- Κυριακή προ της Γεννήσεως του Χριστού
- Σύναξις Αγιορειτών Πατέρων
- Κυριακή των Αγίων Πάντων
- Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος
- Κυριακή της Πεντηκοστής
- Ψυχοσάββατον
- Κυριακή των Αγίων 318 Πατέρων Α’ Οικουμενικής Συνόδου
- Η Ανάληψις του Κυρίου
- Απόδοσις της εορτής του Πάσχα
- Κυριακή του Τυφλού
- Κυριακή της Σαμαρείτιδος
- Η Μεσοπεντηκοστή
- Κυριακή Παραλύτου
- Κυριακή των Μυροφόρων
- Κυριακή του Θωμά
- Η Ζωοδόχος Πηγή
- Το Άγιον Πάσχα
- Άγιο και Μεγάλο Σάββατο - Η Ταφή του Κυρίου
- Αγία και Μεγάλη Παρασκευή
- Αγία και Μεγάλη Πέμπτη
- Αγία και Μεγάλη Τετάρτη
- Αγία και Μεγάλη Τρίτη
- Αγία και Μεγάλη Δευτέρα
- Κυριακή των Βαϊων
- Η Ανάστασις του Λαζάρου
- Ε’ Κυριακή των Νηστειών - Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας
- Τελευταίοι Χαιρετισμοί - Ο Ακάθιστος Ύμνος
- Σύναξις Αγιορειτών Πατέρων
- Το Άγιον Πνεύμα
- Μνήμη της Αγίας Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου
- Η Σύναξις των Αγιορειτών Πατέρων
Κινητές Εορτές του Ενιαυτού
Ενότητες
Φωτό & Βίντεο
Δημοφιλή Άρθρα
Εορτολόγιο (νέο ημ.)
1/4 Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Περισσότερα »
Εορτολόγιο (παλαιό ημ.)
19/3 Χρύσανθος και Δαρεία, Μάρτυρες *

Περισσότερα »
Newsletter
Δωρεά Στον Σύνδεσμό Μας
Αγία και Μεγάλη Πέμπτη
Πέμπτη, 2 Μαΐου 2024 - 7304 εμφανίσεις άρθρου
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Κατά την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση:
α)Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου,
β) Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ’ εμάς
υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας,
γ) Της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα
Του και
δ) Της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα του Ισκαριώτη
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν’ αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ’ όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στον Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ’ όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε τούτο είναι το Σώμα μου». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πίετε απ’ αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το Αίμα μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεi μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη.
Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πει εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από ’κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Ήχος πλ. δ’.
Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί, εν τω νιπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας εσκοτίζετο, και ανόμοις κριταίς, σε τον Δίκαιον Κριτήν πραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον διά ταύτα αγχόνη χρησάμενον, φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον.
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Τον άρτον λαβών, εις χείρας ο προδότης, κρυφίως αυτάς, εκτείνει και λαμβάνει, την τιμήν του πλάσαντος, ταις οικείαις χερσί τον άνθρωπον, και αδιόρθωτος έμεινεν, Ιούδας ο δούλος και δόλιος.