερα, όλοι οι αξιωματούχοι της
αυλής ξεσηκώθηκαν εναντίον του: Τον άρπαξαν και του έκοψαν τη μύτη, όπως και
στη μητέρα του Μαρτίνα, και τους εξόρισαν και τους δυο.
Τότε
ανέβηκε στον θρόνο ο Κώνστας, γιος του Κωνσταντίνου και εγγονός του Ηρακλείου.
Ο Κώνστας στη συνέχεια γέννησε τον Κωνσταντίνο, του οποίου το επίθετο ήταν
Πωγωνάτος. Ο πατριάρχης Πύρρος συμφωνούσε με τη Μαρτίνα και είχε, όπως λέγεται,
συνεργαστεί μαζί της για να δηλητηριάσει τον γιο τού Ηρακλείου Κωνσταντίνο, και
πατέρα του νεοενθρονισμένου αυτοκράτορα έτσι, μετά την ενθρόνιση του Κώνστα, ο
Πύρρος φοβήθηκε πολύ, άφησε οικειοθελώς τον πατριαρχικό του θρόνο και διέφυγε
στην Αφρική. Τότε ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης καταλήφθηκε από
τον Παύλο, έναν μονοθελητή αιρετικό. Ο νέος αυτοκράτορας ακολουθούσε την ίδια
αίρεση και πρωτοστατούσε στη διάδοσή της.
Όπως
αναφέραμε ήδη, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πύρρος είχε καταφύγει στην
Αφρική. Περιδιαβαίνοντας τις πόλεις, έστρεφε τους ορθοδόξους στη νέα αίρεση, θα
είχε δε προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην Εκκλησία του Χριστού, αν δεν είχε βρει
αντιμέτωπο τον Άγιο Μάξιμο.
Όταν
συναντήθηκαν οι δυό τους, συζήτησαν πολλές ώρες για την πίστη. Οι επίσκοποι της
Αφρικής υποχρεώθηκαν να συγκεντρωθούν στην Καρθαγένη, προκειμένου να ακούσουν
τις διαφωνίες τους, κατόπιν εντολής του πατρικίου Γρηγορίου, κυβερνήτη της
περιοχής. Κατά τη διάρκεια του συμβουλίου, ο θεόσοφος Μάξιμος συνέτριψε τον
Πύρρο, αναιρώντας τα επιχειρήματά του με βάση τις θείες Γραφές και τα δόγματα
των Αγίων Πατέρων. Απέδειξε πως, όπως στον Θεό Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, έτσι
πρέπει να υπάρχουν σε Αυτόν και δύο θελήσεις, αλλά και δύο ενέργειες, αν και
είναι αδιαίρετες σε ένα πρόσωπο. Ύστερα από την ήττα του ο Πύρρος ενώθηκε με
την Ορθοδοξία και η Εκκλησία τον δέχθηκε με αγάπη και τιμή, με τον τίτλο του
πατριάρχη. Ο ίδιος συνέγραψε ένα βιβλίο στο οποίο ομολογούσε την Ορθοδοξία.
Μετά
έφυγε για τη Ρώμη προκειμένου να δει τον πάπα Θεόδωρο, τον διάδοχό του Ιωάννη.
Ο πάπας τον δέχθηκε με τιμή ως Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Όταν
φήμες άρχισαν να διαδίδονται στην Κωνσταντινούπολη, πως ο Πύρρος είχε ενωθεί με
την Ορθοδοξία η σύνοδος των αιρετικών ενήργησε κακόβουλα. Επινόησαν μια
συκοφαντική ιστορία πως τάχα οι Αφρικανοί επίσκοποι και ο πάπας πίεσαν τον
Πύρρο να ενωθεί μαζί τους εν πνεύματι, παρά τη θέλησή του. Αυτές οι φήμες
έφτασαν στον αυτοκράτορα ο οποίος έστειλε στην Ιταλία έναν αιρετικό αξιωματούχο
του, τον Ολύμπιο, προκειμένου να επαναπροσηλυτίσει τον Πύρρο στην ομολογία των
μονοθελητών.
Όταν
έφτασε στην Ιταλία ο Ολύμπιος έμεινε στη Ραβέννα Εκεί κάλεσε τον Πύρρο από τη
Ρώμη και τον έπεισε να γυρίσει στην πρότερη αίρεση. Έτσι ο Πύρρος φέρθηκε, όπως
ένα σκυλί, που γυρνάει στα ξεράσματά του και δικαίως αναθεματίστηκε από τους
Αγίους Πατέρες, όπως και όσοι σκέφτονταν όπως αυτός.
Την
ίδια εποχή, ο αυτοκράτορας Κώνστας υποκινούμενος από τον αιρετικό πατριάρχη
Παύλο, ακολούθησε το παράδειγμα του παππού του Ηράκλειου, υπογράφοντας τη δική
του ομολογία πίστης, η οποία ήταν πάλι γεμάτη από αιρετικά δόγματα. Την
αποκάλεσε Τύπο, τη διένειμε παντού και παρήγγειλε, πως όλοι έτσι έπρεπε να
πιστεύουν. Αυτός ο Τύπος έφτασε στη Ρώμη, όταν ο πάπας Θεόδωρος ήταν ήδη
ετοιμοθάνατος. Μετά την κοίμησή του, τον διαδέχθηκε ο όσιος Μαρτίνος. Ο
αυτοκράτορας νόμισε, πως ο νέος πάπας θα δεχόταν τον Τύπο, αλλά ο πάπας τον
απέρριψε, λέγοντας: «Ακόμη και αν ολόκληρος ο κόσμος ασπαστεί αυτή τη νέα
διδασκαλία η οποία είναι αντίθετη με την Ορθοδοξία εγώ δεν θα τη δεχθώ και δεν
θα αποστατήσω από τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου και των Αποστόλων, ούτε από
τις παραδόσεις των Αγίων Πατέρων, έστω και με κίνδυνο της ζωής μου».
Ο
Άγιος Μάξιμος, ηγούμενος της Μονής της Χρυσούπολης, ευρισκόμενος εκείνη την
εποχή στη Ρώμη, συμβούλεψε τον πάπα Μαρτίνο να συγκαλέσει μια τοπική σύνοδο και
να καταδικάσει τον αυτοκρατορικό Τύπο ως αιρετικό και αντίθετο με τη διδασκαλία
της Εκκλησίας του Χριστού. Έτσι κι έγινε. Ο πάπας συγκάλεσε τους επισκόπους
του, εκατόν πέντε τον αριθμό, με τον αββά Μάξιμο ανάμεσά τους. Ήταν η Σύνοδος
του Λατερανού, που αναθεώρησε τα λάθη του Κύρου, του Σεργίου, του Πύρρου και
του Παύλου, καθώς και την αυτοκρατορική αιρετική ομολογία οι ψευδείς
διδασκαλίες αναθεματίστηκαν· ο πάπας έγραψε στους πιστούς στερεώνοντάς τους
στην Ορθοδοξία εξηγώντας τα σφάλματα των αιρετικών και προειδοποιώντας τους με
κάθε τρόπο να είναι επιφυλακτικοί μαζί τους.
Όταν
ο αυτοκράτορας το άκουσε αυτό, οργίστηκε και έστειλε τον αντιβασιλέα Θεόδωρο
στην Ιταλία διατάζοντάς τον να παύσει τον πάπα Μαρτίνο με τις ακόλουθες
χαλκευμένες κατηγορίες: πρώτον, ότι είχε συμφωνήσει με τους Σαρακηνούς και τους
καθοδηγούσε προκειμένου να εισβάλουν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να κάνουν
πόλεμο εναντίον του αυτοκράτορα και, δεύτερον, ότι δεν είχε διατηρήσει την
πίστη που έθεσαν οι Άγιοι Πατέρες και είχε ανεχθεί βλασφημίες εναντίον της
Θεοτόκου.
Μόλις
έφθασε στη Ρώμη, ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος κατηγόρησε δημόσια τον πάπα γι’
αυτά τα εγκλήματα. Ο Άγιος Μαρτίνος, καθώς ήταν αθώος, αντέκρουσε αυτές τις
συκοφαντίες. «Δεν έχω κάνει καμία συμφωνία με τους Σαρακηνούς», είπε, «έχω
ελεήσει μόνο τους ορθοδόξους, που ζουν φτωχοί ανάμεσα στους Σαρακηνούς. Και, αν
κάποιος δεν τιμά την πάναγνη Θεοτόκο, δεν την ομολογεί και δεν τη σέβεται, ας
είναι καταραμένος τώρα και εις τους αιώνας των αιώνων. Εμείς υπερασπιζόμαστε
την πίστη την οποία μάς εμπιστεύθηκαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες,
σε αντίθεση με άλλους».
Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος έκρινε τον πάπα ένοχο για όλες τις κατηγορίες, τον συκοφάντησε μάλιστα ότι είχε ανέλθει στον θρόνο παράνομα. Στη συνέχεια, τον έπαυσε μυστικά μέσα σε μία νύχτα με τη βοήθεια των όπλων και τον έστειλε φρουρούμενο στον αυτοκράτορα. Ο πάπας φυλακίστηκε στη Χερσώνα όπου και πέθανε από λιμό. Κοιμήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 655.
Πρώτη Ομολογία
της Ορθής Πίστης
Πολύ καιρό
πριν συλληφθεί ο πάπας, είχε ήδη συλληφθεί ο Άγιος Μάξιμος στη Ρώμη, μαζί με
τον υποτακτικό του Αναστάσιο, και είχε σταλεί σιδηροδέσμιος στην
Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε με διαταγή του αυτοκράτορα ο οποίος γνώριζε με
ποιου καθοδήγηση και υποκίνηση είχε συγκληθεί η Σύνοδος του Λατερανού, που είχε
καταδικάσει τους μονοθελητές και τον Τύπο.
Όταν ο
Άγιος έφτασε στη Βασιλεύουσα τον υποδέχτηκαν άνθρωποι σταλμένοι από τον
αυτοκράτορα που άρχισαν να τον αποδοκιμάζουν έντονα και να βιαιοπραγούν σε
βάρος του. Δεν δίστασαν να τον σύρουν μέσα στους δρόμους ρακένδυτο και
ξυπόλυτο, ενώ στο πλάι του βρισκόταν συνεχώς ο πιστός υποτακτικός του. Τελικά
τον οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και τον έκλεισαν εκεί μόνο του· τον
υποτακτικό του τον φυλάκισαν χωριστά σε δημόσια φυλακή.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Άγιος
μεταφέρθηκε στο παλάτι για ανάκριση, η οποία θα γινόταν από τη Σύγκλητο, στη
συγκεκριμένη συνεδρία της οποίας, πάντως, ο αυτοκράτορας δεν θα προήδρευε.
Μόλις εισήλθε, τα βλέμματα όλων στράφηκαν εναντίον του γεμάτα κακία και έχθρα.
Η ανάκριση ανατέθηκε σε έναν από τους αξιωματούχους, τον γαζοφύλακα ή ταμία,
άνθρωπο εύγλωττο, στρεψόδικο όμως και συκοφάντη· στη διαστρέβλωση της αλήθειας
ήταν ιδιαίτερα επιτήδειος.
Πόση κακοβουλία έδειξε! Πόσες
κατηγορίες ξεστόμισε! Τελείως αδιάντροπα χλεύασε τον εβδομηντάχρονο Άγιο, χωρίς
να κλονιστεί στιγμή από τη χάρη, η οποία έλαμπε στην έκφρασή του, από την
πραότητα και την εγκράτειά του. Τον κατηγόρησε με πανουργία και θράσος· δεν
μπόρεσε όμως να αντικρούσει πειστικά τις αντιρρήσεις του Αγίου, τις οποίες
μάλιστα ο τελευταίος εξέφρασε ήπια και καλοπροαίρετα. Το τι ακριβώς ειπώθηκε
και έγινε τότε, ποιες κατηγορίες διατυπώθηκαν σε βάρος του αθώου και ποιά δόλια
άτομα προσπάθησαν να παρουσιάσουν το ψέμα σαν αλήθεια, όλα αυτά είναι
καταγεγραμμένα με λεπτομέρειες από κάποιον άλλον Αναστάσιο, υποτακτικό του
Αγίου Μαξίμου και τέως αποκρισάριο της Εκκλησίας της Ρώμης. Εδώ καταγράφουμε
ένα μικρό μέρος της μακροσκελούς απολογίας του:
Μόλις εμφανίστηκε ο παράνομος
κατήγορος, στάθηκε ενώπιον του Αγίου και άρχισε να τον προσβάλει, αποκαλώντας
τον προδότη της πατρίδας, ασυνείδητο και εχθρό του αυτοκράτορα και να του
καταλογίζει κάθε είδους επαίσχυντες και εγκληματικές πράξεις. Όταν ο Άγιος τον
ρώτησε γιατί του προσάπτει τέτοιες κατηγορίες και του αποδίδει τέτοιους
χαρακτηρισμούς, ο αξιωματούχος παρουσίασε ψευδομάρτυρες και, οργισμένος, τον
κατηγόρησε, πως εξαιτίας του είχαν αποσχιστεί από την αυτοκρατορία η
Αλεξάνδρεια, η Πεντάπολη και ολόκληρη η Αίγυπτος και πως ο ίδιος είχε παραδώσει
αυτές τις περιοχές στους Σαρακηνούς, στους οποίους ήταν φιλικά προσκείμενος και
για τους οποίους ευχόταν ευημερία. Ο Άγιος απέδειξε πως αυτή η κατηγορία ήταν
ανυπόστατη και γελοία
«Πώς θα μπορούσα εγώ, ένας μοναχός»,
είπε, «να συναναστρέφομαι τον κατακτητή των πόλεων; Και πώς θα μπορούσα εγώ,
ένας χριστιανός, να έχω σχέσεις με τους Σαρακηνούς; Απεναντίας, δεν έχω ευχηθεί
για τίποτε άλλο, παρά γι’ αυτό που είναι προς όφελος των χριστιανικών πόλεων».
Τότε ο αναίσχυντος συκοφάντης κατέφυγε
σε άλλο ψέμα και άρχισε να φωνάζει, πως ο Άγιος Μάξιμος είχε υποτιμήσει τον
αυτοκράτορα της Ανατολής, λέγοντας πως οι βασιλιάδες της Δύσης ήταν περισσότερο
άξιοι τιμής. Στο σημείο αυτό απευθύνθηκε στους ψευδομάρτυρες, τους οποίους και
επικαλέστηκε.
