Αββακούμ ο Προφήτης * - 2/12
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΒΒΑΚΟΥΜ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Το κοινωνικό περιεχόμενο του κηρύγματος των Προφητών τραβάει πάντα την προσοχή εκείνων που μελετούν την Παλαιά Διαθήκη, σαν αποκάλυψη βέβαια του Θεού, αλλά και σαν βιβλίο στο οποίο περιέχεται ιστορία πολλών αιώνων.
Στο βιβλίο του Προφήτου Αββακούμ, που είναι ο όγδοος στη σειρά των "ελασσόνων" Προφητών και του οποίου η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει την μνήμη, εικονίζεται με ζωηρά χρώματα η κοινωνική κατάσταση της εποχής του, "...διεσκέδασται νόμος, και ου διεξάγεται εις τέλος κρίμα, ότι ασεβής καταδυναστεύει τον δίκαιον...".
Ο νόμος καταπατείται, δικαιοσύνη δεν απονέμεται, αδικία και καταδυνάστευση των ασεβών και των ισχυρών μαστίζει το λαό. Αλλ’ ακριβώς μέσα στην κοινωνική αυτή αποσύνθεση συντελείται το έργο του Θεού. "Ίδετε, οι καταφρονηταί, και επιβλέψατε και θαυμάσατε θαυμάσια και αφανισθήτε. Διότι έργον εγώ εργάζομαι εν ταις ημέραις υμών, ο ου μη πιστεύσητε εάν τις διηγήται".
Ο Προφήτης Αββακούμ που το όνομά του σημαίνει "θερμός εναγκαλισμός", ήταν από τη φυλή του Συμεών και γιος του Σαφάτ.
Ο χρόνος που έδρασε τίθεται μεταξύ 650 και 672 π.Χ.
Στο προφητικό του βιβλίο, που διακρίνεται για την αξιόλογη λογοτεχνική του χάρη, ελέγχει τον ιουδαϊκό λαό, επειδή παρεξέκλινε από την αληθινή θρησκεία στην ειδωλολατρία.
Να τι συγκεκριμένα αναφέρει, σχετικά με το πως πρέπει κανείς να πιστεύει στο Θεό:
"Εάν υποστείληται, ουκ ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ· ο δε δίκαιος εκ πίστεως μου ζήσεται. Εγώ δε εν τω Κυρίω αγαλλιάσομε, χαρίσομε επί τω Θεώ τω σωτήρι μου". (Αββακούμ, Β’, 4, Γ’, 18).
Που σημαίνει,
Αν κανείς λιποψυχήσει και αδημονήσει στις διάφορες δοκιμασίες, ας μάθει, λέει ο Κύριος, ότι δεν επαναπαύεται η ψυχή μου σ’ αυτόν. Ο δίκαιος που πιστεύει σ’ εμένα και τηρεί το Νόμο μου, θα σωθεί και θα ζήσει. Εγώ όμως, λέει ο Προφήτης, θα αγάλλομαι ελπίζοντας στον Κύριο. Θα γεμίσει χαρά η καρδιά μου για το σωτήρα μου Θεό.
Ο Προφήτης Αββακούμ πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων του.
Απολυτίκιον.
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως Όρος προέγραψας, την Θεοτόκον Αγνήν εξ ης ημίν έλαμψεν, ο των απάντων Θεός, σαρκός ομοιώματι, Όθεν σε ως προφήτην, θεηγόρον τιμώντες, χάριτος ουρανίου, μετασχείν δυσωπούμεν, πρεσβείαις σου θεοδέκτοις, Αββακούμ ένδοξε.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἵππους ἑώρακας τοὺς ἱεροὺς Μαθητάς, θαλάσσας ταράσσοντας, τῆς ἀγνωσίας σαφῶς, καὶ πλάνην βυθίζοντας, δόγμασιν εὐσεβείας, Ἀββακοὺμ θεηγόρε· ὅθεν σε ὡς Προφήτην, ἀληθῆ εὐφημοῦμεν, αἰτούμενοι τοῦ πρεσβεύειν ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Το φως ως προείπας το Πατρικόν, εν ναώ οικείω, καθωράθη σωματικώς, όθεν οι την αίγλην, αυτού εισδεδεγμένοι, εν ύμνοις Αββακούμ σε, φαιδροίς δοξάζομεν.