Αναστενάζοντας βαθιά, ο Άγιος
απάντησε: «Ευχαριστώ τον Θεό, που με παρέδωσε στα χέρια σας και με αξιώνει να
συκοφαντούμαι και να υφίσταμαι τέτοια μαρτύρια προκειμένου μέσω αυτών να
εξαγνιστώ από τις αμαρτίες και τα λάθη μου. Αλλά, πριν απαντήσω σύντομα στις
ψεύτικες κατηγορίες σας, θα σας ρωτήσω πρώτα πότε είτε εσείς οι ίδιοι με
ακούσατε να καταδικάζω τον βασιλιά είτε κάποιοι άλλοι σας είπαν τέτοιο πράγμα».
Οι ψευδομάρτυρες απάντησαν τότε: «Το
μάθαμε από άλλους, οι οποίοι το άκουσαν από το ίδιο σου το στόμα».
Αλλά, όταν ο Άγιος ζήτησε να κληθούν
εκείνοι, που τα ισχυρίστηκαν αυτά να καταμαρτυρήσουν προσωπικά, οι κατήγοροι
είπαν, πως αυτοί οι μάρτυρες δεν ήταν πλέον ζωντανοί.
Τότε ο Άγιος απάντησε: «Αν, όπως λέτε,
αυτοί που άκουσαν την καταδίκη από τα χείλη μου είναι ήδη νεκροί, γιατί δεν με
ρωτούσατε πιο πριν, όταν ήταν ακόμη ζωντανοί; Έτσι και εσείς δεν θα είχατε
χρονοτριβήσει και εγώ θα είχα δεχθεί την τιμωρία για την προφανή ενοχή μου. Ένα
όμως είναι βέβαιο: Οι κατηγορίες σε βάρος μου είναι ψεύτικες, επομένως εκείνοι,
που με οδήγησαν εδώ, σε δικαστήριο, δεν είχαν τον Θεό για οδηγό τους, ο οποίος
αποκαλύπτει τα κρύφια των καρδιών των ανθρώπων. Εγώ ο ίδιος θα θεωρούσα τον
εαυτό μου ανάξιο να δει τον ερχομό του Κυρίου και να καλείται χριστιανός, αν
είχα έστω σκεφτεί να πράξω αυτά, που μου καταλογίζετε!»
Τότε εκείνοι κάλεσαν έναν
ψευδομάρτυρα, Γρηγόριο στο όνομα, ο οποίος βεβαίωσε, ότι στη Ρώμη είχε ακούσει
τον Αναστάσιο, μαθητή του Αγίου Μαξίμου, να αποκαλεί τον αυτοκράτορα «πάπα» και
ότι είχε μάθει να τον αποκαλεί έτσι από τον δάσκαλό του Μάξιμο.
Ο Άγιος Μάξιμος όμως αντέκρουσε
σθεναρά τις δόλιες συκοφαντίες με αυτά τα λόγια: «Όταν ο Γρηγόριος ήταν στη
Ρώμη, είχε την αντίθετη άποψη από μας σχετικά με το ένα θέλημα, ζητώντας μας να
αποδεχθούμε το δογματικό κείμενο που είναι γνωστό ως Τύπος. Εμείς αρνηθήκαμε,
γιατί προτιμήσαμε αυτό που είναι ωφέλιμο για τις ψυχές μας. Σχετικά με αυτό για
το οποίο μιλάτε τώρα, ούτε εγώ χαρακτήρισα ποτέ "πάπα" τον
αυτοκράτορα, ούτε ο μαθητής μου — σε αυτό ο Θεός είναι μάρτυρας! Εντούτοις,
θυμάμαι πως μίλησα τότε, όχι στον μαθητή μου, αλλά στον Γρηγόριο τον ίδιο, και
του είπα: Η έρευνα και ο προσδιορισμός των δογμάτων της πίστης είναι έργο όχι
των αυτοκρατόρων, αλλά των λειτουργών του θυσιαστηρίου, επειδή μόνο αυτοί έχουν
το δικαίωμα να χρίουν τον αυτοκράτορα θέτοντας τα χέρια τους πάνω του και να
στέκονται μπροστά στον βωμό, για να τελούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
και όλα τα άλλα θεία μυστήρια Αυτό είπα τότε σε αυτόν, αυτό λέω τώρα και σε
εσάς. Ο ίδιος ο Γρηγόριος θα παραδεχθεί ότι είπα τα λόγια αυτά κι αν αρνηθεί,
δικαίωμά του. Γι’ αυτό, αφήστε τον καθέναν να με κατηγορήσει ή να με
υπερασπιστεί ενώπιον του δικαστηρίου». Μην ξέροντας τι να κάνουν οι κατήγοροι,
οι οποίοι είχαν πιστέψει στη δύναμη των ψευδομαρτύρων, απομάκρυναν τον Άγιο από
τη σύναξη.
Κατόπιν προσήλθε ο μαθητής του
Αναστάσιος. Οι κατήγοροι προσπάθησαν να τον κλονίσουν με σκληρά λόγια και
απειλές, για να τον αναγκάσουν να παραδεχτεί τις συκοφαντίες σε βάρος του
δασκάλου του. Τον πίεσαν να ομολογήσει πως ο δάσκαλός του ήταν σκληρός κατά τον
διάλογό του με τον Πύρρο στη Ρώμη, όταν εκείνος αμφισβήτησε την πίστη. Ο
Αναστάσιος θαρραλέα βεβαίωσε, πως όχι μόνο δεν είχε βλάψει ο Πύρρος τον δάσκαλό
του, αλλά του είχε συμπεριφερθεί και με ιδιαίτερο σεβασμό. Για την ειλικρίνεια
που έδειξε, ο Αναστάσιος ανταμείφθηκε με γροθιές στον λαιμό, στο πρόσωπο και
στο κεφάλι, ενώ στη συνέχεια οδηγήθηκε πίσω στο κελί του.
Μετά από αυτό, κάλεσαν πάλι τον Άγιο
Μάξιμο και προσπάθησαν να κλονίσουν τη σταθερότητά του με μια νέα συκοφαντία
Αυτή τη φορά ο Άγιος Μάξιμος κατηγορήθηκε πως ήταν οπαδός της διδασκαλίας του
Ωριγένη και συμφωνούσε σε όλα μαζί του. Ο Άγιος εύκολα αντέκρουσε τις
κατηγορίες τους, αφού ήταν τελείως αβάσιμες. Εξέφρασε τη γνώμη, πως ο Ωριγένης
αποκόπηκε από την κοινωνία με τον Χριστό και τους χριστιανούς, και οι οπαδοί
του θα κριθούν αυστηρά από τον Θεό.
Κατόπιν οι κατήγοροι άρχισαν πάλι να
ρωτούν τον Άγιο Μάξιμο για τον Πύρρο, καθώς και για τους λόγους, για τους
οποίους είχε χωριστεί από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και δεν επιθυμούσε
να εισέλθει σε κοινωνία μαζί του. Του υπέβαλαν και πολλές άλλες ερωτήσεις, ενώ
στο τέλος του ζήτησαν επιτακτικά να αποδεχθεί τον βασιλικό Τύπο, και μάλιστα με
ιδιαίτερο σεβασμό, καθότι αποτελούσε την τελειότερη έκθεση της πίστης, πέραν
του ότι ήταν και υποχρεωτικός. Ο Άγιος αρνήθηκε. Τότε αυτοί εξαπέλυσαν ύβρεις
εναντίον του. Εντούτοις, βλέποντας ότι είχαν αναιρεθεί όλοι τους οι ισχυρισμοί
από τα επιχειρήματα του Αγίου και ότι είχαν πέσει οι ίδιοι στις παγίδες που του
είχαν στήσει, διέλυσαν τη σύναξη, επέστρεψαν βιαστικά στον αυτοκράτορα και
ομολόγησαν την ακατάβλητη τόλμη του αββά της Χρυσούπολης.
«Ο Μάξιμος», είπαν, «είναι αήττητος
στα επιχειρήματα και κανένας δεν μπορεί να τον πείσει να συμπορευτεί μαζί μας,
ακόμη κι αν τον απειλήσει με βασανιστήρια!».
Σύντομα, κάποιοι επιτήδειοι, που
συστήθηκαν ως απεσταλμένοι του πατριάρχη, ήρθαν να μιλήσουν μαζί του με στόχο
να τον πιέσουν πολύ και τον εκφοβίσουν, για να τον μεταστρέψουν προς την πίστη
τους. Άρχισαν λοιπόν να τον ρωτούν: «Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις; Σε αυτήν του
Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας ή της Ιερουσαλήμ; Γιατί
όλες αυτές οι Εκκλησίες, μαζί με τις επαρχίες που υπόκεινται σε αυτές, είναι
ενωμένες μεταξύ τους. Επομένως, αν ανήκεις επίσης στην Καθολική Εκκλησία, έλα
σε κοινωνία μαζί μας αμέσως, για να μην εισέλθεις χωρίς να το καταλάβεις σε
κάποια νέα και παράξενη οδό!».
Τότε ο δίκαιος απάντησε σοφά: «Ο
Κύριός μας Χριστός χαρακτήρισε Καθολική Εκκλησία εκείνη την Εκκλησία, η οποία
διατηρεί την αληθινή και ομολογιακή παρακαταθήκη της πίστης. Γι’ αυτή την
ομολογία αποκάλεσε τον Πέτρο ευλογημένο και πάνω σε αυτή την ομολογία δήλωσε
ότι θα θεμελίωνε την Εκκλησία Του. Εντούτοις, επιθυμώ να ξέρω το περιεχόμενο
της ομολογίας σας, βάσει της οποίας όλες οι Εκκλησίες, όπως λέτε, έχουν
κοινωνία. Αν δεν αντιτάσσεται στην αλήθεια τότε ούτε εγώ θα χωριστώ από αυτήν».
Οι απεσταλμένοι απάντησαν τότε: «Αν
και δεν έχουμε εντολή να μιλήσουμε μαζί σου γι’ αυτό το θέμα εντούτοις θα σου
πούμε. Ομολογούμε δύο φύσεις στον Χριστό, αποδεχόμενοι τη διάκριση των φύσεών
Του, και ένα θέλημα ως συνέπεια της ένωσης και των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο».
Σε αυτά ο Άγιος αντέτεινε τα εξής: «Αν
μιλάτε για δύο θελήσεις, οι οποίες έχουν γίνει ένα μόνο θέλημα ως αποτέλεσμα
της ένωσης των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, αυτό σημαίνει πως, παρά τις δύο
θελήσεις, εσείς αναγνωρίζετε και άλλη, ένα τρίτο θέλημα συγχωνευμένο ή
"θεανθρωπικό"».
«Όχι», απάντησαν οι απεσταλμένοι.
«Εμείς αποδεχόμαστε δύο θελήσεις, αλλά, λόγω του ότι είναι ενωμένες μεταξύ
τους, μιλάμε για ένα θέλημα».
«Έχετε κατασκευάσει μιά αβέβαιη
πίστη», αντέλεξε ο Άγιος, «ομολογώντας ότι ο Θεός μπορεί να υπάρξει χωρίς να
έχει κάποια οντότητα. Αν συγχωνεύετε τις δύο ενέργειες σε μία λόγω της ένωσης
των φύσεων σε ένα άτομο, και διαιρείτε έπειτα αυτή την ενότητα της ενέργειας σε
δύο, λόγω των φύσεων που είναι διαφορετικές, είναι επόμενο πως δεν μπορεί να
υπάρξει ούτε ενότητα ούτε δυαδικότητα της ενέργειας, καθότι η δυαδικότητα
αποκλειστικά προέρχεται από την ένωση και η ένωση αποκλείεται με τον μερισμό.
Άρα αυτές οι επινοήσεις αχρηστεύουν εκείνον στον οποίο οι ενέργειες κατοικούν,
δηλαδή τον "Θεάνθρωπο".
Επίσης, καταργούν την ένωση συνολικά,
αν δεν δίνουν το δικαίωμα σε αυτήν να εκδηλωθεί έτσι, όπως πρέπει ως προς τη
φύση της και η οποία δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την ουσία ούτε να αλλάξει.
Στην αντίθετη περίπτωση, μια ουσία που δεν φανερώθηκε στις ενέργειες θα
εστερείτο οντότητας. Δεν το δέχομαι αυτό. Ούτε έχω μάθει από τους Αγίους
Πατέρες να το πιστεύω. Εσείς, εφόσον έχετε τη δύναμη, συμπεριφερθείτε μου όπως
σας ευχαριστεί».
Οι απεσταλμένοι, μη γνωρίζοντας τι να
απαντήσουν, απείλησαν τον Άγιο με ανάθεμα και θάνατο. «Είθε το θέλημα του Θεού
να πληρωθεί σε μένα, προς δόξαν του αγίου ονόματός Του», απάντησε εκείνος
μειλίχια και ταπεινά.
Οι απεσταλμένοι μετέφεραν στον
πατριάρχη όσα ο Άγιος είχε ομολογήσει. Ο αυτοκράτορας τότε συγκάλεσε συνέδριο
με τον πατριάρχη, όπως είχε κάνει ο Πιλάτος με τους Εβραίους την παλαιά εποχή,
και καταδίκασαν τον Άγιο σε εξορία σε μια μικρή πόλη στη Θράκη, Βιζύη το όνομα.
Τον μαθητή τού Αγίου, Αναστάσιο τον
εξόρισαν στα απόμακρα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε ένα τελείως
εγκαταλελειμμένο μέρος, το οποίο καλείται στη γλώσσα των βαρβάρων Περβέρα. Το
ίδιο έγινε και με τον άλλο μαθητή τού Αγίου, τον Αναστάσιο, που ήταν στο
παρελθόν αποκρισάριος της Ρώμης, όπως είδαμε, ο οποίος και συνέγραψε αργότερα
τον βίο του Αγίου Μαξίμου. Εξορίστηκε στη Μεσημβρία, μια πόλη στην Ανατολική
Θράκη, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα.
Εκείνη την εποχή ο Άγιος Μαρτίνος,
πάπας της Ρώμης, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και, μετά από πολλά
βασανιστήρια εξορίστηκε και φυλακίστηκε στη Χερσώνα. Στο μεταξύ ο πατριάρχης
Παύλος πέθανε. Ο προαναφερθείς Πύρρος αναδείχθηκε νέος πατριάρχης, αλλά πέθανε
ύστερα από τέσσερις μήνες. Τότε ανήλθε στον θρόνο ο Πέτρος, φανατικός
υποστηρικτής της αίρεσης των μονοθελητών.
Ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα,
υψηλά ιστάμενα πρόσωπα επισκέφθηκαν και πάλι τον Άγιο Μάξιμο στο όνομα του
αυτοκράτορα και του πατριάρχη: ήταν ο Θεοδόσιος, επίσκοπος Καισαρείας της
Βιθυνίας, και δύο ύπατοι, ο Παύλος και ο Θεοδόσιος. Έφθασαν συνοδευόμενοι από
τον επίσκοπο της πόλης Βιζύης. Διέταξαν τον Άγιο να καθίσει και άρχισαν να
χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να τον μεταπείσουν: πότε κολακεύοντάς τον,
πότε απειλώντας τον και πότε εξετάζοντας την πίστη του, υποβάλλοντάς τον σε
ερωτήσεις. Ο επίσκοπος Θεοδόσιος τον ρώτησε: «Πώς είστε, κύριε μου, αββά
Μάξιμε;»
«Ακριβώς όπως ο Κύριος γνώριζε από
χρόνια πριν», απάντησε ο Άγιος. «Εκείνος καθόρισε τις περιστάσεις της ζωής μου
και με διασφαλίζει με την πρόνοιά Του».
«Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;»
αντέλεξε ο Θεοδόσιος. «Γνωρίζει ο Θεός πραγματικά από πριν και προορίζει τις
πράξεις του καθενός μας;»
«Αν Αυτός γνωρίζει από πριν, ασφαλώς
Αυτός επίσης προορίζει», είπε ο Άγιος Μάξιμος.
«Τι σημαίνει Αυτός γνωρίζει από πριν
και Αυτός προορίζει;» ρώτησε ο Θεοδόσιος.
«Γνωρίζει εκ των προτέρων τις σκέψεις
μας, τα λόγια και τις πράξεις μας, καθώς και ό,τι έχει σχέση με τις δυνατότητές
μας, αλλά προκαθορίζει αυτό που μας συμβαίνει και όχι τις δυνατότητές μας»,
απάντησε ο Άγιος.
«Τι βρίσκεται στη δύναμή μας και τι
όχι;» ρώτησε ο επίσκοπος Θεοδόσιος.
«Τα γνωρίζετε όλα αυτά τα πράγματα,
κύριέ μου, και συζητάτε μόνο για να δοκιμάσετε εμένα τον δούλο σας», απάντησε ο
Άγιος Μάξιμος.
«Αλήθεια δεν ξέρω και επιθυμώ να
καταλάβω ποια είναι η διαφορά μεταξύ αυτού που είναι στις δυνατότητές μας και
αυτού που δεν είναι, καθώς και πως το ένα αναφέρεται στη θεϊκή πρόγνωση και το
άλλο στον προκαθορισμό», δήλωσε ο επίσκοπος.
«Όλες οι καλές και κακές πράξεις μας
εξαρτώνται από τη θέλησή μας», είπε ο Άγιος Μάξιμος, «αλλά οι τιμωρίες και οι
καταστροφές, που μας συμβαίνουν, όπως και τα αντίθετά τους, είναι πέρα από τις
δυνάμεις μας. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε καθόλου μια
μακροχρόνια ασθένεια, που ίσως μας οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο, αλλά μόνο
εκείνες τις συνθήκες οι οποίες επιδεινώνουν την ασθένεια ή διασφαλίζουν την
υγεία μας. Έτσι, χάρη στην τήρηση των εντολών του Θεού, δυνάμεθα να κερδίσουμε
την Ουράνια Βασιλεία, ενώ η αθέτησή τους είναι αιτία για να οδηγηθούμε στη
γέεννα του πυρός».
«Γιατί βασανίζεις τον εαυτό σου σε
τούτη την εξορία, επιμένοντας σε αυτό, το οποίο σου προκαλεί τέτοια θλίψη;»
ρώτησε ο επίσκοπος.
«Προσεύχομαι στον Θεό», απάντησε ο
Άγιος, «να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες, που έχω διαπράξει παραβαίνοντας τις
εντολές Του».
«Οι θλίψεις δεν μας έρχονται συχνά,
για να δοκιμαστούμε;» αντέταξε ο επίσκοπος.
«Οι άγιοι δοκιμάστηκαν», απάντησε ο
Άγιος, «προκειμένου οι μυστικές αρετές τους να γίνουν παράδειγμα σε όλους, όπως
συνέβη με τον Ιώβ και τον Ιωσήφ. Και, πράγματι, ο Ιώβ μπήκε σε πειρασμό
προκειμένου να αποκαλύψει μια αρετή, που δεν ήταν γνωστή σε κανέναν. Ο Ιωσήφ
δοκιμάστηκε εξαιτίας της αγνότητάς του και της εγκρατείας του — αρετές οι
οποίες αγιάζουν τον άνθρωπο. Και όλοι οι άγιοι υπέμειναν εκουσίως σε αυτό τον
κόσμο τις θλίψεις, που επιτράπηκαν από τον Θεό, για να συντρίψουν τον υπερήφανο
αποστάτη διάβολο με την υπομονή τους, που ήταν καρπός των δοκιμασιών τους».
«Πράγματι μιλάς καλά», απάντησε ο
επίσκοπος Θεοδόσιος. «Πάντα ήθελα να συζητώ μαζί σου για τέτοια θέματα. Αλλά,
μιά κι έχουμε έρθει ως εδώ με τους συνταξιδιώτες μου, τους σεβαστούς άρχοντες,
διανύοντας τεράστια απόσταση για ένα άλλο θέμα σε παρακαλούμε να δεχθείς αυτό,
που σου προσφέρουμε και να δώσεις χαρά σε ολόκληρο τον κόσμο».
«Τι ακριβώς επιθυμείτε, κύριέ μου;»
ρώτησε ο Άγιος. «Και ποιος είμαι εγώ και από πού προκύπτει πως η συμφωνία μου
με την προσφορά σας μπορεί να δώσει χαρά σε ολόκληρο τον κόσμο;»
Ο επίσκοπος είπε: «Μιά και η αλήθεια
του Κυρίου Ιησού Χριστού δεν μπορεί να διαψευσθεί, εγώ και οι σύντροφοί μου, οι
σεβαστοί άρχοντες, θα σου πούμε αυτό το οποίο ακούσαμε απευθείας από τον
πατριάρχη μας και τον ευσεβή αυτοκράτορα».
«Πείτε μου, κύριοί μου», απάντησε ο
Άγιος Μάξιμος, «τι επιθυμείτε και τι έχετε ακούσει».
Τότε ο Θεοδόσιος άρχισε: «Ο αυτοκράτορας
και ο πατριάρχης επιθυμούν πάνω απ’ όλα να πληροφορηθούν γιατί αποκόπηκες από
την κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης».
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε τότε:
«Γνωρίζετε τις καινοτομίες οι οποίες εισήχθησαν πριν από είκοσι ένα χρόνια στην
Αλεξάνδρεια, όταν ο Κύρος, ο προηγούμενος πατριάρχης της πόλης, κοινοποίησε
δημόσια τα Εννέα Κεφάλαια, τα οποία αποδέχθηκε και επιβεβαίωσε ο θρόνος της
Κωνσταντινούπολης. Εκεί έγιναν επιπλέον αλλαγές και προσθήκες - η Έκθεσις και ο
Τύπος- που διαστρέβλωσαν τους ορισμούς των συνόδων. Αυτές οι καινοτομίες έγιναν
από τους επικεφαλής αντιπροσώπους της Εκκλησίας του Βυζαντίου Σέργιο, Πύρρο και
Παύλο, γνωστούς σε όλες τις Εκκλησίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εγώ, ο
δούλος σας, δεν έρχομαι σε κοινωνία με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.
Ας αφαιρέσουμε αυτές τις παραβάσεις,
ας καθαιρέσουμε αυτούς που τις εισήγαγαν, και τότε η οδός της σωτηρίας θα
ανοίξει μπροστά σας κι εσείς θα βαδίσετε ομαλά, σύμφωνα με τις επιταγές του
Ευαγγελίου, καθαρισμένοι από όλες τις αιρέσεις! Όταν ξαναδώ την Εκκλησία της
Κωνσταντινούπολης, όπως ήταν στο παρελθόν, τότε θα έρθω σε κοινωνία μαζί της
χωρίς παραίνεση εκ μέρους οποιουδήποτε. Όσο όμως υπάρχουν αιρετικοί πειρασμοί
σε αυτήν και οι επίσκοποί της παραμένουν αιρετικοί, κανένας λόγος ή πράξη δεν
θα με πείσουν να έρθω σε κοινωνία μαζί της».
«Αλλά τί κακό υπάρχει στην ομολογία
μας», ρώτησε ο επίσκοπος Θεοδόσιος, «που εξαιτίας του δεν θέλεις να έχεις
κοινωνία μαζί μας;»
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ομολογείτε
ότι τόσο η θεϊκή όσο και η ανθρώπινη φύση του Σωτήρα μας είναι της μίας και
αυτής ενέργειας. Αν όμως εμπιστευτούμε τους Αγίους Πατέρες, οι οποίοι δήλωσαν,
πως ό,τι έχει μία ενέργεια έχει επίσης και μία φύση, τότε συμπεραίνουμε πως
εσείς ομολογείτε την Αγία Τριάδα όχι ως τριάδα, αλλά σαν τετράδα, σαν να ήταν
Αυτού η σάρκα μίας ουσίας με τον Λόγο και όχι ίδια με την ανθρώπινη φύση, την
οποία και εμείς έχουμε και η Αμόλυντος Παρθένος, η Θεοτόκος, είχε. Υπονοείτε
πως είχε πάψει να είναι απολύτως συγγενής με την ανθρώπινη φύση και πως μιά νέα
ουσία είχε διαμορφωθεί, από μία ουσία με τον Λόγο, στον ίδιο βαθμό που ο Λόγος
είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα Κατά συνέπεια δεν
έχουμε τριάδα, αλλά τετράδα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν αρνείστε τις
διαδικασίες και βεβαιώνετε πως η θεότητα του Χριστού και η ανθρώπινη φύση του
ήταν κάτι το ενιαίο, τότε μειώνετε την ξεχωριστή και ελεύθερη ενέργειά του στο
να κάνει το καλό. Γιατί, αν κάθε φύση δεν έχει την κατάλληλη ενέργεια τότε,
ακόμη κι αν επιθυμούσε μία από αυτές να κάνει το αγαθό, δεν θα μπορούσε να το
πράξει, καθότι θα είχε απομακρυνθεί από την ικανότητα να κάνει το καλό. Γιατί,
πράγματι, χωρίς την ικανότητα να ενεργεί και χωρίς την κατάλληλη ενέργεια κατά
τη φύση του, τίποτε δεν εργάζεται ούτε κάνει το παραμικρό.
Από την άλλη πλευρά, μια και
αναγνωρίζετε την ενσάρκωση του Χριστού, ομολογείτε ένα θέλημα σε δύο φύσεις,
αλλά έτσι αποδέχεστε πως και η σάρκα Του, σύμφωνα με το θέλημά της, ήταν ο
δημιουργός των πάντων και όλης της κτίσης, μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό και
το Άγιο Πνεύμα, ενώ η σάρκα, από τη φύση της, είναι δημιούργημα η ίδια. Ή
μάλλον, η σάρκα είναι χωρίς αρχή κατά το θέλημά της, καθώς το θέλημα του Θεού
είναι χωρίς αρχή, μια και η θεότητα δεν μπορεί να έχει αρχή· επιπλέον, κατά τη
φύση της, η σάρκα δημιουργήθηκε στην ώρα της. Αλλά το να το ομολογήσω αυτό, δεν
είναι μόνο παράλογο, αλλά και ασεβές, καθώς εσείς δεν μιλάτε μόνο για το ένα
θέλημα του Χριστού, αλλά και το αποκαλείτε θείο· και ένα θείο θέλημα, όπως η
θεότητα καθ’ εαυτήν, δεν μπορεί να υποτεθεί πως έχει ούτε αρχή ούτε τέλος.
Επίσης, απομακρύνετε από τον Χριστό
τον Κύριο όλες τις εκδηλώσεις και τις ιδιότητες, με τις οποίες η θεότητά του
και η ανθρωπότητά του γίνονται γνωστές, όταν στην Έκθεσι και στον Τύπο
απαιτείτε να μη γίνεται λόγος ούτε για μία θέληση ούτε για δύο θελήσεις ή
ενέργειες Αυτού. Αυτό το θέλημα δεν είναι ένα, επειδή αποδέχεστε, πως είναι
διπλό από τη στιγμή που υποτάσσετε το ανθρώπινο θέλημα στο θείο· ούτε και είναι
δύο, επειδή ενώνονται αυτά σε ένα».
Μετά από αυτά και πολλά άλλα, που είπε
ο Άγιος Μάξιμος, τα οποία ο μαθητής του Αναστάσιος αναφέρει λεπτομερώς, ο
Θεοδόσιος και ο πατριάρχης άρχισαν να παραδέχονται το λάθος τους. Πάντως, ο
επίσκοπος του είπε κάποια στιγμή: «Αποδέξου τον Τύπο που γράφτηκε από τον
αυτοκράτορα, όχι ως ένα θετικό δόγμα της πίστης, αλλά ως ένα μέσον επίλυσης
αμφισβητήσιμων θεμάτων. Πράγματι, ό,τι έγραψε αυτός δεν είναι κανόνας, αλλά μιά
ερμηνεία της πίστης».
Ο Άγιος Μάξιμος τότε απάντησε: «Αν ο
Τύπος δεν είναι ένας αδιάσειστος νόμος, που επιβεβαιώνει την ενότητα και τη
λειτουργία του Κυρίου μας, τότε γιατί με έχετε εξορίσει σε εχθρικό και
ειδωλολατρικό τόπο, όπου δεν γνωρίζουν τον Θεό; Γιατί είμαι καταδικασμένος να
παραμείνω εδώ, στη Βιζύη της Θράκης; Γιατί οι συνασκητές μου εξορίστηκαν ο ένας
στην Περβέρα και ο άλλος στη Μεσημβρία;»
Όταν μάλιστα αναφέρθηκε στην τοπική
σύνοδο, που συγκάλεσε στη Ρώμη ο όσιος πάπας Μαρτίνος και καταδίκασε τους
μονοθελητές, ο επίσκοπος Θεοδόσιος απάντησε: «Αυτή η σύνοδος δεν έχει καμία
σημασία, καθότι δεν συγκλήθηκε με διάταγμα του αυτοκράτορα».