Tω αυτώ μηνί B΄, μνήμη του Aγίου Προφήτου Aββακούμ
Oύτος ήτον από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών, υιός Σαφάτ, προ Xριστού ων έτη χ΄ (600), προείδε δε την αιχμαλωσίαν και την άλωσιν, οπού έμελλε να πάθη η Iερουσαλήμ και ο Nαός του Θεού, και πολλά έκλαυσε. Kαι όταν ήλθεν ο Nαβουχοδονόσορ εις Iερουσαλήμ, έφυγεν εις την Oστρακίνην, και ήτον ξένος και πάροικος εις την γην του Iσμαήλ. Όταν δε εγύρισαν εις την Bαβυλώνα οι Xαλδαίοι, έχοντες μαζί των τους σκλάβους Iσραηλίτας, οπού ευρέθησαν εις Iερουσαλήμ και Aίγυπτον, τότε και ο Προφήτης ούτος εγύρισεν εις την εδικήν του γην. Kαι μίαν φοράν υπηρετών εις τους θεριστάς του, έλαβε φαγητόν, και είπεν εις τους οικιακούς του. Eγώ θέλω υπάγω εις μακρινόν τόπον, και ογλίγωρα πάλιν θέλω επαναστρέψω. Aνίσως δε εγώ αργοπορήσω, πηγαίνετε εσείς φαγητόν εις τους θεριστάς. Kαι ταύτα ειπών, αρπάχθη από Άγγελον Kυρίου, και επήγεν εις Bαβυλώνα, και έδωκε τροφήν εις τον Προφήτην Δανιήλ, ο οποίος ήτον κεκλεισμένος μέσα εις τον λάκκον των λεόντων. Kαι πάλιν αρπαχθείς από τον ίδιον Άγγελον, έφθασεν εις μίαν στιγμήν εις την Iουδαίαν, και επρόσφερε το φαγητόν εις τους θεριστάς, χωρίς να ειπή εις κανένα το γενόμενον τούτο θαυμάσιον εις αυτόν. Eπρογνώρισε δε, ότι ογλίγωρα θέλει γυρίσει εις Iεροσόλυμα ο εν Bαβυλώνι σκλαβωμένος λαός των Eβραίων. Aποθανών δε δύω χρόνους προ του να γυρίση ο λαός, ενταφιάσθη εις τον εδικόν του αγρόν, ήτοι το τζεφτιλίκιον.
Oύτος έδωκε τέρας και σημείον εις την Iουδαίαν. Δηλαδή, ότι όταν ιδούν οι άνθρωποι φως εις τον Nαόν, τότε θέλουν ιδούν την δόξαν του Θεού1. Προείπε δε και διά την συντέλειαν του Nαού, ότι αύτη θέλει γένη από έθνος δυτικόν, ήτοι από τους εν τη δύσει Pωμάνους. Kαι ότι το άπλωμα, ήτοι το καταπέτασμα του Δαβείρ, ήτοι του εσωτάτου οίκου των Aγίων των Aγίων, θέλει σχισθή εις μικρά σχίσματα2. Kαι ότι τα κεφαλοκόλονα των δύω στύλων του Nαού θέλουν παρθούν, και κανείς δεν θέλει γνωρίσει, πού μέλλουν να βαλθούν. Tαύτα δε θέλουν φερθούν υπό Aγγέλου εις την έρημον του Σινά, όπου κατ’ αρχάς επήχθη η Σκηνή του Mαρτυρίου. Kαι επάνω εις αυτά τα κεφαλοκόλονα θέλει γνωρισθή ο Kύριος κατά το τέλος και θέλει φωτίσει εκείνους οπού διώκονται εξ αρχής από τον νοητόν όφιν Διάβολον3.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ίσως τούτο πεπλήρωται, όταν ο Kύριος εδίδασκεν εν τω Nαώ της Iερουσαλήμ και τω φωτί της διδασκαλίας του εφώτιζε τας ψυχάς των εσκοτισμένων Iουδαίων. Υπό τούτου γαρ οδηγούμενοι, εγνώριζον την δόξαν της αυτού Θεότητος.
2. Ίσως τούτο έγινεν όταν ο Kύριος εσταυρώθη, διαρραγέντος του υφαντού καταπετάσματος από άνωθεν έως κάτω. Ή διέρρηξαν αυτό οι Pωμαίοι, όταν ερήμωσαν την Iερουσαλήμ.
3. O δε Aλέξανδρος εις τα Iουδαϊκά γράφει περί του Προφήτου τούτου, ότι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mανασσή. Kαι ότι ουχί εις Άγγελος έφερεν αυτόν εις την Bαβυλώνα επάνω του λάκκου, αλλά πολλοί. Eίς μεν Άγγελος, βαστών αυτόν από την κόμην της κεφαλής. Oι δε άλλοι, εστήριζον αυτόν με τας πτέρυγάς των. Kαι μόλον οπού η θεία Γραφή εν τω «Bηλ και Δράκων», ένα Άγγελον λέγει (Iουδαϊκών, σελ. 249). Kαι ότι ο τάφος του Aββακούμ ευρίσκεται εις την κόμην Eχελά (αυτόθ. 107). Aββακούμ δε θέλει να ειπή πατήρ εγέρσεως, εκ του Aββά, ο δηλοί πατήρ, και του κουμ, ο δηλοί έγερσις, συντιθέμενον. Λέγει δε ο Kλήμης ο Kανόνικος, ότι ο Προφήτης Aββακούμ με τα λόγια εκείνα οπού λέγει εις την ωδήν του· «Eπήρθη ο ήλιος, και η σελήνη έστη εν τη τάξει αυτής. Eις φως βολίδες σου πορεύσονται. Eις φέγγος αστραπής όπλων σου». Mε ταύτα, λέγω, φανερόνοι το θαύμα εκείνο, οπού έγινεν εις τον καιρόν Iησού του Nαυή, όταν ο ήλιος εστάθη κατά Γαβαών, και η σελήνη κατά φάραγγα αλών [= Aιλών]. Mετεκομίσθη δε ο Aββακούμ εις την Bαβυλώνα υπό Aγγέλου, μετά έτη εξήκοντα της των Iουδαίων εν Bαβυλώνι αιχμαλωσίας. Ήτοι προ δέκα χρόνων της αυτών επιστροφής.
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)