Ο Άγιος αντέλεξε τότε: «Αν
επικυρώνονται μόνο εκείνες οι σύνοδοι οι οποίες έχουν συγκληθεί με βασιλικό
διάταγμα, τότε δεν πρέπει να υπάρχει ορθόδοξη πίστη. Θυμηθείτε τις συνόδους,
που συγκλήθηκαν με βασιλικό διάταγμα και αποφάνθηκαν εναντίον του ομοουσίου,
δεχόμενες τη βλάσφημη διδασκαλία, πως ο Υιός του Θεού δεν είναι της ίδιας
ουσίας με τον Θεό Πατέρα. Τέτοιες σύνοδοι ήταν η πρώτη στην Τύρο, η δεύτερη
στην Αντιόχεια, η τρίτη στη Σελεύκεια, η τέταρτη στην Κωνσταντινούπολη υπό την
αιγίδα της Ευδοξίας της Αρειανής, η πέμπτη στη Νίκαια, η έκτη στη Σύρμη και η
έβδομη στην Έφεσο, προεδρεύοντος του Διόσκορου. Όλες αυτές οι σύνοδοι
συγκλήθηκαν με βασιλικά διατάγματα, αλλά απορρίφθηκαν και αναθεματίστηκαν,
καθώς υιοθέτησαν άθεους ορισμούς της πίστης.
Από την άλλη πλευρά, γιατί δεν
απορρίπτετε τη σύνοδο, η οποία καταδίκασε τον Παύλο από τα Σαμοσάτα και δεν την
αναθεματίζετε; Διότι είναι σίγουρο, πως αυτή η σύνοδος καθοδηγήθηκε από τον
Διονύσιο, πάπα Ρώμης, τον Διονύσιο Αλεξανδρείας και τον Γρηγόριο τον
θαυματουργό, ο οποίος προήδρευε αυτής. Η εν λόγω σύνοδος, που έλαβε χώρα χωρίς
βασιλικό διάταγμα, είναι, πάντως, ακαταμάχητη και αδιάψευστη. Η Ορθόδοξη
Εκκλησία αναγνωρίζει ως αληθινές και άγιες μόνο τις συνόδους, στις οποίες
θεσπίστηκαν αληθινά και αλάθητα δόγματα και, πράγματι, όπως γνωρίζει και
διδάσκει η Αγιότητά σας, οι κανόνες εντέλλουν να συγκαλούνται οι τοπικές
σύνοδοι δύο φορές τον χρόνο, τόσο για την υπεράσπιση της άμωμης πίστης μας, όσο
και για τη διόρθωση αυτών που χρειάζεται να διορθωθούν. Οι κανόνες της Εκκλησίας,
πάντως, δεν μιλούν για βασιλικά διατάγματα».
Κάποια στιγμή στη διάρκεια της
παρατεταμένης συζήτησης, με δυνατά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, τα
χείλη του Αγίου Μαξίμου γέμισαν από θεϊκή σοφία. Η γλώσσα του, κινούμενη από το
Άγιο Πνεύμα ξεπέρασε τους αντιπάλους του. Οι τελευταίοι παρέμειναν σιωπηλοί
αρκετή ώρα με τα κεφάλια σκυμμένα και τα μάτια στραμμένα στο έδαφος. Στο τέλος
ένιωσαν τύψεις και άρχισαν να κλαίνε. Σηκώθηκαν και έβαλαν μετάνοια ενώπιον του
Αγίου, ο οποίος έβαλε με τη σειρά του μετάνοια ενώπιόν τους.
Μετά, αφού προσευχήθηκαν όλοι μαζί,
χαρούμενοι δέχθηκαν ως σωστή τη διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου και υποσχέθηκαν
πως θα εναρμονίζονταν με αυτήν και θα έπειθαν τον αυτοκράτορα να κάνει το ίδιο.
Ως επισφράγιση των υποσχέσεών τους φίλησαν το Ιερό Ευαγγέλιο, τον Τίμιο Σταυρό
και τις άγιες εικόνες του Σωτήρος και της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μετά αφού μίλησαν
πολλή ώρα για ωφέλιμα της ψυχής πράγματα αγκαλιάστηκαν εν Κυρίω ευχόμενοι ο
ένας στον άλλο ειρήνη, και ο επίσκοπος Θεοδόσιος, μαζί με τους πατρικίους,
επέστρεψαν στο Βυζάντιο.
Όταν ανέπτυξαν στον αυτοκράτορα όλα όσα είχαν πει και κάνει, ο αυτοκράτορας ενοχλήθηκε πάρα πολύ. Τότε ο Θεοδόσιος και οι πατρίκιοι, φοβούμενοι την οργή του, επέστρεψαν στην αίρεση. Ο πατρίκιος Παύλος στάλθηκε πάλι στη Βιζύη για να φέρει τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτή τη φορά με τιμές. Όταν ο Άγιος μεταφέρθηκε στη Βασιλεύουσα διατάχτηκε να ζήσει στη μονή του Αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου, στα προάστια της πόλης.
Ο Άγιος ανακρίνεται
Λίγο καιρό αργότερα, δύο πατρίκιοι, ο Επιφάνιος και ο Τρώϊλος, επισκέφθηκαν τον Άγιο. Κατέφθασαν πομπωδώς, συνοδευόμενοι από πολλούς επώνυμους άνδρες, στρατιώτες και υπηρέτες. Μαζί τους ήρθε και ο προαναφερθείς επίσκοπος Θεοδόσιος.
Ο Άγιος Μάξιμος τον περίμενε, ελπίζοντας, ότι θα είχε τηρήσει την υπόσχεσή του και πως όχι μόνο θα πίστευε πλέον ο ίδιος ορθά, αλλά θα είχε μεταστρέψει και τον αυτοκράτορα και όλους τους εκπροσώπους της Ορθοδοξίας. Αλλά ο Θεοδόσιος αποδείχθηκε αναξιόπιστος· προτίμησε να ευχαριστήσει τον γήινο βασιλιά και τον μάταιο κόσμο, παρά να ακολουθήσει τον Ουράνιο Βασιλέα με την Αγία Του Εκκλησία.
Ο Άγιος Μάξιμος τον περίμενε, ελπίζοντας, ότι θα είχε τηρήσει την υπόσχεσή του και πως όχι μόνο θα πίστευε πλέον ο ίδιος ορθά, αλλά θα είχε μεταστρέψει και τον αυτοκράτορα και όλους τους εκπροσώπους της Ορθοδοξίας. Αλλά ο Θεοδόσιος αποδείχθηκε αναξιόπιστος· προτίμησε να ευχαριστήσει τον γήινο βασιλιά και τον μάταιο κόσμο, παρά να ακολουθήσει τον Ουράνιο Βασιλέα με την Αγία Του Εκκλησία.
Ο αριστοκράτης Τρώϊλος, άρχισε να μιλά μόλις κάθισαν όλοι.
«Ο αυτοκράτορας, ο κύριος όλου του κόσμου, μας έστειλε να εκπληρώσουμε αυτό, το οποίο είναι αρεστό στη βασιλική, ελέω Θεού, εξουσία του· αλλά πρώτα πες μας: θα εκπληρώσεις την επιθυμία του αυτοκράτορα ή όχι;»
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Πρώτα θα ακούσω τι με διατάζει ο αυτοκράτορας και έπειτα θα σας απαντήσω. Πώς να απαντήσω στην επιθυμία του, χωρίς πριν να τη γνωρίζω;».
«Δεν θα σου πούμε, γιατί έχουμε έρθει μέχρι εδώ για να μας πεις πως υποτάσσεσαι στον αυτοκράτορα», του επιτέθηκε ο Τρώιλος.
Βλέποντας πως οι αγγελιαφόροι είχαν αυστηρές εντολές και εριστική διάθεση, ο Άγιος είπε: «Αφού δεν θέλετε να πείτε σε μένα, τον δούλο σας, τι είναι αυτό που ευχαριστεί τον κύριό μας αυτοκράτορα, σας δηλώνω ενώπιον του Θεού και των αγίων του αγγέλων: Αν ο αυτοκράτορας με διατάζει να κάνω κάτι προσωρινό, που δεν αντιτίθεται στον Θεό και δεν βλάπτει την αιώνια σωτηρία της ψυχής μου, τότε με χαρά θα το εκπληρώσω».
Μόλις μίλησε έτσι ο Άγιος, ο Τρώϊλος σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας πως αυτός ο άνθρωπος δεν θα εκπλήρωνε τη βασιλική επιθυμία.
Αμέσως έγινε θόρυβος ανάμεσα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί εκεί. «Δήλωσέ του πως ακολουθείς την επιθυμία του αυτοκράτορα και άκουσε την απάντησή του, γιατί δεν είναι καλό να φύγουμε χωρίς να πεις τίποτε», τον προέτρεψε ο επίσκοπος Θεοδόσιος.
Τότε πήρε τον λόγο ο αριστοκράτης Επιφάνιος και άρχισε να λέει στον Άγιο: «Αυτό παράγγειλε ο αυτοκράτορας σε μας να σου μεταφέρουμε: Είθε ο Κύριος να μαλακώσει την καρδιά σου, ώστε να δεχθείς τον Τύπο, που εκδώσαμε και να έρθεις σε κοινωνία μαζί μας. Οι άνθρωποι σε Ανατολή και Δύση προκαλούν εξεγέρσεις και ταραχές, γίνονται αποστάτες από την πίστη και δεν κοινωνούν μαζί μας, γιατί επηρεάζονται από σένα. Θα σε περιβάλουμε με αγάπη, θα σε οδηγήσουμε στην εκκλησία με μεγάλες τιμές και δόξα και θα σε τοποθετήσουμε ανάμεσά μας, εκεί όπου κάθονται συνήθως βασιλείς. Μαζί σου θα κοινωνήσουμε τα άχραντα και ζωοποιά μυστήρια του αίματος και του σώματος του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας και θα γίνει χαρά όχι μόνο στη θεοφιλή πόλη μας, αλλά και σε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Γιατί είμαστε ακλόνητα πεπεισμένοι πως, όταν έρθεις σε κοινωνία με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, τότε όλοι όσοι έχουν σταματήσει την κοινωνία με μας εξαιτίας σου θα ενωθούν πάλι μαζί μας».
Ο Άγιος Μάξιμος τότε γύρισε στον επίσκοπο Θεοδόσιο και του είπε δακρυσμένος: «Όλοι μας, κύριε, αναμένουμε τη μεγάλη Ημέρα της Κρίσεως. Δεν θυμάστε τι υποσχεθήκατε πρόσφατα ενώπιον του Αγίου Ευαγγελίου, του ζωοποιού Σταυρού και των αγίων εικόνων του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της παναχράντου Μητέρας Του, της πάναγνης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας;»
Με χαμηλωμένο το βλέμμα ο επίσκοπος είπε: «Τι μπορώ να κάνω, όταν ο ευσεβής αυτοκράτορας σκέπτεται διαφορετικά;»
Ο αββάς Μάξιμος τον ρώτησε: «Γιατί τότε και εσύ και εκείνοι ακουμπήσατε το Ιερό Ευαγγέλιο, αφού δεν ήσαστε αποφασισμένοι να εκπληρώσετε την υπόσχεσή σας; Ειλικρινά, όλες οι δυνάμεις του Ουρανού δεν μπορούν να με πείσουν να κάνω αυτό που προτείνετε. Τί απάντηση θα δώσω, δεν λέω στον Θεό, αλλά στη συνείδησή μου, αν αρνηθώ την αληθινή πίστη, η οποία σώζει, χάριν της κενής δόξας και της δημόσιας γνώμης, η οποία δεν αξίζει τίποτε;»
Όταν ο Άγιος μίλησε, όλοι σηκώθηκαν γεμάτοι θυμό και μανία, ρίχτηκαν πάνω του και άρχισαν να τον υβρίζουν και να τον γρονθοκοπούν. Τον πλήγωσαν σύροντάς τον πέρα δώθε στο πάτωμα, τον κλώτσησαν και τον ποδοπάτησαν. Αναμφισβήτητα, θα τον είχαν σκοτώσει αν δεν είχε σταματήσει τη μανία τους και δεν τους είχε ηρεμήσει ο επίσκοπος Θεοδόσιος. Αφού σταμάτησαν να τον χτυπούν, άρχισαν να φτύνουν και να περιβρέχουν τον άνθρωπο του Θεού από πάνω έως κάτω. Μια απερίγραπτη δυσωδία αναδύθηκε από τα βρώμικα πτύελά τους, τα οποία λέρωσαν όλα του τα ρούχα.
Τότε ο επίσκοπος τούς επιτίμησε λέγοντας: «Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Οφείλατε να ακούσετε την απάντησή του και να την αναφέρετε στον αυτοκράτορα διότι τα θέματα που άπτονται κανόνων της Εκκλησίας δεν αντιμετωπίζονται με ανάρμοστη συμπεριφορά».
Με δυσκολία δε τους έπεισε να σταματήσουν τον θόρυβο και να καθίσουν. Εκείνοι, συνεχίζοντας να χλευάζουν τον Άγιο με ακατονόμαστες φράσεις, δέχτηκαν τελικά να επιστρέψουν στις θέσεις τους.
Τότε ο αριστοκράτης Επιφάνιος στράφηκε εξαγριωμένος προς τον Άγιο: «Πες μας, εσύ κακόβουλε, παλιάνθρωπε, δαιμονισμένε! Γιατί βγάζεις τέτοιους λόγους; Μας θεωρείς όλους εμάς, την πόλη και τον αυτοκράτορά μας, αιρετικούς; Μάθε πως είμαστε θερμότεροι χριστιανοί από σένα και πιο ορθόδοξοι. Στο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού αναγνωρίζουμε και θεία και ανθρώπινη θέληση και νοερή ψυχή κάθε νοερή υπόσταση έχει πάντα από τη φύση της το θέλημα και την ενέργεια. Γενικά, η κίνηση είναι το χαρακτηριστικό της ζωής και η θέληση είναι το χαρακτηριστικό του νου. Αναγνωρίζουμε ότι ο Κύριος επίσης έχει τη δύναμη του θέλειν, όχι μόνο σύμφωνα με τη θεότητά του, αλλά και σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση του. Δηλώνουμε απερίφραστα πως δεν αρνούμαστε τις δύο θελήσεις και ενέργειές του».
Ο αββάς Μάξιμος απάντησε τότε: «Αν πιστεύετε πως η Εκκλησία του Θεού διδάσκει και ταιριάζει στα έλλογα όντα τότε γιατί με αναγκάζετε να δεχθώ τον Τύπο, ο οποίος αρνείται τελείως αυτά που λέτε τώρα;»
Ο Επιφάνιος αντεπιτέθηκε: «Ο Τύπος γράφτηκε, προκειμένου να αποσαφηνιστούν ορισμένες αλήθειες, οι οποίες δεν ήταν τελείως κατανοητές, λόγω της ιδιαιτερότητας των εκφράσεών τους, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην τις παρερμηνεύσουν».
«Αλλά ο Τύπος αντιτίθεται στην πίστη, η οποία καθαγιάζει κάθε πρόσωπο, που την ομολογεί», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος.
«Ο Τύπος δεν αρνείται τις δύο φύσεις του Χριστού, αλλά διδάσκει πως θα πρέπει να μείνουμε σε ησυχία για την ειρήνη της Εκκλησίας», αντέλεξε ο αριστοκράτης Τρώϊλος.
«Το να σιωπήσουμε για οποιονδήποτε λόγο, σημαίνει πως αρνούμαστε τον Χριστό, αφού το Άγιο Πνεύμα λέει μέσα από τον Προφήτη: "Χωρίς να έχουν μιλιά και δίχως λόγια η φωνή τους δεν ακούγεται". Επομένως, ο λόγος, που δεν αποκαλύπτεται δεν είναι καν λόγος», απάντησε ο αββάς Μάξιμος.
«Έχε στην καρδιά σου ό,τι πίστη θέλεις, κανένας δεν σου το απαγορεύει», είπε τότε ο Τρώιλος.
Ο Άγιος Μάξιμος διαφώνησε: «Η πλήρης σωτηρία εξαρτάται όχι μόνο από την πίστη της καρδιάς, αλλά και από την ομολογία της, καθώς είπε ο Κύριος: "Εκείνον όμως που θα με ομολογήσει εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ εμπρός στον Πατέρα μου τον Ουράνιο". Επίσης, ο θείος Απόστολος διδάσκει: "Διότι με την καρδιά ο άνθρωπος πιστεύει ό,τι οδηγεί εις δικαίωσιν, με το στόμα δε ομολογεί εις σωτηρίαν". Εφόσον λοιπόν ο Θεός και οι θείοι Προφήτες και Απόστολοι ορίζουν, πως το μυστήριο της πίστης ομολογείται με λόγια και πως αυτό το μυστήριο φέρνει τη σωτηρία σε όλο τον κόσμο, τότε οι άνθρωποι δεν πρέπει να υποχρεώνονται να σιωπήσουν, όσον αφορά την ομολογία, για να μην εμποδιστεί η σωτηρία τους».
«Υπέγραψες τον λίβελο της συνόδου, η οποία έλαβε χώρα στη Ρώμη;» ρώτησε κακόβουλα ο Επιφάνιος.
«Τον υπέγραψα», απάντησε ο Άγιος.
«Πώς τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο», συνέχισε ο Επιφάνιος, «και να αναθεματίσεις εκείνους, που ομολογούν και πιστεύουν όπως τα λογικά όντα και η Καθολική Εκκλησία; Αληθινά, θα σε οδηγήσουμε πίσω στην πόλη με δική μας πρωτοβουλία. Θα σε στήσουμε στην αγορά και θα βάλουμε θεατρίνους και πόρνες να σε χτυπήσουν και να σου ξεσχίσουν το πρόσωπο».
«Αν εμείς», απάντησε ο Άγιος, «είχαμε αναθεματίσει τόσο εκείνους, που αναγνωρίζουν τις δύο φύσεις του Κυρίου ενωμένες σε μία όσο και αυτούς, που δέχονται τις δύο φύσεις και τις δύο ενέργειες, που αναφέρονται σε κάθε φύση του Κυρίου μας Ιησού, ο οποίος κατά τη θεϊκή του φύση είναι αληθινός Θεός και κατά την ανθρώπινη φύση αληθινός άνθρωπος, ας γινόταν όπως είπες. Αλλά, κύριέ μου, διάβασε, το βιβλίο το οποίο περιέχει τα πρακτικά αυτής της συνόδου. Εγώ, μαζί με τους συναδέλφους μου και όλους όσοι υπέγραψαν τα πρακτικά της συνόδου, αναθεματίσαμε εκείνους οι οποίοι, όπως ο Άρειος και ο Απολλινάριος, αναγνωρίζουν ένα θέλημα και μία ενέργεια στον Κύριό μας. Οι τελευταίοι επίσης δεν παραδέχονται τις δύο φύσεις του Κυρίου μας».
Τότε οι φίλοι του Επιφανίου και όσοι ευγενείς είχαν έρθει μαζί τους, άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Αν συνεχίσουμε να τον ακούμε, δεν θα προλάβουμε ούτε να φάμε ούτε να πιούμε. Ας πάμε λοιπόν να δειπνήσουμε και έπειτα λέμε στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη ό,τι ακούσαμε. Αποδείχθηκε, πως αυτός ο δυστυχής άνθρωπος έχει παραδοθεί στον Σατανά».
Έτσι έφυγαν όλοι. Ήταν παραμονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και σε λίγο θα ξεκινούσε η ολονυκτία. Μετά το δείπνο οι απεσταλμένοι θα επέστρεφαν στην πόλη εξαγριωμένοι.
«Ο αυτοκράτορας, ο κύριος όλου του κόσμου, μας έστειλε να εκπληρώσουμε αυτό, το οποίο είναι αρεστό στη βασιλική, ελέω Θεού, εξουσία του· αλλά πρώτα πες μας: θα εκπληρώσεις την επιθυμία του αυτοκράτορα ή όχι;»
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Πρώτα θα ακούσω τι με διατάζει ο αυτοκράτορας και έπειτα θα σας απαντήσω. Πώς να απαντήσω στην επιθυμία του, χωρίς πριν να τη γνωρίζω;».
«Δεν θα σου πούμε, γιατί έχουμε έρθει μέχρι εδώ για να μας πεις πως υποτάσσεσαι στον αυτοκράτορα», του επιτέθηκε ο Τρώιλος.
Βλέποντας πως οι αγγελιαφόροι είχαν αυστηρές εντολές και εριστική διάθεση, ο Άγιος είπε: «Αφού δεν θέλετε να πείτε σε μένα, τον δούλο σας, τι είναι αυτό που ευχαριστεί τον κύριό μας αυτοκράτορα, σας δηλώνω ενώπιον του Θεού και των αγίων του αγγέλων: Αν ο αυτοκράτορας με διατάζει να κάνω κάτι προσωρινό, που δεν αντιτίθεται στον Θεό και δεν βλάπτει την αιώνια σωτηρία της ψυχής μου, τότε με χαρά θα το εκπληρώσω».
Μόλις μίλησε έτσι ο Άγιος, ο Τρώϊλος σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας πως αυτός ο άνθρωπος δεν θα εκπλήρωνε τη βασιλική επιθυμία.
Αμέσως έγινε θόρυβος ανάμεσα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί εκεί. «Δήλωσέ του πως ακολουθείς την επιθυμία του αυτοκράτορα και άκουσε την απάντησή του, γιατί δεν είναι καλό να φύγουμε χωρίς να πεις τίποτε», τον προέτρεψε ο επίσκοπος Θεοδόσιος.
Τότε πήρε τον λόγο ο αριστοκράτης Επιφάνιος και άρχισε να λέει στον Άγιο: «Αυτό παράγγειλε ο αυτοκράτορας σε μας να σου μεταφέρουμε: Είθε ο Κύριος να μαλακώσει την καρδιά σου, ώστε να δεχθείς τον Τύπο, που εκδώσαμε και να έρθεις σε κοινωνία μαζί μας. Οι άνθρωποι σε Ανατολή και Δύση προκαλούν εξεγέρσεις και ταραχές, γίνονται αποστάτες από την πίστη και δεν κοινωνούν μαζί μας, γιατί επηρεάζονται από σένα. Θα σε περιβάλουμε με αγάπη, θα σε οδηγήσουμε στην εκκλησία με μεγάλες τιμές και δόξα και θα σε τοποθετήσουμε ανάμεσά μας, εκεί όπου κάθονται συνήθως βασιλείς. Μαζί σου θα κοινωνήσουμε τα άχραντα και ζωοποιά μυστήρια του αίματος και του σώματος του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας και θα γίνει χαρά όχι μόνο στη θεοφιλή πόλη μας, αλλά και σε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Γιατί είμαστε ακλόνητα πεπεισμένοι πως, όταν έρθεις σε κοινωνία με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, τότε όλοι όσοι έχουν σταματήσει την κοινωνία με μας εξαιτίας σου θα ενωθούν πάλι μαζί μας».
Ο Άγιος Μάξιμος τότε γύρισε στον επίσκοπο Θεοδόσιο και του είπε δακρυσμένος: «Όλοι μας, κύριε, αναμένουμε τη μεγάλη Ημέρα της Κρίσεως. Δεν θυμάστε τι υποσχεθήκατε πρόσφατα ενώπιον του Αγίου Ευαγγελίου, του ζωοποιού Σταυρού και των αγίων εικόνων του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της παναχράντου Μητέρας Του, της πάναγνης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας;»
Με χαμηλωμένο το βλέμμα ο επίσκοπος είπε: «Τι μπορώ να κάνω, όταν ο ευσεβής αυτοκράτορας σκέπτεται διαφορετικά;»
Ο αββάς Μάξιμος τον ρώτησε: «Γιατί τότε και εσύ και εκείνοι ακουμπήσατε το Ιερό Ευαγγέλιο, αφού δεν ήσαστε αποφασισμένοι να εκπληρώσετε την υπόσχεσή σας; Ειλικρινά, όλες οι δυνάμεις του Ουρανού δεν μπορούν να με πείσουν να κάνω αυτό που προτείνετε. Τί απάντηση θα δώσω, δεν λέω στον Θεό, αλλά στη συνείδησή μου, αν αρνηθώ την αληθινή πίστη, η οποία σώζει, χάριν της κενής δόξας και της δημόσιας γνώμης, η οποία δεν αξίζει τίποτε;»
Όταν ο Άγιος μίλησε, όλοι σηκώθηκαν γεμάτοι θυμό και μανία, ρίχτηκαν πάνω του και άρχισαν να τον υβρίζουν και να τον γρονθοκοπούν. Τον πλήγωσαν σύροντάς τον πέρα δώθε στο πάτωμα, τον κλώτσησαν και τον ποδοπάτησαν. Αναμφισβήτητα, θα τον είχαν σκοτώσει αν δεν είχε σταματήσει τη μανία τους και δεν τους είχε ηρεμήσει ο επίσκοπος Θεοδόσιος. Αφού σταμάτησαν να τον χτυπούν, άρχισαν να φτύνουν και να περιβρέχουν τον άνθρωπο του Θεού από πάνω έως κάτω. Μια απερίγραπτη δυσωδία αναδύθηκε από τα βρώμικα πτύελά τους, τα οποία λέρωσαν όλα του τα ρούχα.
Τότε ο επίσκοπος τούς επιτίμησε λέγοντας: «Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Οφείλατε να ακούσετε την απάντησή του και να την αναφέρετε στον αυτοκράτορα διότι τα θέματα που άπτονται κανόνων της Εκκλησίας δεν αντιμετωπίζονται με ανάρμοστη συμπεριφορά».
Με δυσκολία δε τους έπεισε να σταματήσουν τον θόρυβο και να καθίσουν. Εκείνοι, συνεχίζοντας να χλευάζουν τον Άγιο με ακατονόμαστες φράσεις, δέχτηκαν τελικά να επιστρέψουν στις θέσεις τους.
Τότε ο αριστοκράτης Επιφάνιος στράφηκε εξαγριωμένος προς τον Άγιο: «Πες μας, εσύ κακόβουλε, παλιάνθρωπε, δαιμονισμένε! Γιατί βγάζεις τέτοιους λόγους; Μας θεωρείς όλους εμάς, την πόλη και τον αυτοκράτορά μας, αιρετικούς; Μάθε πως είμαστε θερμότεροι χριστιανοί από σένα και πιο ορθόδοξοι. Στο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού αναγνωρίζουμε και θεία και ανθρώπινη θέληση και νοερή ψυχή κάθε νοερή υπόσταση έχει πάντα από τη φύση της το θέλημα και την ενέργεια. Γενικά, η κίνηση είναι το χαρακτηριστικό της ζωής και η θέληση είναι το χαρακτηριστικό του νου. Αναγνωρίζουμε ότι ο Κύριος επίσης έχει τη δύναμη του θέλειν, όχι μόνο σύμφωνα με τη θεότητά του, αλλά και σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση του. Δηλώνουμε απερίφραστα πως δεν αρνούμαστε τις δύο θελήσεις και ενέργειές του».
Ο αββάς Μάξιμος απάντησε τότε: «Αν πιστεύετε πως η Εκκλησία του Θεού διδάσκει και ταιριάζει στα έλλογα όντα τότε γιατί με αναγκάζετε να δεχθώ τον Τύπο, ο οποίος αρνείται τελείως αυτά που λέτε τώρα;»
Ο Επιφάνιος αντεπιτέθηκε: «Ο Τύπος γράφτηκε, προκειμένου να αποσαφηνιστούν ορισμένες αλήθειες, οι οποίες δεν ήταν τελείως κατανοητές, λόγω της ιδιαιτερότητας των εκφράσεών τους, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην τις παρερμηνεύσουν».
«Αλλά ο Τύπος αντιτίθεται στην πίστη, η οποία καθαγιάζει κάθε πρόσωπο, που την ομολογεί», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος.
«Ο Τύπος δεν αρνείται τις δύο φύσεις του Χριστού, αλλά διδάσκει πως θα πρέπει να μείνουμε σε ησυχία για την ειρήνη της Εκκλησίας», αντέλεξε ο αριστοκράτης Τρώϊλος.
«Το να σιωπήσουμε για οποιονδήποτε λόγο, σημαίνει πως αρνούμαστε τον Χριστό, αφού το Άγιο Πνεύμα λέει μέσα από τον Προφήτη: "Χωρίς να έχουν μιλιά και δίχως λόγια η φωνή τους δεν ακούγεται". Επομένως, ο λόγος, που δεν αποκαλύπτεται δεν είναι καν λόγος», απάντησε ο αββάς Μάξιμος.
«Έχε στην καρδιά σου ό,τι πίστη θέλεις, κανένας δεν σου το απαγορεύει», είπε τότε ο Τρώιλος.
Ο Άγιος Μάξιμος διαφώνησε: «Η πλήρης σωτηρία εξαρτάται όχι μόνο από την πίστη της καρδιάς, αλλά και από την ομολογία της, καθώς είπε ο Κύριος: "Εκείνον όμως που θα με ομολογήσει εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ εμπρός στον Πατέρα μου τον Ουράνιο". Επίσης, ο θείος Απόστολος διδάσκει: "Διότι με την καρδιά ο άνθρωπος πιστεύει ό,τι οδηγεί εις δικαίωσιν, με το στόμα δε ομολογεί εις σωτηρίαν". Εφόσον λοιπόν ο Θεός και οι θείοι Προφήτες και Απόστολοι ορίζουν, πως το μυστήριο της πίστης ομολογείται με λόγια και πως αυτό το μυστήριο φέρνει τη σωτηρία σε όλο τον κόσμο, τότε οι άνθρωποι δεν πρέπει να υποχρεώνονται να σιωπήσουν, όσον αφορά την ομολογία, για να μην εμποδιστεί η σωτηρία τους».
«Υπέγραψες τον λίβελο της συνόδου, η οποία έλαβε χώρα στη Ρώμη;» ρώτησε κακόβουλα ο Επιφάνιος.
«Τον υπέγραψα», απάντησε ο Άγιος.
«Πώς τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο», συνέχισε ο Επιφάνιος, «και να αναθεματίσεις εκείνους, που ομολογούν και πιστεύουν όπως τα λογικά όντα και η Καθολική Εκκλησία; Αληθινά, θα σε οδηγήσουμε πίσω στην πόλη με δική μας πρωτοβουλία. Θα σε στήσουμε στην αγορά και θα βάλουμε θεατρίνους και πόρνες να σε χτυπήσουν και να σου ξεσχίσουν το πρόσωπο».
«Αν εμείς», απάντησε ο Άγιος, «είχαμε αναθεματίσει τόσο εκείνους, που αναγνωρίζουν τις δύο φύσεις του Κυρίου ενωμένες σε μία όσο και αυτούς, που δέχονται τις δύο φύσεις και τις δύο ενέργειες, που αναφέρονται σε κάθε φύση του Κυρίου μας Ιησού, ο οποίος κατά τη θεϊκή του φύση είναι αληθινός Θεός και κατά την ανθρώπινη φύση αληθινός άνθρωπος, ας γινόταν όπως είπες. Αλλά, κύριέ μου, διάβασε, το βιβλίο το οποίο περιέχει τα πρακτικά αυτής της συνόδου. Εγώ, μαζί με τους συναδέλφους μου και όλους όσοι υπέγραψαν τα πρακτικά της συνόδου, αναθεματίσαμε εκείνους οι οποίοι, όπως ο Άρειος και ο Απολλινάριος, αναγνωρίζουν ένα θέλημα και μία ενέργεια στον Κύριό μας. Οι τελευταίοι επίσης δεν παραδέχονται τις δύο φύσεις του Κυρίου μας».
Τότε οι φίλοι του Επιφανίου και όσοι ευγενείς είχαν έρθει μαζί τους, άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Αν συνεχίσουμε να τον ακούμε, δεν θα προλάβουμε ούτε να φάμε ούτε να πιούμε. Ας πάμε λοιπόν να δειπνήσουμε και έπειτα λέμε στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη ό,τι ακούσαμε. Αποδείχθηκε, πως αυτός ο δυστυχής άνθρωπος έχει παραδοθεί στον Σατανά».
Έτσι έφυγαν όλοι. Ήταν παραμονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και σε λίγο θα ξεκινούσε η ολονυκτία. Μετά το δείπνο οι απεσταλμένοι θα επέστρεφαν στην πόλη εξαγριωμένοι.
Ο Άγιος στην Εξορία
Νωρίς το πρωί της επομένης ημέρας, ο
αριστοκράτης Θεοδόσιος ήρθε στον Άγιο Μάξιμο εκ μέρους του αυτοκράτορα και του
είπε: «Μιά και δεν θέλεις τιμές, τότε πήγαινε εξορία που σου αξίζει». Του
δήμευσε μάλιστα όλα τα βιβλία.
Οι στρατιώτες αμέσως συνέλαβαν τον Άγιο
και τον οδήγησαν πρώτα στη Σηλυβρία όπου παρέμεινε δύο ημέρες. Την περίοδο
αυτή, ένας απεσταλμένος του στρατού από τη Σηλυβρία διέδωσε ψεύτικες φήμες στο
στρατόπεδο, υποκινώντας τον κόσμο εναντίον του γέροντα με αυτά τα λόγια: «Μάς
ήρθε ένας μοναχός, που βλασφημεί την Πανάχραντο Θεοτόκο».
Ο αρχηγός του στρατού έστειλε τους πιο
σημαντικούς κληρικούς της Σηλυμβρίας, τους πρεσβυτέρους, τους διακόνους και
τους μοναχούς στον ευλογημένο Μάξιμο να διαπιστώσουν, αν αυτή η κατηγορία
ευσταθούσε.
Όταν έφτασαν, ο Άγιος σηκώθηκε και
προσκύνησε εδαφιαίως, αποδίδοντας σεβασμό στην ιεροσύνη και στο σχήμα τους. Και
αυτοί με τη σειρά τους ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό και κάθισαν όλοι. Τότε ένας
από αυτούς, ο πιο σεβάσμιος γέροντας, πολύ μειλίχια και με σεβασμό ρώτησε τον
Άγιο Μάξιμο: «Πάτερ, επειδή ορισμένα πρόσωπα έχουν περιέλθει σε λάθος σχετικά
με την αγιοσύνη σας και βεβαίωσαν πως δεν αναγνωρίζετε την Κυρία μας, την
Αμόλυντο Παρθένο, τη Θεοτόκο και Μητέρα του Θεού, δώστε όρκο στο όνομα της
Αγίας και ομοουσίου Τριάδος, πέστε μας την αλήθεια και απομακρύνετε την
αβεβαιότητα από τις καρδιές μας, για να μη σκεφτόμαστε εσφαλμένα για εσάς».
Βάζοντας εδαφιαία μετάνοια ενώπιόν τους, ο Άγιος σηκώθηκε, ύψωσε τα χέρια του
στον ουρανό και δήλωσε επισήμως με δάκρυα: «Όποιος δεν ομολογεί ότι η Κυρία
μας, η πανύμνητη, παναγία και αμόλυντος Παρθένος, είναι η αληθινή Μητέρα του
Θεού, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, τη θάλασσα και όλα όσα
υπάρχουν μέσα σε αυτήν, ας έχει ανάθεμα στο όνομα του Πατρός και του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος, της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος! Ας τιμάμε αυτήν μαζί
με όλες τις ουράνιες δυνάμεις, τον χορό των αγίων Αποστόλων και Προφητών, την
ατελεύτητη χορεία των Μαρτύρων και κάθε ευσεβή ψυχή, τώρα και πάντα και εις
τους αιώνας των αιώνων»!
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, όλοι δάκρυσαν και ευχήθηκαν: «Είθε ο Κύριος να σας
ενδυναμώσει, πάτερ, και να σας αξιώσει χωρίς εμπόδιο να ολοκληρώσετε τον αγώνα
σας»!
Μετά από αυτό, πλήθος στρατιωτών συγκεντρώθηκαν εκεί για να ακούσουν τους
ευσεβείς πατέρες να συζητούν. Τότε ένας έμπιστος του αρχηγού τού στρατού
αντιλήφθηκε αυτή τη μεγάλη συγκέντρωση των στρατιωτών, που με ζήλο άκουγαν τα
λόγια του Αγίου και επέκριναν τους κυβερνώντες για την απόφασή τους να τον
εξορίσουν. Παρήγγειλε τότε στον Άγιο να απομακρυνθεί από εκεί αμέσως και τον
οδήγησε δύο στάδια πιό μακριά, έως ότου ετοιμαστούν εκείνοι, που έπρεπε να τον
οδηγήσουν στην αιχμαλωσία του στην Περβέρα της Θράκης.
Γεμάτοι από θεία αγάπη, οι κληρικοί συνόδευσαν τον Άγιο με τα πόδια την
απόσταση των δύο σταδίων. Όταν οι στρατιώτες έφτασαν, για να τον οδηγήσουν στην
εξορία, οι κληρικοί σήκωσαν τον Άγιο στα χέρια τους και τον κάθισαν στο άλογό
του. Κατόπιν τον αγκάλιασαν με δάκρυα, τον αποχαιρέτησαν και επέστρεψαν στην
πόλη τους. Και τότε ο Άγιος οδηγήθηκε στην Περβέρα και φυλακίστηκε.
Ομολογία της Ορθόδοξης Πίστης
Αφού πέρασαν πέντε χρόνια, ο
αυτοκράτορας κάλεσε πάλι τον Άγιο Μάξιμο και τους δύο μαθητές του από την
εξορία στην Κωνσταντινούπολη. Με την ανατολή του ηλίου το πλοίο έφτασε στην
Πόλη. Οι δύο αρχηγοί της φρουράς, με δέκα στρατιώτες, απομάκρυναν τους εξόριστους
από το πλοίο και τους φυλάκισαν τον καθέναν χωριστά μισόγυμνους και ξυπόλυτους.
Λίγες ημέρες αργότερα οδηγήθηκαν στο
παλάτι του αυτοκράτορα οι δύο μαθητές έμειναν έξω φρουρούμενοι, ενώ ο Άγιος
οδηγήθηκε μέσα όπου είχαν συναχθεί αξιωματούχοι και πολλά επίσημα πρόσωπα Μόλις
εμφανίστηκε, ο βασιλικός ταμίας τον ρώτησε οργισμένα: «Είσαι χριστιανός;»
«Με τη χάρη του Χριστού, του Θεού των
πάντων, είμαι χριστιανός», απάντησε ο γέροντας.
«Λες ψέματα», είπε ο ταμίας γεμάτος
θυμό. «Ας το αμφισβητείτε εσείς», απάντησε ο Άγιος. «Ο Θεός βεβαιώνει ότι
παραμένω ακλόνητα χριστιανός».
«Μα, αν είσαι χριστιανός», αντεπιτέθηκε
ο ταμίας, «τότε γιατί μισείς τον αυτοκράτορα;»
«Από πού φαίνεται αυτό;» ρώτησε ο Άγιος. «Η έχθρα είναι ένα κρυμμένο συναίσθημα
της ψυχής, ακριβώς όπως είναι και η αγάπη».
«Από τα έργα σου», απάντησε ο ταμίας. «Έχει γίνει γνωστό σε όλους πως είσαι
εχθρός της αυτοκρατορίας του. Έχεις παραδώσει όλη την Αφρική, την Αίγυπτο, την
Αλεξάνδρεια, την Πεντάπολη, την Τρίπολη στους Σαρακηνούς!»
«Πού υπάρχει αξιόπιστη απόδειξη αυτού που ισχυρίζεστε;» ρώτησε ο Άγιος.
Κατόπιν, παρουσίασαν κάποιον ονόματι Ιωάννη, πρώην σακελάριο του Πέτρου, την
εποχή που ο τελευταίος ήταν κυβερνήτης της Νουμιδίας στην Αφρική. Αυτός ο
Ιωάννης είπε: «Πριν από είκοσι δύο χρόνια, ο παππούς του κυρίου μας, ο
αυτοκράτορας, διέταξε τον ευλογημένο Πέτρο να οδηγήσει τον στρατό στην Αίγυπτο
εναντίον των Σαρακηνών. Ο Πέτρος σε εμπιστεύθηκε ως υπηρέτη του Θεού και σου
έγραψε, ζητώντας σου μια σωστή συμβουλή. Εσύ όμως του απάντησες, πως ο Θεός δεν
ήθελε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα Ηράκλειο και τους διαδόχους του».
Τότε ο Άγιος του είπε: «Αν λες αλήθεια και έχεις τις επιστολές, τότε παρουσίασε
τες να διαβαστούν, και τότε θα αποδεχθώ την καταδίκη μου σύμφωνα με τον νόμο».
«Δεν έχω τα γράμματά σου και δεν γνωρίζω ούτε πότε αλληλογραφήσατε, αλλά στο
στρατόπεδο τότε όλοι μιλούσαν γι’ αυτό», απάντησε ο Ιωάννης.
«Γιατί τότε από ολόκληρο τον στρατό μόνο εσύ με κατηγορείς;» αντέτεινε ο Άγιος.
«Έχουμε ποτέ ξανασυναντηθεί;»
Και, απευθυνόμενος στη σύναξη, είπε: «Ρωτήστε τους εαυτούς σας: Είναι δίκαιο να
καλείτε τέτοια πρόσωπα για μάρτυρες; Έχει ειπωθεί από τον Θεό, τον δίκαιο
δικαστή όλων: Με όποια δικαιοσύνη κρίνετε θα κριθείτε και με ό,τι μέτρο μετράτε
θα μετρηθείτε».
Τότε έφεραν μέσα τον Σέργιο Μαγούντα. «Πριν από δέκα χρόνια», άρχισε, «ο
ευλογημένος ηγούμενος Θωμάς από τη Ρώμη μου είπε τα ακόλουθα: Ο πάπας Θεόδωρος
με έστειλε στον Γρηγόριο, τον έπαρχο της Αφρικής, ο οποίος είχε αποσχιστεί από
τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο, για να του πω να μην φοβηθεί τον
βυζαντινό στρατό. Ο δούλος του Θεού αββάς Μάξιμος είχε δει ένα όνειρο: Χοροί
αγγέλων στέκονταν στους ουρανούς, σε Ανατολή και Δύση. Εκείνοι που ήταν στην
Ανατολή αναφωνούσαν: Κωνσταντίνε Αύγουστε, είσαι κατακτητής! Και εκείνοι στη
Δύση αναφωνούσαν: Γρηγόριε Αύγουστε, είσαι κατακτητής! Και η φωνή του δυτικού
χορού ήταν καθαρότερη και δυνατότερη από εκείνη του ανατολικού».
Όταν ο Μαγούντας τελείωσε, ο ταμίας είπε στον Άγιο: «Και τώρα ο Θεός σε έφερε
σ’ αυτή την πόλη, για να πεθάνεις στην πυρά».
Ο Άγιος τότε απάντησε: «Ευχαριστώ τον Θεό, ο οποίος καθαιρεί τις εκούσιες
αμαρτίες μου με ακούσια βάσανα. Αλλά θλίβεται ο κόσμος λόγω των σκανδάλων γιατί
είναι αναγκαίο να έρθουν τα σκάνδαλα αλλά αλίμονο σε εκείνους τους ανθρώπους
από τους οποίους τα σκάνδαλα θα προκύψουν! Δεν πρέπει να λέτε ενώπιον των χριστιανών:
Ας αφήσουμε ατιμώρητους εκείνους που λένε και κάνουν μόνο ό,τι ευχαριστεί τους
ανθρώπους. Αυτοί ζουν τώρα, αλλά αύριο θα πάψουν να υπάρχουν. Όλα αυτά θα
έπρεπε να έχουν ομολογηθεί, όταν ο Γρηγόριος ήταν ακόμη ζωντανός. Τότε ο
πατριάρχης Πέτρος, ο αββάς Θωμάς και ο ευλογημένος πάπας Θεόδωρος θα μπορούσαν
να είχαν κληθεί εδώ, και ενώπιον όλων θα είχα ρωτήσει τον αριστοκράτη Πέτρο:
Πες μου, κύριέ μου, μου έγραψες ποτέ όσα ο σακελάριος καταμαρτυρεί, ή μήπως σου
έγραψα εγώ κάτι ανάλογο; Κατά τον ίδιο τρόπο θα ρωτούσα τον ευλογημένο πάπα, αν
του είχα ποτέ εξιστορήσει κανένα όνειρο. Αλλά, ακόμη κι αν ο πάπας με
κατηγορούσε σχετικά με το όνειρο, η ενοχή θα ήταν αποκλειστικά δική του. Ένα
όνειρο δεν είναι θέμα δικής μου βούλησης. Ο νόμος τιμωρεί μόνο εκείνες τις
πράξεις που εξαρτώνται από την ελεύθερη βούληση του ατόμου».
Στη συνέχεια, κι άλλες συκοφαντίες και ψεύτικες κατηγορίες διατυπώθηκαν σε
βάρος του αθώου και αγίου ανθρώπου, επειδή, ενώ ήταν στη Ρώμη, μαζί με τους
μαθητές του είχαν επικρίνει τον αυτοκράτορα. Πάντως ο Άγιος απέδειξε την
αθωότητά του και αντέκρουσε όλες τις συκοφαντίες με σοφά και θεόπνευστα λόγια.
Τότε έφεραν μέσα τον μαθητή του Αναστάσιο και επιδίωξαν να τον προκαλέσουν να
κατηγορήσει τον δάσκαλό του. Μόλις όμως φάνηκε πως δεν θα έλεγε ψέματα εναντίον
του δίκαιου ανθρώπου, άρχισαν να τον γρονθοκοπούν και μετά τον οδήγησαν, μαζί
με τον δάσκαλό του, μακριά, τον καθέναν ξεχωριστά, στη φυλακή του.
Το επόμενο βράδυ, ο αριστοκράτης Τρώιλος και ο Σέργιος, ο φροντιστής της
βασιλικής τράπεζας, ήρθαν να δουν τον Άγιο. Κάθισαν, έβαλαν και τον Άγιο να
καθίσει, και τον ρώτησαν: «Πες μας, αββά, τι διένεξη είχες στην Αφρική και στη
Ρώμη με τον Πύρρο; Με τι αποδείξεις τον έπεισες να αρνηθεί τα πιστεύω του και
να δεχθεί τα δικά σου;»
Ο Άγιος απάντησε: «Αν είχα τα βιβλία όπου κατέγραψα όλες τις συζητήσεις, που
κάναμε και τα επιχειρήματα τα οποία ανταλλάξαμε εκεί με τον Πύρρο, θα σου έλεγα
τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια όμως, μια και μου έχουν πάρει τα βιβλία, θα σας πω
ό,τι θυμάμαι. Δεν έχω κανένα δικό μου δόγμα. Ομολογώ μόνο εκείνα που είναι
κοινά σε ολόκληρη την Καθολική Εκκλησία. Δεν έχω εισαγάγει στην ομολογία μου
ούτε μία νέα λέξη που θα την αλλοίωνε».
«Τότε δεν θα έρθεις σε κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης;» τον
ρώτησαν οι απεσταλμένοι.
«Όχι», απάντησε ο Άγιος.
«Γιατί όχι;» τον αντιρώτησαν.
«Επειδή οι προκαθήμενοι αυτής της Εκκλησίας απέρριψαν τα ψηφίσματα τεσσάρων
αγίων συνόδων και αποδέχθηκαν ως κανόνα της πίστης τα Εννέα Κεφάλαια, που
δημοσιεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια. Έκτοτε αποδέχτηκαν
και την Έκθεσι που συνέθεσε ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Σέργιος και τον
Τύπο, που εκδόθηκε πρόσφατα. Εξάλλου, στον Τύπο έχουν απορρίψει όλα όσα
ομολογεί η Έκθεσις και έχουν θέσει τους εαυτούς τους εκτός Εκκλησίας. Από τότε μάλιστα
αλληλοκατηγορούνται συχνά για λανθασμένη σκέψη. Επιπλέον, έχοντας ξεκοπεί από
το σώμα της Εκκλησίας, καθαιρέθηκαν στην τοπική σύνοδο, που έλαβε χώρα πρόσφατα
στη Ρώμη. Τι είδους μυστήρια μπορούν αυτοί πλέον να τελέσουν; Ή τι είδους
πνεύμα θα κατέβει, πάνω, σε όσους έχουν χειροτονήσει;»
«Δηλαδή μόνο εσείς θα σωθείτε και όλοι οι άλλοι θα χαθούν;» ειρωνεύθηκαν αυτοί.
Τότε ο Άγιος απάντησε: «Όταν όλοι οι άνθρωποι στη Βαβυλώνα λάτρευαν τα χρυσά
είδωλα, οι τρεις Άγιοι Παίδες δεν έπεσαν στην πλάνη. Δεν ασχολήθηκαν με τους
άλλους, αλλά πρόσεξαν να μην απομακρυνθούν οι ίδιοι από την αληθινή ευσέβεια
Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ο Δανιήλ ρίχτηκε στον λάκκο των λεόντων, δεν
καταδίκασε εκείνους που τηρούσαν τον νόμο του Δαρείου και αρνούνταν να
προσευχηθούν στον Θεό. Έλαβε υπόψη το καθήκον του και προτίμησε να πεθάνει,
παρά να αμαρτήσει απέναντι στη συνείδησή του, παραβαίνοντας τον νόμο του Θεού.
Ο Θεός απαγορεύει να καταδικάσω κάποιον και να πω πως εγώ θα σωθώ! Έτσι, θα
προτιμήσω να πεθάνω, παρά να απομακρυνθώ από την αληθινή πίστη και να βασανιστώ
από τη συνείδησή μου».
«Μα τι θα κάνεις εσύ», ρώτησαν οι απεσταλμένοι, «όταν η Ρώμη ενωθεί με τους
Βυζαντινούς; Χθες δύο εκπρόσωποι έφθασαν από τη Ρώμη και αύριο, την Κυριακή, θα
κοινωνήσουν τα Άγια Μυστήρια με τον πατριάρχη».
Ο Άγιος απάντησε: «Ακόμη κι αν ολόκληρος ο κόσμος έρθει σε κοινωνία με τον
πατριάρχη, εγώ δεν θα κοινωνήσω. Γνωρίζω από τις επιστολές του Αγίου Αποστόλου
Παύλου το εξής: Το Άγιο Πνεύμα δηλώνει ότι ακόμη και οι άγγελοι θα είχαν
ανάθεμα αν άρχιζαν να κηρύττουν άλλο Ευαγγέλιο και να εισάγουν διαφορετική
διδασκαλία».
«Είναι πραγματικά τόσο απαραίτητο να ομολογείς δύο θελήσεις και ένας είδος
διπλής ενέργειας στον Χριστό;» ρώτησαν οι απεσταλμένοι.
«Απολύτως απαραίτητο», απάντησε ο Άγιος, «εφόσον επιθυμούμε να είμαστε
ευσεβείς, αφού κανένα ον δεν στερείται της νοερής ενέργειας. Οι Άγιοι Πατέρες
ξεκάθαρα λένε, πως κανένα ον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις ενέργειες που
είναι συγγενείς με αυτό. Αν η φύση δεν αποκαλύπτεται στις ενέργειες, με ποιο τρόπο
μπορεί κάποιος να ομολογήσει, ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός και αληθινός
άνθρωπος κατά τη φύση;»
Σε αυτό εκείνοι απάντησαν: «Καταλαβαίνουμε, ότι αυτό είναι αλήθεια. Εντούτοις,
μη θλίβεις τον αυτοκράτορα. Αυτός συνέταξε τον Τύπο για την ειρήνη της Εκκλησίας
και για να αντιμετωπίσει ό,τι προκαλεί διαφωνία λόγω των διαφορετικών απόψεων».
Τότε ο άνθρωπος του Θεού έπεσε καταγής και με δάκρυα απάντησε: «Ο καλός και
θεοφιλής αυτοκράτορας δεν πρέπει εξαιτίας της αναξιότητάς μου να θλίβεται,
επειδή σιωπώ στις διαταγές του, γιατί δεν επιθυμώ να εξοργίσω τον Θεό. Αλλά
σύμφωνα με τον λόγο του θείου Απόστολου: "Ο Θεός τοποθέτησε τον καθέναν σε
ορισμένη θέση: Πρώτα έρχονται οι Απόστολοι, έπειτα οι Προφήτες, έπειτα οι
διδάσκαλοι" είναι ξεκάθαρο πως είναι ο ίδιος ο Χριστός που μιλάει μέσω
αυτών. Οι θείες Γραφές, τα έργα των θείων Πατέρων και οι αποφάσεις των συνόδων
μάς διδάσκουν, πως ο σαρκωθείς Ιησούς Χριστός, ο Κύριός μας και Θεός, έχει τη
δύναμη να επιθυμεί και να ενεργεί σύμφωνα με τη θεία και με την ανθρώπινη φύση
Του. Εκτός της αμαρτίας, δεν στερείται καμία από αυτές τις ενέργειες, από τις
οποίες αναγνωρίζεται ως Θεός ή ως άνθρωπος. Αν ο Χριστός είναι τέλειος και στις
δύο φύσεις, τότε είναι προφανές πως όποιος δεν ομολογεί, πως Αυτός έχει όλες
τις φυσικές ενέργειες και των δύο φύσεων, διαστρεβλώνει εντελώς το μυστήριο της
ενσάρκωσης του Χριστού».
Όταν ο Άγιος ολοκλήρωσε την παραπάνω θέση του, οι απεσταλμένοι εγκωμίασαν το
φρόνημά του. Δεν μπορούσαν να βρουν τρόπο να τον αντικρούσουν. Τότε ο Σέργιος
είπε: «Μόνο εσύ δημιουργείς πρόβλημα και εξαιτίας σου πολλοί αρνούνται να
έρθουν σε κοινωνία με την εδώ Εκκλησία».
«Μα ποιος μπορεί να βεβαιώσει, ότι έχω διατάξει κάποιον να μην έχει κοινωνία με
την Εκκλησία του Βυζαντίου;» διαμαρτυρήθηκε ο Άγιος Μάξιμος.
Σε αυτό ο Σέργιος απάντησε: «Το γεγονός ότι δεν είσαι σε κοινωνία με αυτή την
Εκκλησία εμποδίζει πολλούς να έχουν κοινωνία μαζί μας».
«Δεν υπάρχει τίποτε σοβαρότερο από το κατηγορητήριο της συνείδησης και δεν
υπάρχει τίποτε πιο προσφιλές από την ηρεμία και την αναπαυμένη συνείδηση», είπε
ο άνθρωπος του Θεού.
Τότε ο Τρώιλος, αναφερόμενος στο γεγονός ότι ο Τύπος του αυτοκράτορα
Κωνσταντίνου είχε αναθεματιστεί σε όλη τη Δύση, είπε στον Άγιο: «Είναι καλό η
ερμηνεία αυτή του ευσεβούς αυτοκράτορά μας να είναι τόσο υποτιμημένη;»
Ο Άγιος απάντησε: «Είθε ο Θεός να συγχωρέσει, όσους τον παρακίνησαν να εκδώσει
αυτό το διάταγμα!»
Ο Τρώιλος ρώτησε τότε: «Ποιος τον παρακίνησε και ποιος το επέτρεψε;»
Και ο Άγιος απάντησε: «Οι επικεφαλείς των Εκκλησιών τον συμβούλεψαν και οι
ευγενείς το επέτρεψαν όμως η ντροπή στιγματίζει τον αυτοκράτορα, ο οποίος είναι
αθώος και ξένος προς αυτή την αίρεση. Συμβουλέψτε τον να πράξει όπως παλαιότερα
ο μακαριστός παππούς του Ηράκλειος. Όταν έμαθε ότι πολλοί Πατέρες στη Δύση δεν
δέχτηκαν την Έκθεσί του περί πίστης και καταδίκασαν την αίρεση που περιλάμβανε,
έστειλε επιστολές παντού, που βεβαίωναν ότι η Έκθεσις δεν ήταν δική του, αλλά
ανήκε στον προηγούμενο πατριάρχη, τον Σέργιο. Έτσι απαλλάχθηκε από την
κατηγορία Αφήστε τον αυτοκράτορα που είναι τώρα έτοιμος να κυβερνήσει, να κάνει
το ίδιο και έπειτα θα πάψει να κατηγορείται».
Οι απεσταλμένοι σιώπησαν για πολλή ώρα κουνώντας σκεφτικά τα κεφάλια τους:
«Είναι δύσκολο, σχεδόν απίθανο, να γίνουν όλα όσα συμβουλεύεις, αββά».
Το Τέλος του Αγίου
Μία εβδομάδα αργότερα, το επόμενο
Σάββατο, ο Άγιος με τους δύο μαθητές του κλήθηκαν πάλι στο βασιλικό παλάτι για
ανάκριση. Οι στρατιώτες οδήγησαν μέσα τον Αναστάσιο, που γνώριζε περισσότερα,
ενώ ο άλλος, ο προηγούμενος αποκρισάριος της Εκκλησίας της Ρώμης, παρέμεινε έξω
από το παλάτι.
Ο πρώτος Αναστάσιος οδηγήθηκε στην
αίθουσα όπου συνεδρίαζε η Σύγκλητος, δύο πατριάρχες (Πέτρος Κων/πολεως και
Μακάριος Αντιοχείας) μάλιστα συμπεριλαμβάνονταν στα μέλη της, ακολουθούμενος
από συκοφάντες, που είχαν συγκεντρώσει ψεύτικες κατηγορίες εναντίον του Αγίου
Μαξίμου.
Οι παρόντες επέμειναν, όπως βεβαίωσε ο
Αναστάσιος, στις συκοφαντίες εναντίον του δασκάλου του, αλλά αυτός αντέκρουσε
θαρραλέα τα ψέματα και διαφώνησε με τους πατριάρχες και τη Σύγκλητο. Όταν τον
ρώτησαν, αν είχε αναθεματίσει τον Τύπο, απάντησε, ότι όχι μόνο τον είχε
αναθεματίσει, αλλά είχε συντάξει και βιβλίο ενάντια σε αυτόν.
Τέλος οι αξιωματούχοι τον ρώτησαν: «Δεν αναγνωρίζεις, ότι έχεις ενεργήσει
άσχημα;»
«Ο Θεός απαγορεύει να θεωρήσω κακό ό,τι έχω κάνει καλώς, σύμφωνα με τους
κανόνες της Εκκλησίας», απάντησε ο Αναστάσιος.
Κατόπιν έφεραν ενώπιον της Συγκλήτου τον Άγιο Μάξιμο και οδήγησαν έξω τον
Αναστάσιο. Ο αριστοκράτης Τρώιλος απευθύνθηκε σε αυτόν ως εξής: «Άκουσέ με,
αββά. Πες την αλήθεια, και ο Θεός θα σε σπλαχνιστεί. Αν αρχίσουμε να ρωτάμε,
σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζει ο νόμος και αποδειχθεί αληθινή έστω και
μία από τις κατηγορίες, που εκκρεμούν εναντίον σου, τότε θα εκτελεστείς».
Ο γέροντας απάντησε: «Σας επαναλαμβάνω: Όσο είναι δυνατόν για τον Σατανά να
γίνει Θεός, άλλο τόσο είναι πιθανό να αποδειχθεί αληθινή, έστω και μία
κατηγορία Αλλά, μιά και ο Σατανάς, ένας αποστάτης, δεν είναι και δεν μπορεί να
γίνει Θεός, έτσι και αυτές οι κατηγορίες δεν μπορεί να γίνουν αληθινές, επειδή
είναι απολύτως ψεύτικες. Επομένως, να κάνετε ό,τι έχετε σχεδιάσει. Λατρεύω και
ευλαβούμαι τον Θεό, δεν φοβάμαι μήπως μαρτυρήσω».
«Είναι αλήθεια πως αναθεμάτισες τον Τύπο;» άρχισε ο Τρώιλος.
Ο γέροντας απάντησε: «Το έχω πει αρκετές φορές, πως τον έχω αναθεματίσει».
«Αν έχεις αναθεματίσει τον Τύπο», συνέχισε ο Τρώιλος, «άρα έχεις αναθεματίσει
τον αυτοκράτορα!»
«Δεν έχω αναθεματίσει τον αυτοκράτορα», απάντησε ο Άγιος, «αλλά μόνο την
περγαμηνή, που απορρίπτει την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας».
«Πού έγινε αυτό;» ρώτησε ο Τρώιλος.
«Στην τοπική σύνοδο στη Ρώμη», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος, «στην εκκλησία του
Σωτήρος και της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Κατόπιν ο αξιωματούχος που προήδρευε της σύναξης ρώτησε: «Θα έρθεις σε κοινωνία
με την Εκκλησία μας ή όχι;»
«Όχι, δεν θα έρθω σε κοινωνία», απάντησε ο Άγιος. «Γιατί;» ρώτησε ο πρόεδρος.
«Επειδή αυτή έχει απορρίψει τις αποφάσεις των ορθόδοξων συνόδων».
«Αν η Εκκλησία μας εγκαταλείψει τις συνόδους», απόρησε ο πρόεδρος, «πως είναι
δυνατόν να παραμείνει σε κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες;»
«Ποιό το όφελος να τα υπενθυμίζουμε αυτά, αν τα δόγματα αυτών των συνόδων
απορρίπτονται;» ήταν η απάντηση του Αγίου.
«Μπορείς να μας αποδείξεις», ρώτησε ο πρόεδρος, «με ποιό τρόπο η παρούσα
Εκκλησία έχει απορρίψει τα δόγματα των προηγούμενων συνόδων;»
«Αν δεν θυμώσετε και με διατάξετε να το κάνω, θα σας το αποδείξω εύκολα»,
απάντησε ο γέροντας.
Όταν όλοι σιώπησαν, ο ταμίας του απηύθυνε τον λόγο: «Γιατί αγαπάς τόσο τους
Ρωμαίους και μισείς τους Έλληνες;»
«Έχουμε μία εντολή από τον Θεό: να μη μισούμε κανέναν. Αγαπώ τους Ρωμαίους,
εφόσον έχουν την ίδια πίστη με μένα, αγαπώ και τους Έλληνες, καθώς μιλάμε την
ίδια γλώσσα», απάντησε ο Άγιος.
«Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε ο ταμίας.
«Εβδομήντα πέντε», απάντησε ο Άγιος.
«Πόσα χρόνια», συνέχισε ο ταμίας, «είναι μαζί σου ο μαθητής σου;»
«Τριάντα επτά», απάντησε ο Άγιος.
Εκείνη τη στιγμή ένας από τους κληρικούς αναφώνησε: «Είθε ο Θεός να σε
τιμωρήσει για όλα αυτά που έκανες στον ευλογημένο Πύρρο!»
Ο Άγιος δεν απάντησε.
Κατά τη διάρκεια της μακροσκελούς ανακρίσεως, κανένας πατριάρχης δεν μίλησε.
Κάποια στιγμή μόνο κάποιος Δημοσθένης δήλωσε: «Αυτή δεν ήταν αληθινή σύνοδος,
επειδή συγκλήθηκε από τον Μαρτίνο, έναν πάπα εκτός Εκκλησίας».
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ο πάπας Μαρτίνος δεν ήταν εκτός Εκκλησίας, αλλά υπό
διωγμόν».
Μετά από αυτό έβγαλαν τον Άγιο έξω και έκαναν συμβούλιο. Οι απάνθρωποι κριτές
θεώρησαν, πως θα ήταν πολύ φιλεύσπλαχνοι, αν επέτρεπαν στον Άγιο να ζήσει σε
περιορισμό, όπως πρώτα καλύτερα να τον υπέβαλλαν σε βασανιστήρια. Τον παρέδωσαν
λοιπόν στα χέρια τού κυβερνήτη.
Ο έπαρχος διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο Μάξιμο και τους μαθητές του στο
Πραιτώριο, όπου γίνονταν βασανιστήρια και μαστιγώνονταν άνθρωποι. Εκεί ο
άσπλαχνος βασανιστής έγδυσε τον Άγιο γέροντα, τον πέταξε στο έδαφος και διέταξε
να τον μαστιγώσουν με βούνευρα. Δεν σεβάστηκε ούτε τα γηρατειά του ούτε τη
σεβάσμια εμφάνισή του, ούτε ένιωσε τύψεις στη θέα του αποστεωμένου από τα
ασκητικά αγωνίσματα σώματος.
Το εξαγριωμένο πλήθος άρχισε να χτυπά τον Άγιο τόσο απάνθρωπα, που η γη έγινε
κόκκινη από το αίμα του, ενώ το σώμα του ξεσχίστηκε τόσο που έμοιαζε με άμορφη
μάζα Κατόπιν, το πλήθος έπεσε με μανία πάνω στους μαθητές τού Αγίου και τους
χτύπησε με την ίδια σκληρότητα Καθώς τους χτυπούσε, ακούστηκε μια φωνή:
«Εκείνοι που δεν υπακούν τις βασιλικές εντολές, δικαίως υφίστανται τέτοια
βασανιστήρια». Τελικά τους πέταξαν ημιθανείς στη φυλακή.
Το επόμενο πρωί ο Άγιος και σεβάσμιος γέροντας παρουσιάστηκε ενώπιον του
δικαστηρίου, μαζί με τον πρώτο του μαθητή Αναστάσιο. Ο Άγιος ήταν ακόμη
ζωντανός. Όλο του το σώμα όμως, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, ήταν γεμάτο
βαθιές πληγές. Ήταν αδύνατον να τον κοιτάξει κανείς, χωρίς να νιώσει συμπόνια.
Εντούτοις, οι σκληρόκαρδοι βασανιστές δεν ένιωσαν κανέναν οίκτο, αλλά
μανιασμένοι του έβγαλαν έξω τη θεόσοφη γλώσσα, από την οποία είχαν πηγάσει
ποταμοί σοφών διδασκαλιών, που είχαν πνίξει τα επιχειρήματα των αιρετικών και
χωρίς έλεος την έκοψαν από τη ρίζα της. Με τον τρόπο αυτό ήθελαν να σφραγίσουν
τα θεόφθογγα χείλη του Αγίου. Έκαναν το ίδιο με τον μαθητή του Αναστάσιο και
έπειτα τους κλείδωσαν πάλι στη φυλακή.
Αλλά ο Κύριος και Θεός, ο οποίος μωραίνει μεγάλους και από στόματα νηπίων και
θηλαζόντων επαινείται το άγιό Του όνομα, έδωσε σε αυτούς τους αληθινούς και
πιστούς δούλους Του και μάρτυρες τη δυνατότητα να μιλήσουν ακόμη και χωρίς τη
γλώσσα, πιο καθαρά μάλιστα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Πόσο ντροπιάστηκαν οι
δύστυχοι αιρετικοί, όταν το έμαθαν! Εξοργίστηκαν περισσότερο, έκοψαν το δεξί
χέρι του Αγίου και το έριξαν στο έδαφος. Ακριβώς το ίδιο έκαναν και στον μαθητή
του Αναστάσιο.
Απάλλαξαν δε τον άλλο μαθητή του, που ονομαζόταν Αναστάσιος κι αυτός, επειδή
στο παρελθόν είχε χρηματίσει αποκρισάριος της Εκκλησίας της Ρώμης και
γραμματέας στους αυτοκράτορες.
Ύστερα οδήγησαν και τους δύο έξω από το Πραιτώριο και τους έσυραν σε ολόκληρη
την πόλη. Τους κακομεταχειρίστηκαν και δεν δίστασαν να δείξουν κοροϊδευτικά τις
ακρωτηριασμένες γλώσσες και τα χέρια τους σε όλους τους ανθρώπους, φωνάζοντας
και χλευάζοντάς τους με ασεβή λόγια.
Μετά τους έστειλαν και τους τρεις πάλι στην εξορία τον καθέναν χωριστά, χωρίς
άνθρωπο να τους φροντίζει, χωρίς τρόφιμα ρούχα και παπούτσια Καθ’ οδόν
υπέστησαν τόσα βάσανα, ώστε στο τέλος ο Άγιος Μάξιμος να μην μπορεί ούτε να
καθίσει είτε σε άλογο είτε σε άλλο μεταφορικό μέσο. Οι στρατιώτες έφεραν ένα
μεγάλο καλάθι, έβαλαν τον βασανισμένο γέροντα μέσα και κατάφεραν έτσι με μεγάλη
δυσκολία να τον μεταφέρουν στην εξορία του.
Τον συνόδευσαν στην απόμακρη χώρα των Σκυθών, στην Αλανία, και τον φυλάκισαν
στην πόλη Σχίμαρις. Ο άγιος μαθητής του, του οποίου η γλώσσα και το χέρι είχαν
κοπεί, αναχώρησε από το πολυβασανισμένο σώμα του, ενώ ακόμα ήταν καθ’ οδόν και
η ψυχή του πέταξε προς τον Θεό και την αιωνιότητα.
Ο Άγιος Μάξιμος έζησε άλλα τρία χρόνια στην τελευταία εξορία του υφιστάμενος τα
αυστηρότερα βασανιστήρια. Περιορισμένος σε μια φυλακή, δεν είχε καμία βοήθεια
στα γηρατειά του, ούτε συμπονετική φροντίδα. Όταν ο Κύριος θέλησε να βάλει τέλος
στους πόνους και στις θλίψεις του, τον οδήγησε εκτός φυλακής στην αιώνια
ελευθερία και στη χαρά της αιώνιας Βασιλείας. Πρώτα τον παρηγόρησε με μιά θεία
επίσκεψη και μετά του ανήγγειλε την ώρα της κοίμησής του. Ο ευλογημένος
μάρτυρας γέμισε με μεγάλη χαρά, αν και ήταν προετοιμασμένος για το τέλος του.
Εντούτοις, άρχισε να προετοιμάζεται με ακόμη περισσότερο ζήλο. Όταν η ευλογημένη
ώρα του θανάτου του ήρθε, παρέδωσε την ψυχή του με χαρά στα χέρια του Χριστού
και Θεού μας, τον οποίον είχε αγαπήσει από τη νεότητά του και για τον οποίο
είχε υποφέρει τόσο πολύ. Ήταν 21η Ιανουαρίου του Σωτηρίου έτους 660.
Έτσι ο ομολογητής και μάρτυρας του Χριστού ολοκλήρωσε την παιδαγωγία του σε
αυτή τη ζωή και εισήχθη στη χαρά του Κυρίου του. Ενταφιάστηκε στην ίδια πόλη.
Τότε τρία θαυμαστά φώτα φάνηκαν στον τάφο του, λάμποντας με μια φλόγα άφατη και
απόκοσμη. Ο Άγιος, που ακτινοβολούσε με το παράδειγμα της αρετής του, την
πολυβασανισμένη του ζωή και τον μεγάλο του ζήλο για τον Θεό, δεν έπαψε να
λάμπει και μετά την κοίμησή του. Εκείνα τα τρία φώτα στον τάφο του Αγίου ήταν
ένα σαφές σημάδι, ότι ο Άγιος του Θεού είχε λάβει τον κλήρο του στα ουράνια
σκηνώματα και απολαμβάνει τη θεία χάρη του τρισυπόστατου φωτός.
Μετά την κοίμηση του Αγίου Μαξίμου, ο άλλος μαθητής του, ο αποκρισάριος
Αναστάσιος, περιέγραψε λεπτομερώς τον βίο, τους αγώνες και τις δοκιμασίες του
πατέρα και διδασκάλου του.
Από αυτή την περιγραφή, που είναι ικανοποιητική, έχει ληφθεί τούτη η βιογραφία,
που σκοπό έχει να μας ωφελήσει, προς δόξαν της Αγίας Τριάδας, που δοξάζεται από
τους Αγίους της, στους οποίους εμείς οι αμαρτωλοί οφείλουμε τιμή, δόξα και
λατρεία, τώρα και πάντα και στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
(21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)
«Ορθοδοξίας οδηγέ, ευσεβείας διδάσκαλε και σεμνότητος, της Εκκλησίας ο Φωστήρ, των Μοναζόντων θεόπνευστον εγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ, ταις διδαχαίς σου πάντας εφώτισας, λύρα του Πνεύματος, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών».
("Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής", Έκδ. Ιερά Καλύβη
Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους)